Σχεδόν κάθε στιγμή στη ζωή μας κρίνουμε. Ο συνάνθρωπός μας, η κοινωνία, τα συστήματα, οι εκφάνσεις του κάθε χώρου υπόκεινται στην έκφραση της γνώμης μας, άλλοτε καλοπροαίρετης, άλλοτε γεμάτης εμπάθεια, που την καθιστά κατά-κριση.
Η κρίση μας γεννά την κριτική, παράγει ιδέες, αλλάζει αντιλήψεις και νοοτροπίες, που ενίοτε λειτουργούν καθεστωτικά, προσφέρει το νέο, το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην καλύτερο του παλαιού. Η κρίση προκαλεί ρήξεις, αλλά και συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης, που αποτελεί ζητούμενο στην ιστορία μας. Κάθε διαπροσωπική σχέση δοκιμάζεται από την κρίση, κάθε άνθρωπος υπόκειται σε μια διαρκή αποτίμηση των πράξεων, των ικανοτήτων του, της ζωής του. Γίνεται κριτής του εαυτού του και των άλλων και κρίνεται.
Η Εκκλησία την Μεγάλη Παρασκευή φέρει ενώπιόν μας τον Κριτή των ζώντων και των νεκρών που κρίνεται και κατακρίνεται από τα πλάσματά του. Η Δίκη του Ιησού από όλες τις τότε εξουσίες – εβραϊκή, ρωμαϊκή, βασιλική – και η κατάκρισή Του χωρίς ουσιαστικές κατηγορίες και αποδείξεις, με μοναδικό γνώμονα τα συμφέροντα της κάθε μιας, αποτελεί το έσχατο της ανθρώπινης εμπάθειας, αλλά και της ταπείνωσης του Θεού, που με τον τρόπο της κρίσης Του για τον κόσμο προσφέρει ζωή και όχι θάνατο.
Κάθε κίνηση ανθρώπινης δικαιοσύνης αποτελεί έκφραση θανάτου. Ανεξαρτήτως της σοβαρότητας των υποθέσεων που εκδικάζονται, κάθε διαφορά υποδηλώνει την άρνηση της αγάπης. Γιατί όποιος αγαπά, προσπαθεί να βρει λύση στα όποια προβλήματα με τον συνάνθρωπο, χωρίς να διαπράξει άτοπα, χωρίς να θέσει τον εαυτό του, τον άλλο, τη διαφορά υπό κρίσιν τρίτου. Όποια κι αν είναι η έκβαση της υπόθεσης, ο θάνατος με την μορφή του ψεύδους, της θλίψης, της οργής, της στέρησης της ελευθερίας, υπενθυμίζει στους ανθρώπους την ύπαρξή του. Ζώντας σε έναν μεταπτωτικό κόσμο δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για άρνηση της κρίσης και των κριτών. Μπορούμε όμως να σπουδάσουμε την υπέρβασή τους, πιστεύοντας στον Κριτή Κύριο που μας υποδεικνύει ένα άλλο μέτρο κρίσης.
Ο τρόπος κρίσης και απόδοσης δικαιοσύνης του Χριστού αποτυπώνεται στα φρικτά εκείνα γεγονότα των Παθών Του. Γνώμονάς Του δεν είναι η απόδοση δικαιοσύνης αλλά η αγάπη. Ο Θεός «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Αρνείται την βία στον κήπο της Γεθσημανή. Αρνείται να παρατάξει τις λεγεώνες των αγγέλων για να αποφύγει το θάνατο. Αρνείται να συντρίψει ως «σκεύη κεραμέως» τους σπιθαμιαίους εκείνους που γελοιοποιούν κάθε κριτήριο και της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Απαντά με την σιωπή και την γαλήνη στην αποθέωση του συμφέροντος που χαρακτηρίζει τον φαινομενικά ισχυρό διοικητή, καθώς αυτός νίπτει τας χείρας του, για να μην χάσει την ησυχία του. Δέχεται τον εξευτελισμό της Σταύρωσης. Υπομένει τις βλασφημίες και τις προκλήσεις. Υπακούει και στην εγκατάλειψή Του από τον Πατέρα. Καταδέχεται θάνατο και ταφή και προσφέρει το μέτρο της δικής Του κρίσης: την αγάπη.
Ο Κριτής του κόσμου ήλθε για να σώσει τον κόσμο. Παρακολουθεί την ανθρώπινη αδικία, την άρνηση της αγάπης, την μη τήρηση των εντολών Του, την θρασύτητα των πλασμάτων Του που αναλαμβάνουν το αξίωμα του παγκόσμιου κριτή, αποφασίζουν θάνατο, μοιράζουν με βάση τις θλιβερές φιλοδοξίες τους αξιώματα, κινούνται υπό το πρίσμα των πιο χυδαίων συμφερόντων που τα βαφτίζουν δικαιοσύνη. Και μας υποδεικνύει επάνω στο Σταυρό, κλείνοντας τα μάτια για τον καθέναν από μας, ότι η κρίση Του δεν είναι για τα πλάσματά Του. Είναι για τον άρχοντα του κόσμου και τη νοοτροπία του, τον διάβολο και το θάνατο. Ήρθε να προσφέρει ζωή. Για να σώσει και όχι για να απονείμει δικαιοσύνη. Για να ενώσει «τα το πριν διεστώτα», τον ουρανό και τη γη. Και καλεί όλους μας ξανά να ακολουθήσουμε την κρίση Του. Να τον αποδεχτούμε ως τον Κριτή της αγάπης, για μας και για τον κόσμο και για τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους και την κτίση. Να τον ζήσουμε και πάλι ως τον Προσωπικό Θεό και Σωτήρα μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός