Σύμφωνα με πρόταση του Γεν.Εισαγγελέα του ΔΕΕ η αρμόδια δικαστική αρχή έχει τη δυνατότητα να εκδώσει αμέσως απόφαση, χωρίς να απαιτείται προσωπική συνέντευξη του προσφεύγοντος, επί των προσφυγών που ασκούνται κατά της απορρίψεως αιτήσεων χορηγήσεως διεθνούς προστασίας όταν: α) η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμη και, επομένως, δεν έχει πιθανότητες να ευδοκιμήσει, και β) η εν λόγω απόφαση εκδίδεται κατόπιν πλήρους εξετάσεως των πραγματικών και νομικών περιστάσεων της καταστάσεως του αιτούντος, περιλαμβανομένων των πληροφοριών από την προσωπική συνέντευξη που διεξήχθη κατά το διοικητικό στάδιο, οι οποίες επαρκούν, κατά το δικαστήριο, για την έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής.
Ειδικότερα στη συγκεκριμένη υπόθεση (C-348/16) ζητήθηκε από το Δικαστήριο της ΕΕ να διευκρινίσει εάν η οδηγία 2013/32/ΕΕ[1] συμβιβάζεται με εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει να κρίνεται αμέσως ως απαράδεκτη ή να απορρίπτεται ένδικη προσφυγή αιτούντος άσυλο κατά της απορρίψεως της αιτήσεώς του για χορήγηση διεθνούς προστασίας.
Το αιτούν δικαστήριο διαβεβαιώνει ότι εν προκειμένω η προσφυγή του αιτηθέντος τη χορήγηση ασύλου είναι «προδήλως αβάσιμη» και ότι «η απορριπτική απόφαση της διοικητικής αρχής» επί της αιτήσεώς του «δεν μπορεί, επομένως, να ακυρωθεί». Καίτοι, στην περίπτωση αυτή, η εθνική νομοθεσία επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αμέσως ως απαράδεκτη ή να απορρίψει την προσφυγή, υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσον η λύση αυτή συνάδει με την οδηγία 2013/32. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η άμεση απόρριψη στερεί, στην πραγματικότητα, από τον αιτούντα το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
Ιστορικό της υπόθεσης:
Τον Μάρτιο του 2015, ο αιτών έφθασε στην Ιταλία από το Μάλι και υπέβαλε αίτηση ασύλου. Ακούστηκε προσωπικώς από την Commissione Territoriale per il riconoscimento della protezione internazionale (κατά τόπον αρμόδια επιτροπή για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας).
Τον Απρίλιο του 2016, η τοπική επιτροπή γνωστοποίησε στον αιτούντα ότι απέρριπτε την αίτησή του περί χορηγήσεως διεθνούς προστασίας και ότι, επομένως, δεν του χορηγούσε καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρική προστασία. Αιτιολόγησε την απόφασή της με το σκεπτικό ότι η αίτηση είχε υποβληθεί για οικονομικούς και μόνο λόγους, χωρίς να προκύπτει fumus persecutionis [εις βάρος του μεροληπτική δίωξη].
Τον Μάιο του 2016, ο αιτών προσέφυγε κατά της αποφάσεως της τοπικής επιτροπής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Επανέλαβε τους λόγους που είχε εκθέσει στην αρχική αίτησή του και επικαλέστηκε, με γενικό τρόπο, την κατάσταση στο Μάλι, χωρίς να τη συσχετίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τις ειδικές προσωπικές συνθήκες του.
Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμη. Κατά το αιτούν δικαστήριο, «διαπιστώθηκε (και επιβεβαιώθηκε κατόπιν της εξετάσεως) ότι ο αιτών υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας λόγω της καταστάσεως απόλυτης ένδειας στην οποία είχε περιέλθει. Η απλή κατάσταση ένδειας δεν νομιμοποιεί ούτε τη χορήγηση των μέτρων που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, δηλαδή της επονομαζόμενης ανθρωπιστικής προστασίας […]. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί αμέσως, χωρίς νέα ακρόαση του αιτούντος».
Κατά το αιτούν δικαστήριο, αν ο αιτών ακούστηκε κατά το διοικητικό στάδιο, η ένδικη προσφυγή του μπορεί να απορριφθεί ή να γίνει δεκτή χωρίς να απαιτείται νέα ακρόαση.
Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της εθνικής ρυθμίσεως η οποία του επιτρέπει να κρίνει ως απαράδεκτη ή να απορρίψει την προσφυγή χωρίς προηγούμενη ακρόαση και, για τον λόγο αυτό, υπέβαλε το σχετικό προδικαστικό ερώτημα.
Αναμένεται η απόφαση του Δικαστηρίου.