Η παραποίηση των εκπομπών ρύπων δεν ήταν μόνο μία πρακτική της VW, αλλά ήταν μία γενικευμένη πρακτική, όπως αποδείχθηκε στην εξεταστική επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου.
Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία απαγορεύει τη χρήση λογισμικών όμως, σύμφωνα με την εξεταστική, δεν πραγματοποιήθηκαν οι απαραίτητοι έλεγχοι. Τα Κράτη Μέλη που ήταν υπεύθυνα για την πραγματοποίηση ελέγχων δεν εφάρμοσαν ποτέ τη νομοθεσία, ενώ μετά από πιέσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας καθυστέρησε κατά έξι χρόνια η υιοθέτηση του πλαισίου για τους ελέγχους με ευθύνη τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και των Κρατών Μελών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ευθύνεται, όπως κατέδειξε η εξεταστική επιτροπή, διοτι δεν ανάγκασε τα Κράτη Μέλη να εφαρμόσουν την νομοθεσία. Επίσης υπήρχαν ενδείξεις ήδη από το 2008 για «περίεργη συμπεριφορά των εκπομπών». Το 2013 και το 2014 η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος ζήτησε επισήμως με επιστολή από την Γενική Διεύθυνση Βιομηχανίας να εξετάσει την πιθανότητα χρήσης παράνομων τρόπων επηρεασμού των εκπομπών αλλά το αίτημα αυτό έμεινε αναπάντητο. Υπενθυμίζεται πως Επίτροπος, υπεύθυνος για τη Γενική Διεύθυνση Βιομηχανίας ήταν ο σημερινός Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Ταγιάνι.
Στην έκθεση της Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία εγκρίθηκε με 40 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 2 αποχές, γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στις ευθύνες τόσο των Κρατών Μελών, όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι Ευθύνες εντοπίζονται κυρίως:
•στην ελλιπή εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας από τα Κράτη Μέλη, λόγω των ελλιπών ελέγχων και την μη επιβολή προσφύγων και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω της μη επιβολής κυρώσεων στα Κράτη Μέλη που παρανομούσαν.
•στην μη αξιοποίηση των διαφόρων στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
•στην αποτυχία τους να δημιουργήσουν τόσα χρόνια ένα σύστημα ελέγχων σε πραγματικές συνθήκες, καθώς ενώ προβλεπόταν από τη Νομοθεσία, τελικά αυτό αποφασίστηκε τον Οκτώβριο του 2016, και μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου.
•Στο νέο σύστημα ελέγχων σε πραγματικές συνθήκες στο δρόμο, αποφασίστηκε ένας αρκετά μεγάλος συντελεστής διόρθωσης που ουσιαστικά διπλασιάζει τις επιτρεπόμενες εκπομπές, νομιμοποιώντας εν μέρει το σκάνδαλο.
Για την καλύτερη αντιμετώπιση παρόμοιων ζητημάτων στο μέλλον ζητήθηκε να υπάρξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο συντονισμός των εθνικών υπηρεσιών, η διενέργεια ελέγχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο των υπηρεσιών, όσο και αυτοκινήτων κατευθείαν, η απόσυρση μοντέλων αν χρειάζεται καθώς και η επιβολή προστίμων στις εταιρείες. Οι αρμοδιότητες αυτές ανήκουν μέχρι τώρα μόνο στις εθνικές υπηρεσίες. Οι Σοσιαλιστές εκτιμούν ότι οι αρμοδιότητες αυτές θα έπρεπε να περάσουν σε μία Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για τον Έλεγχο των Οδικών Μεταφορών και κάτι που είχαν εισηγηθεί να ενσωματωθεί στην Έκθεση της Εξεταστικής Επιτροπής.
“Όχι” στην πρόταση για ευρωπαϊκό οργανισμό ελέγχου οδικών μεταφορών
Παρα ταύτα, το αίτημα αυτό δεν μπόρεσε να διατηρηθεί και στη ψηφοφορία στην Ολομέλεια, καθώς με μόλις 14 ψήφους διαφορά (333 υπέρ της διατήρησης και 347 κατά) αποφασίστηκε η διαγραφή του αιτήματος για τον νέο οργανισμό. Το αίτημα για το νέο Οργανισμό υποστηρίχθηκε από τους Σοσιαλιστές και τους Πράσινους. Κατά ψήφισαν οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Οι Φιλελεύθεροι και η Ομάδα της Αριστεράς εμφανίστηκαν διασπασμένοι ως προς αυτό το θέμα.
Σχετικά με τις νέες αυτές αρμοδιότητες η Έκθεση ζητάει να τις αναλάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με τροπολογίες που υπερψηφίστηκαν στην Ολομέλεια, ζητείται επίσης να μειωθεί ο συντελεστής διόρθωσης των ελέγχων σε πραγματικές συνθήκες στο 1% το αργότερο μέχρι το 2021, ώστε να κλείσει το παράθυρο νομιμοποίησης του σκανδάλου που άνοιξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τέλος, με τροπολογίες που κατατέθηκαν από τη Σοσιαλιστική Ομάδα και συγκέντρωσαν την πλειοψηφία στην Ολομέλεια, τονίζεται η ανάγκη για επαρκή αποζημίωση των καταναλωτών που εξαπατήθηκαν από τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τονίζοντας ότι τα προγράμματα απόσυρσης δεν μπορεί να θεωρηθούν επαρκή μορφή αποκατάσταση της ζημιάς που έχουν υποστεί. Συγχρόνως αν απαιτηθεί η απόσυρση ενός τύπου αυτοκινήτου, οι καταναλωτές πρέπει να αποζημιώνονται πλήρως για την αγορά του συγκεκριμένου οχήματος. Τέλος, ζητείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρουσιάσει νομοθετική πρόταση για τη θέσπιση ενός εναρμονισμένου συστήματος συλλογικών προσφυγών
Ο Ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης, που ήταν και ο μόνος Έλληνας Ευρωβουλευτής της Εξεταστικής Επιτροπής δήλωσε μετά το τέλος της ψηφοφορίας: «Σήμερα ολοκληρώνεται και τυπικά το έργο της Επιτροπής. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ευθύνη αυτοκινητοβιομηχανιών, Κρατών Μελών και στελεχών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο σκάνδαλο αυτό. Στόχος μας ήταν να διερευνήσουμε όχι μόνο τι πήγε στραβά, αλλά και τι πρέπει να διορθώσουμε για να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό ζητήσαμε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ελέγχου των Οδικών Υπηρεσιών. Δυστυχώς, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα πέτυχε να απορριφθεί η πρόταση αυτή. Παρόλα αυτά, καταφέραμε να συμπεριλάβουμε στο τελικό κείμενο σημαντικές προτάσεις όπως την δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κάνει ελέγχους σε αυτοκίνητα, να επιβάλλει πρόστιμα σε αυτοκινητοβιομηχανίες και να ζητάει την απόσυρση αυτοκινήτων. Συγχρόνως ζητάμε μέχρι το 2021 να κλείσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το παράθυρο μερικής νομιμοποίησης της παρανομίας των αυτοκινητοβιομηχανιών, μέσω του συντελεστή διόρθωσης. Τέλος καταφέραμε να τονίσουμε την ανάγκη για αποζημίωση των εξαπατημένων καταναλωτών. Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι στην Ευρώπη οι καταναλωτές ακόμα δεν έχουν αποζημιωθεί. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ενιαία αγορά, χωρίς ισχυρή και ίση προστασία για όλους τους καταναλωτές ανεξαρτήτως του Κράτους Μέλους στο οποίο διαμένουν».