Τα δύο στα τρία νοικοκυριά της χώρας εμφανίζουν στην εφορία οικογενειακό εισόδημα κάτω από 1.000 ευρώ τον μήνα. Μέσα σε μια πενταετία το ποσοστό έχει αυξηθεί από το 49% στο 64,11% με την τάση να είναι ανοδική. Αντίθετα, από τα αρχεία του υπουργείου Οικονομικών εξαφανίζονται οι «πλούσιοι». Από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων του 2016 προκύπτει ότι τα νοικοκυριά που δηλώνουν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα –δηλαδή άθροισμα του εισοδήματος των δύο συζύγων– άνω των 50.000 ευρώ είναι μόλις 132.000 σε σύνολο 6,2 εκατομμυρίων, με το μερίδιό τους να αντιστοιχεί μόλις στο 2,13%. Ο αντίστοιχος αριθμός που καταγράφηκε από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων του 2011 ήταν 283.433, σε σύνολο 5,68 εκατ. Μέσα σε μια 5ετία «χάθηκαν» 150.000 εύπορα νοικοκυριά, ενώ μόνο από αυτά, το υπουργείο απώλεσε φορολογητέα ύλη της τάξεως των 9,25 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο φορολογικών εσόδων, η απώλεια αυτής της φορολογητέας ύλης μεταφράζεται σε απώλεια φόρων της τάξεως των 3 δισ. ευρώ δηλαδή ενός… ΕΝΦΙΑ.
Τα στοιχεία για τα δηλωθέντα εισοδήματα των νοικοκυριών κατά το πρώτο έτος διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει στη διάθεσή της η «Κ», αποτυπώνουν τη συνεχιζόμενη μετατόπιση πληθυσμού από την κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας προς τη βάση. Είναι τα στοιχεία στα οποία «πατάει» το ΔNT για να υποστηρίξει ότι οι μισοί φορολογούμενοι στην Ελλάδα δεν πληρώνουν καθόλου φόρο και να επιβάλει την περαιτέρω μείωση του αφορολογήτου κάτω από τις 6.000 ευρώ. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν και το πώς προκύπτουν τα εντυπωσιακά ποσοστά που υπολογίζει το ΔΝΤ:
• 600.000 νοικοκυριά (είτε ζευγάρια είτε μεμονωμένοι φορολογούμενοι) δεν δηλώνουν καθόλου εισόδημα, ενώ συνολικά 1,3 εκατ. δηλώσεις αποτυπώνουν ετήσιες αποδοχές κάτω από… 1.000 ευρώ. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, το 21% των δηλώσεων δεν θα έβγαζε φόρο ακόμη και αν το ΔΝΤ απαιτούσε τον μηδενισμό του αφορολογήτου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο ποσοστό το 2011 ήταν 10,2% με τον αριθμό των νοικοκυριών να περιορίζεται στις 580.000. Τι μεσολάβησε και διπλασιάστηκε ο αριθμός των δηλώσεων με μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό εισόδημα; Η μακροχρόνια ανεργία είναι μια εξήγηση. Τίθεται όμως και φορολογικό ζήτημα: η σημερινή νομοθεσία επιβάλλει στους πάντες να κάνουν φορολογική δήλωση ακόμη και αν έχουν στην κατοχή τους ένα μεταχειρισμένο Ι.Χ. δεκαετίας. Και μόνο αυτή η αλλαγή, είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί συνολικά ο αριθμός των υπόχρεων σε υποβολή φορολογικής δήλωσης. Το 2011, οι φορολογικές αρχές συγκέντρωναν 5,681 εκατομμύρια φορολογικές δηλώσεις και το 2016 ο αριθμός διευρύνθηκε στα περίπου 6,2 εκατομμύρια.
