Η απόλυτη παράνοια με τους δασικούς χάρτες! Τι πρέπει να κάνουν οι ιδιοκτήτες, που εντελώς ξαφνικά κινδυνεύουν να χάσουν τα ακίνητά τους
Από τον
Βασίλη Παπακωνσταντόπουλο
Την ακίνητη περιουσία χιλιάδων ιδιοκτητών σε ολόκληρη την Αττική διεκδικεί το Δημόσιο. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας υποβολής δηλώσεων στο Εθνικό Κτηματολόγιο έφερε στο προσκήνιο το άλυτο πρόβλημα των διεκδικήσεων του Δημοσίου, ως επί το πλείστον στις εκτός σχεδίου περιοχές του λεκανοπεδίου. Στο πλαίσιο αυτό, χιλιάδες ιδιοκτήτες έλαβαν τους προηγούμενους μήνες ειδοποιητήρια από την Περιφερειακή Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας Αττικής του υπουργείου Οικονομικών, που αναφέρουν ότι η έκτασή τους ή μέρος αυτής έχει δηλωθεί από το Δημόσιο ως δημόσια δασική έκταση ή ότι, ενώ απώλεσε τον δασικό χαρακτήρα της, δεν έπαψε ποτέ να είναι δημόσιο κτήμα εφόσον δεν έχει αναγνωριστεί ως ιδιωτική.
Ούτε λίγο ούτε πολύ το Δημόσιο διεκδικεί σήμερα εκτάσεις από 67 καποδιστριακούς δήμους της Αττικής! Από τον Ασπρόπυργο, τη Μάνδρα και το Χαϊδάρι μέχρι το Κορωπί, την Ανάβυσσο, την Παλαιά Φώκαια, το Λαύριο, την Κερατέα, από τη Βαρυμπόμπη, τον Βαρνάβα, τον Διόνυσο, τον Μαραθώνα και τη Νέα Μάκρη μέχρι τη Βούλα και τη Βουλιαγμένη.
Οι διεκδικήσεις βασίζονται στη νομοθεσία που θέλει κάθε δασική έκταση να θεωρείται αυτομάτως και δημόσια, το λεγόμενο τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, εκτός και αν ο ιδιοκτήτης αποδείξει ότι η έκτασή του είναι ιδιωτική, σύμφωνα με αναγνωρισμένους τίτλους που ανάγονται στο 1885. Οι ιδιοκτήτες τους υποχρεούνται να προσλάβουν μηχανικούς για τις απαραίτητες αυτοψίες και δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι τις κατέχουν νόμιμα, αλλά και δικηγόρους οι οποίοι θα παραστούν στην Επιτροπή Ενστάσεων που είναι υπεύθυνη για να εκδώσει οριστική και αμετάκλητη απόφαση για το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Αν χρειαστεί, οι δικηγόροι θα τους εκπροσωπήσουν και στις δικαστικές αίθουσες προκειμένου να προσβάλουν πιθανή απόφαση υπέρ του Δημοσίου.
Οι διεκδικήσεις
Ουσιαστικά το πρόβλημα ξεκινά από την εποχή του βασιλιά Οθωνα, καθώς το Ελληνικό Δημόσιο διεκδικεί με τίτλους χρησικτησίας και ιδιοκτησίας χιλιάδες εκτάσεις ως δασικές. Τότε, όμως, τα ακίνητα αυτά ήταν δάση που το ίδιο το κράτος άφησε να αξιοποιηθούν. Χιλιάδες στρέμματα «κόπηκαν» σε οικόπεδα, το Δημόσιο επέτρεψε για δεκαετίες να γίνονται δικαιοπραξίες, εισέπραττε φόρους κληρονομιάς, μεταβίβασης κ.λπ., δημιούργησε το ίδιο πλατείες, δρόμους, υποδομές, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να διεκδικεί τις περιουσίες χιλιάδων πολιτών. Ετσι, σε πολλές περιοχές της χώρας δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις φέρεται ότι ανήκουν τόσο στο Δημόσιο όσο και σε ιδιώτες που είτε τις αξιοποίησαν είτε τις χρησιμοποιούν για καλλιέργειες ή για τη βοσκή των ζώων τους. Το πρόβλημα στην Αττική είναι τεράστιο, ειδικά στα ανατολικά και τα δυτικά του νομού, όπου υπήρχαν μεγάλες δασικές εκτάσεις που στη συνέχεια αποχαρακτηρίστηκαν σε χορτολιβαδικές και μετατράπηκαν σε σύγχρονες κοινότητες.
