Δύο χρόνια αφότου η Σαουδική Αραβία ξεκίνησε μια στρατιωτική εκστρατεία για την αποκατάσταση της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Υεμένης, η χώρα έχει περιέλθει σε καθεστώς πρωτοφανούς αναρχίας. Οι υποδομές και η βιομηχανική ικανότητα της Υεμένης είναι σε ερείπια, σχεδόν 18 εκατ. άνθρωποι, περισσότεροι από τον μισό πληθυσμό της χώρας, χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια, και σπίτια και τεμένη εκατοντάδων ετών παλαιά, έχουν γίνει ερείπια σε όλη τη χώρα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο συνασπισμός υπό Σαουδική ηγεσία, δεν έχει σημειώσει πρόοδο. Οι Χούθις και οι σύμμαχοί τους –κυρίως οι υποστηρικτές του πρώην προέδρου Ali Abdullah Saleh- έχουν εκδιωχθεί από το Άντεν και από το μεγαλύτερο μέρος στα νότια της χώρας, ενώ ο στόχος των Χούθις και των συμμάχων τους για ανεξέλεγκτη ηγεμονία στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, έχει διαψευστεί.
Έτσι, μια αποφασιστική νίκη κάθε άλλο παρά επικείμενη φαντάζει. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή οι Χούθις επανέκτησαν τον έλεγχο της Saana. Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του Abdo Rabbu Mansour Hadi –για την οποία οι Σαουδάραβες παρενέβησαν ώστε να αποκατασταθεί- έχει αποδειχθεί ανίκανη να διεκδικήσει την εξουσία της ακόμη και σε περιοχές τις οποίες η χώρα έχει ονομαστικά στον έλεγχό της. σε μία σύγκριση που έχει τον συμβολισμό της, ο ίδιος ο Hadi πέρασε την επέτειο της έναρξης της σαουδικής επέμβασης στο Ριάντ, ενώ ο Saleh αναμείχθηκε με τους υποστηρικτές του σε μια διαδήλωση στην πλατεία Sabaeen στη Saana.
Αλλά ανεξαρτήτως του τι θα διεκδικήσουν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις, καθώς η σαουδική στρατιωτική παρέμβαση μπαίνει στο τρίτο έτος, δεν υπάρχουν πολλά για να γιορτάσει. Η σύγκρουση έχει ήδη αφήσει την Υεμένη ως το σκηνικό της χειρότερης ανθρωπιστικής κρίσης παγκοσμίως. Και δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος.
Εν μέρει, αυτό έχει τις ρίζες του στο πόσο περίπλοκη είναι η σύγκρουση: μπορεί συχνά να θεωρείται ως ένας πόλεμος με δύο πλευρές, αλλά εκτείνεται πολύ περισσότερο από την μάχη για την εξουσία μεταξύ των υποστηρικτών του Hadi και των Χούθις. Οι γεωγραφικές διαιρέσεις χρονολογούνται πίσω στη δεκαετία του 1970, μαζί με μια σειρά συγκρούσεων Βορρά-Νότου. Οι θρησκευτικές εντάσεις –τροφοδοτούμενες από τους φορείς που ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους, και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης- έχουν φθάσει σε πρωτοφανή ύψη. Ακόμη και μέσα στα διάφορα στρατόπεδα της σύγκρουσης, η φαγωμάρα είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.
Παρά το αδιέξοδο στο πεδίο της μάχης, αυτός ο πικρός διχασμός έχει αποτρέψει να σημειωθεί οποιαδήποτε σημαντική πρόοδος προς μια πολιτική λύση. Διάφορες εντάσεις έχουν απλώς οδηγήσει σε νέα παρακλάδια συγκρούσεων. Τρεις γύροι συνομιλιών υπό τον ΟΗΕ, δεν έχουν κατορθώσει να οδηγήσουν ούτε σε μια ευρεία συμφωνία. Οι πολίτες της Υεμένης μπορεί να είναι εμφανώς σε ένα οριακό σημείο λόγω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης, αλλά η ρητορική από τους ηγέτες των διαφόρων παρατάξεων της σύγκρουσης, παραμένουν πολεμοχαρείς όσο ποτέ. Ενώ συνεχίζουν να προσφέρουν στήριξη για μια πολιτική λύση, οι ηγέτες του Κόλπου συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι ο καιρός δεν είναι ώριμος για ένα νέο γύρο συνομιλιών. Πολλοί που αρχικά προέβλεπαν ότι ο πόλεμος θα ήταν ζήτημα εβδομάδων, έχουν τώρα αποδεχθεί ότι θα μπορούσε να διαρκέσει για τα επόμενα χρόνια.
Μια τέτοια ανοιχτή και επιδεινούμενη σύγκρουση απειλεί όχι μόνο την περιοχή, αλλά τον κόσμο γενικότερα. Πέρα από το τεράστιο ανθρωπιστικό κόστος, η συνεχιζόμενη σύγκρουση έχει δημιουργήσει ένα επικίνδυνο κενό εξουσίας που έχει αποδειχθεί ωφέλιμο για τις εξτρεμιστικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQAP). Παρά το ότι έχασε την κατοχή προηγουμένων οχυρωμάτων της, η οργάνωση παραμένει πλούσια από κεφάλαια που συλλέγονται και από λάφυρα στη διάρκεια της περιόδου που ήλεγχε τις ακτές του Hadramawt και το λιμάνι της Mukalla, διατηρώντας την ικανότητα να εκτοξεύει επιθέσεις στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Ταυτόχρονα, η αυξανόμενη απελπισία των πολιτών της Υεμένης, κινδυνεύει να προκαλέσει ένα νέο κύμα προσφύγων. Αλλά πολλοί είναι πολύ φτωχοί, ακόμη και για να φύγουν από τη χώρα, αυξάνοντας την πιθανότητα μια γενιά παιδιών της Υεμένης να μεγαλώσουν έξω από το σχολείο, σε ένα περιβάλλον όπου η μόνη προσοδοφόρα απασχόληση θα είναι να βρεθούν πίσω από ένα όπλο.
Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια άμεση πολιτική λύση της σύγκρουσης είναι προς το ευρύτερο συμφέρον της Ευρώπης. Η διευκόλυνση μιας τέτοιας λύσης δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως αποδεικνύουν οι αποτυχημένες προσπάθειες των δύο προηγουμένων ετών. Παρόλα αυτά, είναι ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν.
Η Ευρώπη, ο μόνος διεθνής παράγοντας τον οποίο βλέπουν θετικά οι περισσότερες πλευρές της σύγκρουσης, πρέπει να αυξήσει τον συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών. Αυτό είναι πιο σημαντικό από ποτέ, δεδομένης της ακόμη αβέβαιης δέσμευσης των ΗΠΑ στη διαδικασία ειρήνευσης της Υεμένης, υπό την κυβέρνηση trump. Η Ευρώπη πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσει την ουδετερότητά της να ανοίξει και να ενισχύσει διόδους με παράγοντες όπως οι νότιοι αποσχιστές και οι φυλετικές πολιτοφυλακές που συχνά αποτελούν τις de facto δομές εξουσίας επί τόπου, αλλά που έχουν μείνει εκτός της επίσημης διαδικασίας ειρήνευσης μέχρι στιγμής.
Τρίτον, η Ευρώπη και οι διεθνείς της εταίροι πρέπει να κάνουν μια μακροχρόνια δέσμευση για τους πόρους στην Υεμένη. Ενώ είναι κρίσιμη η επείγουσα ανθρωπιστική βοήθεια, η πολιτική πρέπει να μετακινηθεί πέρα από την απάντηση στην κρίση, στη συνεργασία με τους εταίρους της Υεμένης, για να οικοδομηθεί μία πιο βιώσιμη κυβέρνηση και πολιτικές δομές επί τόπου. Το τέλος της σύγκρουσης ίσως αυτή την στιγμή δεν διαφαίνεται, αλλά η διαδικασία για να ανοίξει ο δρόμος προς ένα μετά τη σύγκρουση μέλλον, θα πρέπει να ξεκινήσει εν τούτοις σοβαρά.