Προτάσεις της Γεν. Εισαγγελέα του ΔΕΕ της 30ης Μαρτίου 2017 στην Υπόθεση C‑73/16: Προδικαστική παραπομπή- Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως- Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα- Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων- Υποχρέωση τηρήσεως προδικασίας- Κατάλογος με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ο οποίος καταρτίστηκε για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης- Αποδοχή του καταλόγου ως παραδεκτού αποδεικτικού μέσου- Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Σχέση μεταξύ της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στην προκειμένη περίπτωση, αμφισβητούμενο είναι το ζήτημα αν οι φορολογικές αρχές δύνανται να τηρούν εμπιστευτικό κατάλογο με τα στοιχεία φυσικών προσώπων τα οποία ασκούν εικονικά διευθυντικά καθήκοντα σε ορισμένα νομικά πρόσωπα. Η διχογνωμία αυτή εγείρει ταυτοχρόνως ζητήματα σχετικά με την αποτελεσματική δικαστική προστασία, ήτοι όσον αφορά, αφενός, το ζήτημα αν η υποχρεωτική εξάντληση των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος και, αφετέρου, το ζήτημα αν είναι νόμιμη η απόρριψη του καταλόγου ως απαράδεκτου αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτός κοινολογήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση των φορολογικών αρχών. Τέλος, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει στο εθνικό δικαστήριο αν το τελευταίο οφείλει να συνταχθεί προς τη δική του νομολογία ή προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σε περίπτωση διχογνωμίας μεταξύ των δύο αυτών δικαστηρίων.
Η πρόταση της Εισαγγελέα έχει ως εξής:
1) Η χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της επιβολής φόρων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, καθώς και των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στο πεδίο της ποινικής νομοθεσίας εφαρμόζονται μόνον τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, στον βαθμό που πρόκειται για ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.
2) Το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρον 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αντιτίθενται στη θέσπιση υποχρεώσεως εξαντλήσεως των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, εφόσον οι δικονομικές προϋποθέσεις ασκήσεως της προσφυγής αυτής δεν θίγουν δυσανάλογα την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, η υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής δεν πρέπει, ειδικότερα, να καθυστερεί δυσανάλογα τη συνολική διαδικασία έννομης προστασίας ούτε να προκαλεί υπερβολικά έξοδα.
3) Βάσει του άρθρου 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ, η φορολογική διοίκηση δύναται να τηρεί, για τους σκοπούς της, κατάλογο προσώπων τα οποία κατέχουν εικονικές διευθυντικές θέσεις σε ορισμένα νομικά πρόσωπα και δεν έχουν συγκατατεθεί στην καταχώρισή τους στον κατάλογο αυτόν. Τούτο προϋποθέτει ότι η εν λόγω αρμοδιότητα της φορολογικής διοικήσεως της απονεμήθηκε βάσει νόμου, ότι η χρήση του καταλόγου είναι πράγματι πρόσφορη και απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών της φορολογικής διοικήσεως και ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις όσον αφορά την υπόνοια ότι τα πρόσωπα αυτά νομίμως περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν. Στην κατάρτιση και τη χρησιμοποίηση του καταλόγου δεν αντιτίθενται, στην περίπτωση αυτή, ούτε τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή κατ’ άρθρον 7 του Χάρτη και στην προστασία των δεδομένων κατ’ άρθρον 8.
4) Βάσει της αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη, επιτρέπεται κατ’ αρχήν η απόρριψη εσωτερικών εγγράφων μετέχουσας στη διαδικασία αρχής ως παράνομων αποδεικτικών μέσων, εφόσον περιήλθαν στην κατοχή άλλου μετέχοντος στη διαδικασία χωρίς τη συγκατάθεση της αρχής αυτής. Ωστόσο, η απόρριψη αποκλείεται σε περίπτωση που πρόκειται για κατάλογο φορολογικής αρχής κράτους μέλους, ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα τα οποία η αρχή οφείλει, βάσει των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας 95/46, να του τα γνωστοποιήσει.
5) Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκβαση της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης επηρεάζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της οποίας δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν σε δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ προστατεύονται σε μικρότερο βαθμό από ό,τι βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διευκρινιστεί η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση αυτή. Σε περίπτωση που οι αποφάσεις του εθνικού δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.