Αν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποφάσιζαν να καταργήσουν τις ισχύουσες φορολογικές κλίμακες που επιβάλλουν φορολόγηση των εισοδημάτων ακόμη και με συντελεστές της τάξεως του 45% και θέσπιζαν έναν ενιαίο συντελεστή της τάξεως του 10%, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα ήταν ακριβώς το ίδιο, ενδεχομένως και καλύτερο. Και αν συμφωνούσαν στο να ανεβάσουν τον συντελεστή στο επίπεδο του 12%-15%, θα δημιουργούσαν και τον «δημοσιονομικό χώρο» ώστε να ενισχύσουν τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα με ένα επίδομα σαφώς υψηλότερο από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται σήμερα. Με έναν ενιαίο συντελεστή της τάξεως του 10% ή έστω 15%, μπορεί το σύστημα φορολόγησης να έχανε την προοδευτικότητά του, ωστόσο θα εδημιουργείτο ένα ισχυρό κίνητρο εμφάνισης των κρυφών εισοδημάτων, καθώς πλέον η επιβάρυνση δεν θα ήταν μεγάλη. Επίσης, θα αυξανόταν σημαντικά ο συντελεστής εισπραξιμότητας του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο οποίος κυμαίνεται επί σειράν ετών σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα του 70%.
Είναι προφανώς ένα υποθετικό ενδεχόμενο το οποίο πολύ δύσκολα θα γίνει πράξη, από τη στιγμή που, επί σειράν ετών, οι κυβερνήσεις είχαν ως προτεραιότητά τους να ανεβάσουν το «αφορολόγητο» στο μεγαλύτερο δυνατό επίπεδο ώστε να τεκμηριώσουν το επιχείρημα ότι απαλλάσσουν την πλειονότητα των Ελλήνων από κάθε φορολογική επιβάρυνση. Πού μας οδήγησε όμως αυτή η πολιτική; Τα φορολογικά βάρη συγκεντρώθηκαν στις πλάτες των ολίγων που εξακολουθούσαν να δηλώνουν τα υψηλότερα εισοδήματα και η Ελλάδα έφτασε να καταλαμβάνει μια από τις τρεις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ με τους βαρύτερους φορολογικούς συντελεστές.
Τα στατιστικά στοιχεία από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων δείχνουν ότι οι φόροι που καταλογίστηκαν το 2016 ήταν μόλις 8 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι το εισόδημα για το οποίο φορολογήθηκαν τελικώς περίπου 6,194 εκατομμύρια νοικοκυριά ήταν 82,1 δισ. ευρώ (75 δισ. ευρώ ήταν τα δηλωθέντα εισοδήματα και περίπου 7 δισ. ευρώ η διαφορά που προστέθηκε λόγω τεκμηρίων). Αυτά τα 8 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στο 9,78% του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος, με τον «πραγματικό συντελεστή» να έχει μειωθεί αισθητά σε σχέση με το 2012. Προ πενταετίας, τα φορολογητέα εισοδήματα ήταν 95,8 δισ. ευρώ και βάσει αυτών είχαν βεβαιωθεί φόροι 10,32 δισ. ευρώ, με τον πραγματικό συντελεστή να διαμορφώνεται στο 10,77%. Πρέπει να σημειωθεί ότι και το ποσόν των 8 δισ. ευρώ δεν έχει εισπραχθεί. Ο συντελεστής εισπραξιμότητας του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων διαμορφώνεται κάθε χρόνο κάτω από το 70%, κυρίως λόγω της υπερσυγκέντρωσης των φόρων σε μικρό αριθμό νοικοκυριών. Δηλαδή, στην πράξη, η φορολόγηση εισοδημάτων της τάξεως των 82 δισ. ευρώ αποδίδει στα ταμεία του Δημοσίου ποσόν μικρότερο των 5,4-5,5 δισ. ευρώ.
Η ανάλυση των φόρων που πληρώνουν οι Ελληνες με βάση τον νομό στον οποίο διαμένουν δείχνει ότι, σε τουλάχιστον 10 περιοχές της χώρας, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής είναι μικρότερος του 7%. Οι φορολογούμενοι της Ξάνθης, της Ροδόπης, των Γρεβενών, της Πέλλας, της Ηλείας, της Ημαθίας, της Καρδίτσας, των Σερρών, της Ευρυτανίας και του Κιλκίς καταβάλλουν λιγότερα από 70 ευρώ σε φόρους –κατά μέσον όρο– για κάθε 1.000 ευρώ εισοδήματος. Μάλιστα, σε όλους αυτούς τους νομούς, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής έχει μειωθεί σε σχέση με το 2012.
Σε απόλυτους αριθμούς, αυτοί οι συντελεστές μεταφράζονται σε πραγματική κατά κεφαλήν επιβάρυνση της τάξεως των 640 έως 700 ευρώ τον χρόνο, όταν ο φόρος ανά νοικοκυριό διαμορφώνεται –με βάση τον ελληνικό μέσον όρο– στα 1.296 ευρώ. Ενδεικτικά, στην Ευρυτανία, ο κατά κεφαλή φόρος είναι μόλις 639 ευρώ, στο Κιλκίς 660 ευρώ, στις Σέρρες 666 ευρώ, στην Ηλεία 675 ευρώ, στη Ροδόπη 678 ευρώ, στην Καρδίτσα 683 ευρώ και στην Πέλλα 685 ευρώ.
Τον υψηλότερο κατά κεφαλήν φόρο πληρώνουν οι Αθηναίοι, καθώς καταβάλλουν 2.014 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι κάτοικοι της Ανατολικής Αττικής με 1.816 ευρώ. Στην 3η θέση βρίσκονται οι φορολογούμενοι των Κυκλάδων με 1.365 ευρώ ενώ την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν οι κάτοικοι του Πειραιά με 1.321 ευρώ και της Θεσσαλονίκης με 1.296 ευρώ.
Το μέσο νοικοκυριό ζει με 3.500 ευρώ λιγότερα κάθε χρόνο
«Ψαλίδι» 21%, ποσοστό το οποίο μεταφράζεται σε απώλεια 3.500 ευρώ τον χρόνο, προκάλεσε η κρίση στο μέσο οικογενειακό εισόδημα, τουλάχιστον με βάση τα στοιχεία που αποτυπώνονται στις φορολογικές δηλώσεις περίπου 6,2 εκατομμυρίων νοικοκυριών. Το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα εμφανίζεται πλέον να τα βγάζει πέρα με 13.254 ευρώ σε ετήσια βάση ή περίπου 1.104 ευρώ τον μήνα, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των φόρων. Το 2012, το αντίστοιχο ποσόν ήταν 16.752 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι η μέση οικογένεια καλείται πλέον να τα βγάλει πέρα με 291 ευρώ λιγότερα ανά μήνα, τη στιγμή μάλιστα που τα φορολογικά βάρη –με τη γιγάντωση των έμμεσων φόρων, την προσθήκη του ΕΝΦΙΑ αλλά και την αύξηση του φόρου εισοδήματος– έχουν πολλαπλασιαστεί.
Η επεξεργασία των στοιχείων από τις φορολογικές δηλώσεις με γεωγραφικό κριτήριο ανακηρύσσει ως μεγάλους χαμένους τους κατοίκους των Νομών Κοζάνης, Aχαΐας, Αρκαδίας και Ρεθύμνου, ενώ στη λίστα συμπεριλαμβάνονται και οι κάτοικοι της Αθήνας. Σε απόλυτους αριθμούς οι φορολογούμενοι του Νομού Κοζάνης απώλεσαν 4.377 ευρώ από το μέσο εισόδημά τους, με αποτέλεσμα αυτό να προσγειωθεί στις 12.775 ευρώ τον χρόνο από 17.152 ευρώ που ήταν βάσει των φορολογικών δηλώσεων του 2012. Στην Aχαΐα, το μέσο δηλωθέν εισόδημα περιορίστηκε στις 12.170 ευρώ από 16.251 ευρώ το 2012, με τις ετήσιες απώλειες να ανέρχονται στις 4.081 ευρώ, ενώ οι κάτοικοι της Αθήνας (δεν συμπεριλαμβάνονται οι φορολογούμενοι της Ανατολικής και της Δυτικής Αττικής, όπως επίσης και οι Πειραιώτες) έχασαν 3.993 ευρώ, για να πέσει το μέσο εισόδημα από τις 20.386 ευρώ που ήταν το 2012 στις 16.393 ευρώ το 2016.
