Στο πνεύμα των ημερών, όπου η Σταύρωση και η Ανάσταση του Θεανθρώπου κυριαρχούν και αναδεικνύονται ως τα κορυφαία στάδια του Θείου Δράματος, μια άλλη διάσταση απασχολεί παγκοσμίως 2.000 χρόνια μετά τόσο τους ιστορικούς και τους θεολόγους, όσο και τους νομικούς: η δίκη του Χριστού.
Επιμέλεια: Νίκος Τσαγκατάκης
Πολλά έχουν ήδη γραφτεί για την πιο αμφιλεγόμενη δίκη όλων των εποχών, πολλά ερευνώνται ακόμα, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν στο εξής: ο Ιησούς δεν είχε μια δίκαιη δίκη, όπως δεν είχε ο Σωκράτης, ο Λούθηρος, ο Κολοκοτρώνης, ο Γαλιλαίος, ο Ντρέιφους.
Οι περισσότεροι αγνοούμε την κατηγορία που τον βάρυνε: για ποιο αδίκημα, άραγε, συνελήφθη και για ποιο τελικά καταδικάσθηκε στην εσχάτη των ποινών και μάλιστα με τον πιο βασανιστικό και εξευτελιστικό τρόπο;
Η «προανάκριση»
Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, οι κατηγορίες που του αποδόθηκαν αρχικά ήταν πως οι οπαδοί του εμφάνιζαν τον Ναζωραίο ως Μεσσία, πολλώ δε μάλλον «Βασιλιά των Ιουδαίων». Στην πραγματικότητα όμως αυτό που είχε εξοργίσει τους ιερείς ήταν η κριτική που ασκούσε στον μωσαϊκό νόμο, του οποίου θεματοφύλακες ήταν τα μέλη του Συνεδρίου, καθώς και η προκλητική πράξη του να διώξει τους εμπόρους από τον ναό (Κατά Μάρκον, Ια΄, 15-18).
Με αυτήν την κατηγορία λοιπόν αναζητείται, προδίδεται, συλλαμβάνεται και οδηγείται ενώπιον του αρχιερέα Καϊάφα, όπου η «προανάκριση» διενεργήθηκε στο σπίτι του σε συνεδρίαση των 70 μελών του Ανώτατου Εβραϊκού Δικαστηρίου. Και κάπου εδώ αρχίζουν οι παραβιάσεις της δικονομίας, των κανόνων δηλαδή με τους οποίους όφειλε να διεξαχθεί η διαδικασία.
Κατά πρώτον, το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου, αλλά στο σπίτι του Αρχιερέα, νύχτα και όχι ημέρα και χωρίς να έχει ήδη διατυπωθεί κατηγορία από τουλάχιστον δύο μάρτυρες, σύμφωνα με τους νόμους της εποχής.
Με την έναρξη της δίκης βρέθηκαν οι ψευδομάρτυρες, οι οποίοι διαστρεβλώνοντας τον λόγο του Κυρίου τον κατηγόρησαν ότι δήθεν απειλούσε να γκρεμίσει τον Ναό, παραφράζοντας το «λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέρας ἐγερῶ αὐτόν» (Ἰω. Β΄19) που αναφερόταν στην Ανάστασή του και φυσικά όχι στον Ναό του Σολομώντα.
Και οι παρατυπίες συνεχίστηκαν: οι μάρτυρες εξετάστηκαν ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά και οι μαρτυρίες τους ήταν αντικρουόμενες, οπότε το Συνέδριο αποφάσισε ότι δεν μπορεί να στηριχθεί σε αυτούς και ο προεδρεύων αρχιερέας Καϊάφας ρώτησε τον Χριστό «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Σὺ εἴπας …. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε. Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου ΚΣΤ΄ 63).
Ζωγραφική απεικόνιση των αρχιερέων Άννα και Καϊάφα
Μεταβολή του κατηγορητηρίου
Και κάπως έτσι έγινε μεταβολή του κατηγορητηρίου και «δέθηκε» η κατηγορία σε επ’ αυτοφώρω βλασφημία, παρ’ ότι ο Μωσαϊκός Νόμος δεν αναγνώριζε την ομολογία ως απόδειξη, παρ’ ότι ο Ιησούς «παραστάθηκε» χωρίς υπεράσπιση, παρ’ ότι η ψηφοφορία των μελών του Συνεδρίου έγινε ταυτόχρονα και όχι κατά σειρά ανάστροφης αρχαιότητας και τα μέλη του Συνεδρίου αποφάσισαν ότι «ἔνοχος θανάτου ἐστὶ» (Ματθαίου ΚΣΤ΄ 67). Και στη συνέχεια η κατηγορία μετατράπηκε και πάλι από βλασφημία, αφού ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι είναι υιός του Θεού, σε εσχάτη προδοσία, όταν δήλωσε ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων. Αυτές οι δηλώσεις αποτέλεσαν αδικήματα αντίληψης ή θρησκείας απέναντι στις ιουδαϊκές αρχές, αλλά ταυτόχρονα και ένα έγκλημα εσχάτης προδοσίας απέναντι στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο.
Ωστόσο, και προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα, η Δίκη επαναλήφθηκε την επομένη ημέρα το πρωί προκειμένου να επικυρωθεί η καταδίκη του ημέρα πια και στον σωστό τόπο, το κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου στα τείχη της Ιερουσαλήμ, και στη συνέχεια οδηγήθηκε ενώπιον του Ρωμαίου Έπαρχου Ποντίου Πιλάτου, για να την επικυρώσει και αυτός και έτσι ξεκίνησε μια νέα ρωμαϊκής δικονομίας παρωδία δίκης.
Δεδομένου τού ότι οι Εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στο Πραιτόριο για να μη μολυνθούν παραμονές Πάσχα, ο Πιλάτος διέταξε να μεταφερθεί η δικαστική του έδρα στο λιθόστρωτο και ο κατηγορούμενος Ιησούς μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος μπροστά του, ακόμα δύο δικονομικές παραβάσεις.
Καθώς όμως ουδόλως θα ενδιέφερε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η κατηγορία της θρησκευτικής βλασφημίας, ούτε άλλωστε επέφερε τη θανατική ποινή, ο Καϊάφας απέκρυψε το θέμα από τον Πόντιο Πιλάτο και διατύπωσε την καινούργια «τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν Βασιλέα εἶναι» (Λουκᾶ ΚΓ’, 2), παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. ΚΒ΄, 21).
Και παρ’ ότι βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου έπρεπε να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία, να καθοριστεί η ημέρα της δίκης, να κληθούν και έπειτα να καταθέσουν οι μάρτυρες, ακριβώς όπως και σήμερα, τίποτα από αυτά δεν έγινε.
Ο Πόντιος Πιλάτος κατέβηκε από την έδρα του και συνομίλησε με τον Ιησού μέσα στο Πραιτόριο, μακριά από το πλήθος των μαινόμενων Εβραίων: «Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» (Λουκᾶ ΚΓ’ 3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησού, ο οποίος του απάντησε «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου …. ἐγώ …. εἰς τοῦτο ἐλήληθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. ΙΗ’, 35 ἑπ.).
Και έτσι έκρινε κατευθείαν ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και αθώωσε τον Ιησού λέγοντας «ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (Ἰω. ΙΗ’ 38).
Αλλά αντί να αφήσει αμέσως τον κατηγορούμενο ελεύθερο, μέσα στην οχλαγωγία του κόσμου αντιλήφθηκε ότι ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, άρα εκτός των δικών του ορίων δικαιοδοσίας και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη τον έστειλε στον Ηρώδη, που τύχαινε να βρίσκεται εκείνες τις ημέρες στην Ιερουσαλήμ.
Και μια τρίτη δίκη αρχίζει, όπου ο Ηρώδης, έχοντας ήδη αποκεφαλίσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και μη θέλοντας ξανά τη μήνι του λαού, αποφάσισε ότι τόσο το αδίκημα του Ιησού, όσο και η καταδίκη του πραγματοποιήθηκαν εκτός των ορίων της περιφερείας του, άρα και της αρμοδιότητάς του, οπότε τον αθώωσε για δεύτερη φορά, αλλά και αυτός αντί να τον αφήσει ελεύθερο τον έστειλε πάλι πίσω στον Πόντιο Πιλάτο.
Ο Πιλάτος από τον εξώστη του Πραιτορίου απευθύνθηκε στους Ιουδαίους λέγοντας ότι μπροστά τους τον ανέκρινε, μπροστά τους τον αθώωσε και αυτός αλλά και ο Ηρώδης, αλλά μπροστά στη γενική κατακραυγή, και προκειμένου να τον σώσει, τον παρουσίασε με τον ληστή Βαραββά με το ερώτημα σε ποιον από τους δύο να δώσει «χάρη» για τη γιορτή του Πάσχα. Και το πλήθος διάλεξε τον ληστή αντί του ταραξία.
Και παρ’ ότι ο κατηγορούμενος αθωώθηκε δύο φορές, κατά κατάφωρη παραβίαση και πάλι της νομοθεσίας του Ιούλιου Καίσαρα, καταδικάστηκε από το αλαλάζον πλήθος «Σταύρωσον αυτόν». «Καί λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλάτος. Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε. Ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῶ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῶ οἱ Ἰουδαῖοι: ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν» (Ἰω. ΙΘ΄ 6-7).
# Ο ΠΙΛΑΤΟΣ ΠΑΡΕΒΗ ΤΗ ΒΑΣΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ «NON BIS IN IDEM», ΠΟΥ ΙΣΧΥΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ, ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΔΙΚΑΣΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΑΔΙΚΗΜΑ
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» που ισχύει ακόμα και σήμερα παγκοσμίως, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται να δικαστεί κανείς δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα. Κι όμως… Ξαναμπήκε στο Πραιτόριο, ανέκρινε και πάλι τον Ιησού, επεχείρησε και πάλι να συνομιλήσει με τον όχλο, αλλά στην απειλή του όχλου ότι με την αθώωσή του ήταν σαν να αμφισβητεί και ο ίδιος τον Καίσαρα ο Πόντιος Πιλάτος «ένιψε τα χέρια του από το αίμα του αθώου» και παρέδωσε τον Ιησού στους κατήγορούς του.
