«Στην αναμονή» συχνά για περισσότερο από οκτώ μήνες παραμένουν οι μετανάστες στην Ελλάδα πριν καταφέρουν να έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου τόσο στα νησιά όσο και στην ενδοχώρα. Η πολύμηνη αναμονή γεννά ανασφάλεια, αβεβαιότητα και απογοήτευση, επιτείνοντας τα προβλήματα που υπάρχουν σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που έχει εγκλωβιστεί στη χώρα μετά την κοινή δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας της 20ής Μαρτίου 2016.
Πρόκειται για τα βασικά συμπεράσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Αίτημα» την περίοδο Σεπτεμβρίου 2016 – Μαρτίου 2017 στο πλαίσιο Πειραματικού Προγράμματος Παρακολούθησης Διαδικασιών Ασύλου.
Οπως τονίζεται στην έκθεση, ειδικότερα στα νησιά εμφανίστηκαν πολύ σημαντικές καθυστερήσεις έως και οκτώ μηνών όσον αφορά την πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου. Σημειώθηκε παράλληλα προτεραιοποίηση συγκεκριμένων εθνικοτήτων χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η ημερομηνία άφιξης ή η ευαλωτότητα. Πάντως, όπως σημείωσαν εκπρόσωποι της Οργάνωσης «Αίτημα», οι συνθήκες πρόσβασης στο άσυλο τώρα έχουν βελτιωθεί στα νησιά, ενώ σημαντικός αριθμός ατόμων έχει ήδη προωθηθεί στην ενδοχώρα, εφόσον έχουν κριθεί ευάλωτοι.
Οσον αφορά τον περιορισμό της μετακίνησης των ανθρώπων από τα νησιά, οι εκπρόσωποι της Οργάνωσης ανέφεραν ότι δεν πρέπει να παρατείνεται το φαινόμενο του εγκλωβισμού για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα –πολλοί έχουν συμπληρώσει ένα χρόνο αναμονής στα νησιά– και μάλιστα σε συνθήκες που δεν είναι αξιοπρεπείς. Τόνισαν επίσης ότι υπάρχει έλλειμμα νομικής πληροφόρησης στα νησιά, την ίδια στιγμή που οι διαδικασίες είναι εξαιρετικά περίπλοκες.
Αντίστοιχα και στην ενδοχώρα έχουν σημειωθεί σημαντικές καθυστερήσεις έως και δέκα μηνών για την πλήρη καταγραφή του αιτήματος ασύλου, ενώ οι αιτούντες παραπέμπονται στην προβληματική καταγραφή μέσω Skype.
Οσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας των δευτεροβάθμιων επιτροπών ασύλου, η οργάνωση «Αίτημα» ανέφερε ότι οι συνεχείς αλλαγές στη νομοθεσία έχουν δημιουργήσει περισσότερες καθυστερήσεις. Ταυτόχρονα εξέφρασαν σοβαρές ενστάσεις όσον αφορά την ποιότητα της αξιολόγησης των αιτημάτων ασύλου σε δεύτερο βαθμό χωρίς τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης, όπως προβλέπεται με τις αλλαγές που έχουν θεσμοθετηθεί.