Η Κύπρος καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (αναποτελεσματική έρευνα και απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης). Προσφεύγων ήταν ένας Κενυάτης, γεννημένος το 1978, κάτοικος του Ναϊρόμπι της Κένυας και η υπόθεση αφορούσε τον ισχυρισμό του για κακοποίηση κατά την απέλασή του από την Κύπρο στην Κένυα καθώς και για τις συνθήκες κράτησής του πριν την απέλαση.
Το 2005 ο προσφεύγων εξέτιε ποινή φυλάκισης στην Κύπρο επειδή είχε επιχειρήσει να ταξιδέψει από τη Λάρνακα στο Λονδίνο με πλαστογραφημένο διαβατήριο. Όταν αφέθηκε ελεύθερος το Νοέμβριο του 2005, συνελήφθη αμέσως και πάλι και κρατήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας προκειμένου να απελαθεί. Η απέλασή του έγινε 16 μήνες αργότερα, στις 9 Μαρτίου 2007, όταν η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε.
Στην προσφυγή του (αρ. 3869/07), ο Κενυάτης υπήκοος ισχυρίστηκε ότι έπεσε θύμα κακοποίησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απέλασής του. Ειδικότερα ανέφερε ότι οι αστυνομικοί του μεταναστευτικού τμήματος τον ξυλοκόπησαν στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας πριν τον μεταφέρουν στο αεροδρόμιο. Επίσης ότι ξυλοκοπήθηκε και φιμώθηκε στο αεροδρόμιο από άνδρες με στρατιωτική στολή, υποστηριζόμενους από αστυνομικούς του τμήματος μετανάστευσης, οι οποίοι του έβαλαν χαρτί στο στόμα και του το σφράγισαν με κολλητική ταινία, ενώ τον τύλιξαν με επιδέσμους γύρω από το κεφάλι και το λαιμό του και ότι παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση μέχρι που το αεροπλάνο έφτανε κοντά στο Μιλάνο, όπου ήταν η πρώτη στάση στο ταξίδι προς Κένυα.
Όντας στην πατρίδα του ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για τα παραπάνω περιστατικά το Δεκέμβριο του 2007 και το Φεβρουάριο του 2008 στις κυπριακές αρχές, περιγράφοντας με λεπτομέρειες την κακομεταχείριση που υπέστη και καταθέτοντας ότι μπορούσε να αναγνωρίσει τρεις από τους αστυνομικούς που είχαν προβεί στις πράξεις αυτές. Επίσημη έρευνα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2009 και ελήφθησαν καταθέσεις από τον ίδιο τον προσφεύγοντα και από τους τρεις αξιωματικούς.
Ο προσφεύγων επιστρέφοντας στην Κύπρο για τις ανάγκες της έρευνας, επανέλαβε τους ισχυρισμούς και προσκόμισε στις Αρχές ιατρικό πιστοποιητικό από κρατικό νοσοκομείο του Ναϊρόμπι ημερομηνίας 9/6/2010, σύμφωνα με το οποίο είχε επισκεφθεί το νοσοκομείο μία ημέρα μετά την απέλασή του το οποίο βεβαίωνε πρήξιμο και μώλωπες στο πρόσωπο και τους καρπούς του.
Οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί, αρνούμενοι τις πράξεις κακοποίησης, ισχυρίστηκαν ότι μολονότι δεν είχαν καταγράψει το επεισόδιο, έπρεπε να χρησιμοποιήσουν επιδέσμους στο αεροδρόμιο, προκειμένου να αποτρέψουν τον προσφεύγοντα από το να αυτοτραυματιστεί.
Στα τέλη του 2010, οι Αρχές, αποδεχόμενες τους ισχυρισμούς των αστυνομικών ότι η χρήση βίας εκ μέρους τους ήταν απαραίτητη, συμπέραναν ότι ο προσφεύγων είχε πει ψέματα και ότι χρησιμοποίησε διάφορα τεχνάσματα για να αποκομίσει οικονομικό όφελος ή για να παραμείνει στην Κύπρο. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας ακολούθως ενέκρινε το πόρισμα αυτό και το αποτέλεσμα ήταν να μην επιβληθεί καμία κύρωση, ούτε ποινική ούτε πειθαρχική, εναντίον των συγκεκριμένων αστυνομικών.
Ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) ισχυρίστηκε ότι έπεσε θύμα βίαιης μεταχείρισης κατά την απέλασή του και ότι η συναφής έρευνα ήταν αναποτελεσματική. Επίσης διαμαρτυρήθηκε επιπροσθέτως για τις συνθήκες κράτησης του μέχρι την απέλαση για 16 μήνες σε ένα γεμάτο από κρατούμενους κελί, που ήταν προορισμένο μόνο για μικρής διάρκειας κράτηση.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την απόφασή του (4/4/2017), καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς δέχτηκε τελικά ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, αναφορικά με την διαδικασία της έρευνας και την απάνθρωπη μεταχείριση σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης του προσφεύγοντος από τις 14 Νοεμβρίου 2005 μέχρι τις 9 Μαρτίου 2007, οπότε και απελάθηκε στην Κένυα. (hudoc.echr.coe.int/ cylegalnews.com)