Ετσι, χιλιάδες υποθέσεις εκκρεμούν στα δασαρχεία και στις επιτροπές, με αποτέλεσμα από τη μια οι πολίτες να μη γνωρίζουν αν η έκτασή τους είναι ή δεν είναι δασική και, από την άλλη, το ίδιο το Δημόσιο, μέσω της Δασικής Υπηρεσίας, να μη γνωρίζει ποιες είναι οι πραγματικά δασικές εκτάσεις που χρήζουν άμεσης προστασίας και διαχείρισης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν περάσει έξι χρόνια από την ανάρτηση των δασικών χαρτών σε Πεντέλη και Μαραθώνα χωρίς να έχει εξεταστεί ούτε μία από τις χιλιάδες αντιρρήσεις που ασκήθηκαν, με συνέπεια να εγκλωβιστούν ιδιοκτησίες οι οποίες πληρούσαν τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν μη δασικές. Στις δύο αυτές περιοχές της Αττικής οι δασικοί χάρτες κυρώθηκαν μόνο ως προς τα τμήματα για τα οποία δεν ασκήθηκαν αντιρρήσεις.
Ανησυχία
Υπάρχει, δε, έντονη ανησυχία ότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και στις 33 περιοχές στις οποίες αναρτήθηκαν το τελευταίο δίμηνο δασικοί χάρτες, καθώς αναμένεται να υποβληθούν χιλιάδες αντιρρήσεις. Οι περισσότεροι φορείς χαρακτηρίζουν αναγκαία την ταχύτατη σύσταση και τη λειτουργία των επιτροπών εξέτασης των αντιρρήσεων, όπως και την ανάγκη οι επιτροπές να μπορούν να δίνουν λύση σε πολλά από τα προβλήματα που αναδεικνύονται μέσω της ανάρτησης των δασικών χαρτών, ώστε μέσα στα όρια της ισχύουσας νομοθεσίας να απεμπλακούν διά παντός από το Δασαρχείο οι πολίτες που πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια.
Για παράδειγμα, το ζήτημα με τους δασωθέντες αγρούς, καθώς με την ισχύουσα νομοθεσία κάποιος χρειάζεται μετά την κύρωση του δασικού χάρτη να καταφύγει ξανά στις επιτροπές του Δασολογίου προκειμένου να λάβει τον ειδικότερο χαρακτηρισμό της εκτάσεως στην πρόσφατη μορφή ως δάσους ή δασικής έκτασης (αναλόγως), ώστε κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας να μπορεί να χρησιμοποιεί αναλόγως την έκτασή του. Υπενθυμίζουμε ότι μετά τις έντονες αντιδράσεις από πολίτες, φορείς, βουλευτές και Τοπική Αυτοδιοίκηση το υπουργείο Περιβάλλοντος παρέτεινε κατά 45 ημέρες την προθεσμία που έχουν στη διάθεσή τους οι ιδιοκτήτες ακινήτων για να υποβάλουν αντιρρήσεις κατά του περιεχομένου των δασικών χαρτών.
Το επίμαχο τεκμήριο κυριότητας που δημιουργεί το πρόβλημα
Πηγή των διεκδικήσεων του Δημοσίου αποτελεί η διατήρηση της αναγνώρισης του λεγόμενου τεκμηρίου κυριότητας κάθε ακινήτου στη χώρα υπέρ του Δημοσίου. Η διατήρηση του τεκμηρίου αυτού υποχρεώνει κάθε πολίτη, σε περίπτωση αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας του από οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία, ιδιαίτερα τη δασική, να ανατρέξει σε ιδιοκτησιακούς τίτλους μέχρι και το έτος 1885. Πρόκειται για ιστορική εποχή κατά την οποία οι περισσότερες συναλλαγές ήταν προφορικές, το δε μεγαλύτερο μέρος της χώρας μας δεν ανήκε καν στο τότε ελληνικό κράτος. Την κατάργηση του τεκμηρίου κυριότητας ζήτησε πρόσφατα η ΠΟΜΙΔΑ με επιστολή της προς τον αναπληρωτή υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σωκράτη Φάμελλο.
Επισημαίνει ότι παραμένει άλυτο το πρόβλημα των ιδιοκτητών αστικών περιουσιών σε περιοχές όπου η Δασική Υπηρεσία, χρησιμοποιώντας παλιούς χάρτες, εξακολουθεί να τις θεωρεί δασικές. Επιπλέον, είναι δεκάδες χιλιάδες οι πολίτες σε όλη τη χώρα που δεν γνωρίζουν αν πρέπει να κάνουν ένσταση ή όχι, και επίσης πάρα πολλοί εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν ένσταση λόγω του συνολικού υψηλού κόστους που απαιτείται για την άσκησή της, δεδομένου ότι, για να ασκηθεί μια ένσταση με αξιώσεις και πιθανότητες επιτυχίας, θα πρέπει να έχει συνταχθεί από απόλυτα εξειδικευμένο δασολόγο.
Σύμφωνα με την ΠΟΜΙΔΑ, δύο πολύ σημαντικά εργαλεία, απαραίτητα για την οικονομία και χρήσιμα για τους ιδιοκτήτες, το Κτηματολόγιο και οι δασικοί χάρτες, μετατρέπονται δυστυχώς σε αφορμή απώλειας περιουσιακών στοιχείων από ιδιοκτήτες που έχουν ανεπίληπτη νομή και κατοχή επί ολόκληρες γενεές, εξαιτίας της νομοθεσίας που ισχύει σήμερα.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος «δήμευσης» της περιουσίας κάποιων πολιτών, όταν η ιδιοκτησία τους εκ παραδρομής ή από υπερεκτίμηση στοιχείων βλάστησης θεωρείται από τον δασικό χάρτη δασική. Δεν αναφερόμαστε, φυσικά, σε περιπτώσεις καταφανών καταπατήσεων, για τις οποίες ακόμα και οι ίδιοι οι πολίτες γνωρίζουν ότι είχαν δασική έκταση ή ότι εκχέρσωσαν δασική έκταση ή, ότι ο αγρός έγινε πραγματικό δάσος. Αναφερόμαστε σε περιπτώσεις όπου είναι πασιφανές ότι έχει γίνει λάθος και ο πολίτης καλείται να υποβάλει αντιρρήσεις, καταβάλλοντας το αντίστοιχο τέλος άσκησης αντιρρήσεων. Εάν δεν έχει τα χρήματα καταβολής του τέλους ή δεν έχει την οικονομική άνεση για να απευθυνθεί σε δασολόγο, τοπογράφο και δικηγόρο, είναι πολύ πιθανόν ο χάρτης να κυρωθεί, με την ιδιοκτησία του να αποτυπώνεται εσφαλμένα ως δασική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οπως επισημαίνουν και οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι, είναι απαραίτητα η νομοθέτηση και η διοικητική αντιμετώπιση της προστασίας των δασικών εκτάσεων ισότιμα με την προστασία της ιδιωτικής περιουσίας, η εξισορρόπηση της προστασίας ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος, ο περιορισμός του έργου της κτηματογράφησης σε τεχνική διαδικασία χαρτογράφησης ως συμπληρώματος του θεσμού της μεταγραφής. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό και την κωδικοποίηση της νομοθεσίας, η οποία έχει μεν ολοκληρωθεί αλλά δεν έχει ακόμη γίνει νόμος του κράτους, αλλά και τη σύνταξη του δασολογίου, θα επιλύσουν τις αντιθέσεις της περιπτωσιολογικής και αποσπασματικής αντιμετώπισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των δασικών εκτάσεων, θα άρουν αδικίες του παρελθόντος και θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την αειφόρα διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων και την εξασφάλιση του πολυλειτουργικού ρόλου τους.