Έτσι το «νίπτω τας χείρας μου» του Πιλάτου επισφράγισε τη θανατική του καταδίκη για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας έναντι του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, αφού παρουσιαζόταν ως Βασιλεύς των Ιουδαίων και καταπατήθηκε έτσι η Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis κατά τη Ρωμαϊκή Νομοθεσία, ενώ είχε ήδη παραβιαστεί και η Ιουδαική από ένα και μόνο πράγμα: Σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό Νόμο (Sanhedrin IV,I), από τη σύλληψη μέχρι την εκτέλεση της ποινής θα έπρεπε να μεσολαβήσουν 4 τουλάχιστον ημέρες.
Και ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ στο όρος των Ελαιών και την Παρασκευή το βράδυ είχε ήδη σταυρωθεί.
Ως εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου…
Ανασυνθέτοντας τη δίκη του Χριστού αντιλαμβανόμαστε ότι επρόκειτο για την πολιτική και θρησκευτική καταδίκη ενός Ιεροκήρυκα ως εγκληματία του κοινού ποινικού δικαίου, και μάλιστα με κατάφωρη και πολλαπλή παραβίαση δικονομικών κανόνων και βασικών αρχών του Δικαίου.
Ανατρέχοντας στις ιστορικές συνθήκες της εποχής διαπιστώνουμε ότι η απόδοση Δικαιοσύνης βρισκόταν ήδη σε πολύ υψηλό επίπεδο, καθώς το Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν υπολείπεται πολύ του σύγχρονου και το εβραϊκό ιεροκρατικό στηριζόταν στον Μωσαϊκό Νόμο, αλλά η εποχή της ρωμαϊκής υποτέλειας είχε επιφέρει μεγάλη φαυλότητα και ηθικό ξεπεσμό.
Συνεπώς, κανόνες δίκαιης δίκης υπήρχαν αλλά αγνοήθηκαν, αρχές Δικαίου υπήρχαν αλλά καταστρατηγήθηκαν, και ο νομικός πολιτισμός κατέγραψε αυτήν τη δίκη ως δίκη σκοπιμότητας.
Αν τοποθετήσουμε τη δίκη στη σύγχρονη εποχή θα ανακαλύψουμε ότι ισχύουν ακριβώς οι ίδιοι κανόνες: ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, το τεκμήριο αθωότητας επιτάσσει την αθώωσή του σε περίπτωση αμφιβολιών (in dubio pro reo), η κατηγορία πρέπει να προϋπάρχει της δίκης, να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να οριστεί δικάσιμος προκειμένου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και να αποδειχθεί η τέλεση του αδικήματος από τους μάρτυρες, όχι η μη τέλεσή του από τον κατηγορούμενο.
Ο κατηγορούμενος και τότε και σήμερα δικαιούται υπεράσπισης, αξιοπρεπούς αντιμετώπισης και αμερόληπτης δικαστικής κρίσης, ενώ από αρχαιοτάτων νομικών χρόνων μέχρι σήμερα δεν είναι επιτρεπτή η μεταβολή του κατηγορητηρίου «επί χείρω», δηλαδή σε βαρύτερο αδίκημα από αυτό που αρχικά κατηγορήθηκε.
Οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες ίσχυαν και στη δίκη του Σωκράτη, του Κολοκοτρώνη, των «Έξι», του Γαλιλαίου, του Λούθηρου και τόσων άλλων που το αδίκημά τους ήταν λίγο-πολύ το ίδιο: εισήγαγαν «καινά δαιμόνια» και διασάλευσαν με τη διδασκαλία τους την καθεστηκυία τάξη.
Οι διώξεις και οι δίκες σκοπιμότητας όμως είχαν πάντοτε έναν συγκεκριμένο σκοπό, όχι την απόδοση δικαιοσύνης, αλλά ποινής, επικεντρωμένες στο πρόσωπο του κατηγορουμένου κατασκευάζονταν κατηγορίες που με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες αποδίδονταν οι προειλημμένες ποινές και σε όλες αυτές υπήρχε πάντοτε ένα καθεστώς που έπρεπε να προστατευτεί.
Σε ένα από τα πιο εμβληματικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, στη «Δίκη» του Φραντς Κάφκα, πλανάται μια αγωνία και ένα «γιατί» που δεν υπάρχει στη Δίκη των Δικών, ήταν άλλωστε ευθύς εξ αρχής γνωστό το τέλος και η εξ αυτού αρχή.
Στον σύγχρονο όμως νομικό πολιτισμό πλανάται ακόμα και σήμερα η αγωνία τού εάν και κατά πόσο αποδίδεται ορθά η δικαιοσύνη, όταν πολλές φορές η Νέμεσις παραγκωνίζει τη Θέμιδα και η Θεία Δίκη αργεί.