Ιδιαίτερα σημαντική απόφαση (7/4/2017) εξέδωσε το Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου δεχόμενο τις προσφυγές δύο εργαζομένων και ακυρώνοντας τις αποφάσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με τις οποίες είχε απορρίψει το αίτημα του πρώτου αιτητή για αναγνώριση της υπηρεσίας του σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προηγούμενη αρχαιότητα και του δεύτερου για αναγνώριση της υπηρεσίας του στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας για σκοπούς προαγωγής.
Στην πρώτη υπόθεση, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα με επιστολή ζητώντας από την ΕΔΥ να αναγνωριστεί για σκοπούς αρχαιότητας η προηγούμενή του υπηρεσία από το 2001 μέχρι το 2006 στο Βρετανικό Υπουργείο Παιδείας (Department of Education and Skills).
Το αίτημά του εξετάστηκε από την ΕΔΥ σε συνεδρία κατά την οποία αποφασίστηκε να ζητηθεί νομική συμβουλή από τον Γενικό Εισαγγελέα κατά πόσο η προηγούμενη υπηρεσία του αιτητή μπορεί να αναγνωριστεί ως «προηγούμενη αρχαιότητα» όπως αυτή καταγράφεται στον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε τη νομική του γνωμάτευση και το θέμα τέθηκε ξανά σε συνεδρία όπου η ΕΔΥ αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα.
Η καθ’ ης η αίτηση ενημέρωσε τον αιτητή ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μετά από σχετική γνωμάτευση που δόθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφάσισε ότι το αίτημα για αναγνώριση της υπηρεσίας στη Δημόσια Υπηρεσία κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως «προηγούμενης αρχαιότητας» στην παρούσα θέση, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.
Στην δεύτερη υπόθεση ο αιτητής με επιστολή του ζήτησε να του αναγνωριστεί η προηγούμενη υπηρεσία του από το 2004 μέχρι το 2010 στην Ελληνική δημόσια υπηρεσία και συγκεκριμένα στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
Το αίτημά του εξετάστηκε από την ΕΔΥ σε συνεδρία όπου αποφασίστηκε ότι η προϋπηρεσία του αιτητή είναι προϋπηρεσία σε παρόμοια δραστηριότητα σε συγκρίσιμο ίδρυμα σε κράτος μέλος και ο αιτητής να καταχωρηθεί στον κατάλογο αρχαιότητας που τον αφορά, χωρίς όμως να διαταραχθεί η σειρά αρχαιότητάς του σε σχέση με τους υπόλοιπους λειτουργούς.
Ο αιτητής ενημερώθηκε ότι η προϋπηρεσία του στο Ελληνικό δημόσιο είναι προϋπηρεσία σε παρόμοια δραστηριότητα σε συγκρίσιμο ίδρυμα σε κράτος μέλος μετά την ένταξη και θα καταχωρηθεί στον κατάλογο αρχαιότητας που τον αφορά.
Το Δικαστήριο αφού δέχτηκε τον εκτελεστό χαρακτήρα των δύο διοικητικών πράξεων της ΕΔΥ, προχώρησε στην εξέταση της ουσίας των προσφυγών.
Αναφορικά με την πρώτη υπόθεση, το Δικαστήριο δέχτηκε τον προβληθέντα λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα του άρθρου 45 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Κανονισμού 1612/88/ΕΟΚ.
Όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο, οι Κυπριακές αρχές πρέπει να συγκρίνουν την επαγγελματική εμπειρία που έχει αποκτηθεί στη Μεγάλη Βρετανία με την προϋπηρεσία που απαιτείται για την πρόσβαση στο δημόσιο τομέα εάν αυτή είχε αποκτηθεί στο κυπριακό σύστημα. Εάν η επαγγελματική εμπειρία από την Μεγάλη Βρετανία είναι συγκρίσιμη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με τον ίδιο τρόπο.
Η ΕΔΥ αποδέχτηκε και υιοθέτησε την ερμηνεία που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα στο άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 και προχώρησε στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή χωρίς οποιαδήποτε άλλη διερεύνηση.
Όπως αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφασή του, «η ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο αυτό ήταν ότι η προηγούμενη αρχαιότητα θα πρέπει να έχει αποκτηθεί με την υπηρεσία του υποψηφίου στην αμέσως προηγούμενη θέση στη δημόσια υπηρεσία, εννοώντας την Κυπριακή δημόσια υπηρεσία. Το αποτέλεσμα της ερμηνείας αυτής είναι, ουσιαστικά, ο εκ προοιμίου αποκλεισμός του ενδεχομένου αναγνώρισης προηγούμενης υπηρεσίας υπαλλήλου που απασχολείται στην Κυπριακή δημόσια υπηρεσία ακόμα και όταν αυτή η προηγούμενη υπηρεσία ήταν σε όμοια ή παρόμοια δραστηριότητα. Ο απόλυτος αυτός αποκλεισμός παραβιάζει, κατά την κρίση μου, το άρθρο 45 της Συνθήκης».
Επίσης το Δικαστήριο ρητώς αναγνωρίζει την υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου έναντι οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης νόμου και του Συντάγματος. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το Άρθρο 1Α του Συντάγματος κατοχυρώνει την υπεροχή της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας ως επίσης και των υποχρεώσεων της Κύπρου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση έναντι διατάξεων του Συντάγματος που ακυρώνουν τα πιο πάνω. Το Άρθρο 179.2 του Συντάγματος προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι κανένας νόμος και καμία πράξη ή απόφαση οποιουδήποτε οργάνου ή αρχής που ασκεί εκτελεστική εξουσία μπορεί να είναι με οποιονδήποτε τρόπο αντίθετη ή ασύμφωνη όχι μόνο με τις διατάξεις του Συντάγματος αλλά και με οποιανδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στην Κύπρο ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ερμηνεία που δίδει η καθ’ ης η αίτηση στις πρόνοιες του άρθρου 49 του Νόμου 1/90 είναι, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, αντίθετη τόσο με τις υποχρεώσεις της Κύπρου ως αυτές προκύπτουν από το άρθρο 45 της Συνθήκης όσο και με το άρθρο 7 του Κανονισμού 492/2011.
Το καθήκον της μη εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο δεν ανήκει μόνο στα εθνικά δικαστήρια αλλά και σε όλα τα κρατικά όργανα και διοικητικές αρχές».
Στη δεύτερη υπόθεση, η ΕΔΥ αναφέρει ότι αναγνωρίζει την προηγούμενη υπηρεσία του αιτητή και αποφασίζει να καταχωρηθεί στον κατάλογο αρχαιότητας, και συμπληρώνει την απόφασή της λέγοντας ότι η αρχαιότητα του αιτητή θα υπολογίζεται με βάση την ημερομηνία διορισμού του στην Κυπριακή δημόσια υπηρεσία.
Στην πραγματικότητα όμως η ΕΔΥ τροποποίησε την απόφασή της στη βάση της λογικής με την οποία απορρίφθηκε και το αίτημα του πρώτου αιτητή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι και η δεύτερη απόφαση «πάσχει τόσο για λόγους παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και ουσιώδους πλάνης αλλά και για λόγους που αφορούν παραβίαση της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας εφόσον συγκεκαλυμμένα η απόφαση της ΕΔΥ στερεί από τον αιτητή τα δικαιώματά του με βάση το Ευρωπαϊκό κεκτημένο».