Τις μικρότερες απώλειες, από την άλλη πλευρά, πάντοτε σε απόλυτους αριθμούς, υπέστησαν οι κάτοικοι της Χαλκιδικής (με το εισόδημά τους να περιορίζεται από 13.538 ευρώ στις 11.194 ευρώ, ήτοι κατά 2.344 ευρώ), οι κάτοικοι της Λακωνίας (με μέσο δηλωθέν εισόδημα 10.497 ευρώ από 12.942 ευρώ το 2012 και απώλειες 2.445 ευρώ), οι οικογένειες των Κυκλάδων (εισόδημα 12.790 ευρώ το 2016 έναντι 15.500 ευρώ το 2012 και απώλειες 2.710 ευρώ), αλλά και οι Χανιώτες (που απώλεσαν 2.778 ευρώ με αποτέλεσμα το μέσο εισόδημα να διαμορφωθεί στις 12.257 ευρώ αντί για 15.035 ευρώ που ήταν το 2012). Την πεντάδα με τη μικρότερη απώλεια δηλωθέντος εισοδήματος σε απόλυτους αριθμούς συμπληρώνει η Πέλλα, με τη… ζημιά να διαμορφώνεται στις 2.821 ευρώ και το μέσο εισόδημα να περιορίζεται στις 10.109 από 12.931 ευρώ το 2012.
Η κρίση δεν ανέτρεψε τα δεδομένα στο εσωτερικό της χώρας με αποτέλεσμα, και με βάση τα υφεσιακά στοιχεία των δηλώσεων του 2016, το μεγαλύτερο μέσο δηλωθέν εισόδημα να εμφανίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι «πλουσιότεροι» της χώρας είναι οι Αθηναίοι με το μέσο εισόδημα των 16.393 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι κάτοικοι της Ανατολικής Αττικής με 16.368 ευρώ, οι Θεσσαλονικείς με 13.702 ευρώ και οι Πειραιώτες με 13.622 ευρώ. Πάνω από τον εθνικό μέσο όρο που διαμορφώνεται στις 13.254 ευρώ, εξακολουθούν να κατατάσσονται μόνο οι Χιώτες με μέσο δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα 13.607 ευρώ.
Στις τελευταίες θέσεις της λίστας με τα μικρότερα δηλωθέντα εισοδήματα, επανεμφανίστηκαν ύστερα από πολλά χρόνια τα τετραψήφια εισοδήματα. Τελευταίοι από όλους είναι οι κάτοικοι της Ροδόπης με 9.706 ευρώ, φορολογούμενοι της Ευρυτανίας με 9.720 ευρώ, τα νοικοκυριά της Αιτωλοακαρνανίας με 9.874 ευρώ και οι κάτοικοι της Ηλείας με 10.011 ευρώ. Τη 10άδα με τα χαμηλότερα μέσα εισοδήματα συμπληρώνουν Πέλλα, Σέρρες, Πιερία, Κιλκίς και Ζάκυνθος. Σε καμία από αυτές τις περιοχές το μέσο δηλωθέν εισόδημα δεν ξεπερνάει τα 850 ευρώ τον μήνα.
Στην Αθήνα «παράγεται» το 33,97% των δηλωθέντων εισοδημάτων, ποσό της τάξεως των 27,88 δισ. ευρώ. Αν προστεθεί και το εισόδημα της Ανατολικής Αττικής, της Δυτικής Αττικής και του Πειραιά, τότε προκύπτει ότι στην Αττική δηλώνεται εισόδημα 36 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από το 44% του συνολικού. Ο μόνος νομός εκτός Αττικής με διψήφιο ποσοστό συμμετοχής στο συνολικό δηλωθέν εισόδημα είναι ο Νομός Θεσσαλονίκης, όπου δηλώνονται 8,4 δισ. ευρώ ή το 10,23% των συνολικών εισοδημάτων.