• Ο αριθμός των δηλώσεων με ετήσιο αθροιστικό εισόδημα των δύο συζύγων κάτω από 12.000 ευρώ τον χρόνο ανέρχεται στα 3,978 εκατομμύρια ή στο 64,11% του συνόλου. Το 2011 είχαν συγκεντρωθεί 2,782 εκατομμύρια δηλώσεις με αντίστοιχο εισόδημα που τότε αντιστοιχούσε στο 48,97% του συνόλου. Η αύξηση κατά 1,2 εκατ. στον αριθμό των δηλώσεων με αυτό το εισόδημα, είναι προφανές ότι δεν οφείλεται μόνο στη διεύρυνση του αριθμού των υπόχρεων σε φορολογική δήλωση. Τα στοιχεία αποτυπώνουν και τη φτωχοποίηση και την ανεργία αλλά και την έκρηξη της φοροδιαφυγής.
• Οι φτωχότεροι –βάσει δήλωσης– της χώρας εμφανίζουν εισοδήματα 16,65 δισ. ευρώ. Αντιστοιχούν δηλαδή 4.185 ευρώ ανά φορολογική δήλωση. Το 2011, το εισόδημα των φτωχότερων ήταν 15,294 δισ. ευρώ και τότε αντιστοιχούσαν 5.497 ευρώ.
• Συνολικά, στην 5ετία που καλύπτει και τα τρία μνημόνια χάθηκε φορολογητέα ύλη 22,88 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 13% του συνολικού ΑΕΠ. Ολοι οι φορολογούμενοι μαζί –τα φυσικά πρόσωπα– μοιραζόμαστε εισοδήματα 75,06 δισ. ευρώ έναντι 97,94 δισ. ευρώ που ήταν το αθροιστικό δηλωθέν εισόδημα βάσει των δηλώσεων του 2011.
• Η λεγόμενη «μεσαία τάξη» έχει συμπιεστεί δραματικά. Εισοδήματα από 20.000 έως 50.000 ευρώ –σε οικογενειακό επίπεδο– εμφανίζουν πλέον μόλις 955.000 δηλώσεις έναντι 1,35 εκατ. το 2011. Το αθροιστικό εισόδημα αυτής της κατηγορίας έχει πέσει από τα 41,4 δισ. ευρώ το 2011 στα 28,2 δισ.
Μεγάλη μείωση των «πλουσίων»
Η εμμονή στην υπερφορολόγηση των υψηλών και πολύ υψηλών εισοδημάτων οδήγησε στην… εξαφάνισή τους. Το γεγονός ότι οι έχοντες οικογενειακό εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ μειώθηκαν από 38.549 άτομα το 2011 στις 25.000 άτομα το 2016, δεν οφείλεται μόνο στην πτώση του ΑΕΠ και στη συρρίκνωση των εισοδημάτων αλλά και στο γεγονός ότι οι «πλούσιοι» ωθήθηκαν λόγω των υψηλών φορολογικών συντελεστών στο να ανακαλύψουν τρόπους διαφυγής. Αντίστοιχα, οι έχοντες ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 70.000 έως 100.000 ευρώ, από 174.488 που ήταν το 2011 μειώθηκαν σε 75.000 το 2016. Εισοδήματα τιμολογήθηκαν μέσω εταιρειών και υψηλοί μισθοί εμφανίστηκαν να μειώνονται στα χαρτιά, με τη διαφορά να δίνεται κάτω από το τραπέζι. Μόνο για τους έχοντες οικογενειακές αποδοχές άνω των 70.000 ευρώ, το ετήσιο δηλωθέν εισόδημα στα αρχεία της εφορίας μειώθηκε από τα 11,54 δισ. ευρώ στα 8,1 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, για το εισοδηματικό κλιμάκιο άνω των 50.000 ευρώ, το αθροιστικό εισόδημα περιορίστηκε από τα 21,649 δισ. στα 12,4 δισ. Αυτή η διαφορά των 9,249 δισ., έχει στοιχίσει στο Δημόσιο πάνω από 3 δισ. Oσο ένας… ΕΝΦΙΑ.