Σε «γρίφο για δυνατούς λύτες» εξελίσσεται, όπως όλα δείχνουν, η υπόθεση της ανάκλησης της αδείας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, αφού όπως αποδεικνύεται από τα ίδια τα πράγματα, ακόμη και μεταξύ δικαστικών λειτουργών των ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, υπάρχουν διαφορετικές και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σε «λουκέτο» το πιστωτικό ίδρυμα.
Πιο συγκεκριμένα δεν έχει στεγνώσει ακόμη το μελάνι από την εισήγηση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εξέτασε την αίτηση ακύρωσης του πρώην διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας κατά τεσσάρων αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικής αρχής, που οδήγησαν στην ανάκληση της αδείας της. Ο εισηγητής, εμμέσως πλην σαφώς, αφήνει να εννοηθεί ότι επιλέχθηκε το επαχθέστερο μέσο από την εποπτική αρχή, χωρίς να ακολουθηθεί ορθώς η διαδικασία της προηγούμενης ακρόασης και η προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία.
Από την άλλη υφίσταται, όπως αποκάλυψε η «δημοκρατική», η πρόσφατη διάταξη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ρόδου, που αναμένεται να κριθεί ως προς την ορθότητα της από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου, για την αρχειοθέτηση της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί για τη διαπίστωση τυχόν τελέσεως του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος από τα μέλη της Επιτροπής Πιστωτικών Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποφάσισαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, την εκκαθάρισή της και το διορισμό ειδικού εκκαθαριστή.
Ουσιαστικά δηλαδή κρίθηκε, έστω σε πρώτο στάδιο, ότι τα μέλη της επιτροπής δεν παρέβησαν το καθήκον τους.
Επιπλέον εκκρεμεί η λήψη απολογιών την 24η, 25η και 27η Απριλίου 2017 ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή Διαφθοράς, από 9 πρώην μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδ/σου, δύο γενικούς διευθυντές και ενός ειδικού οικονομικού συμβούλου, που κατηγορούνται για απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, αδίκημα που φέρεται να τελέστηκε στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 8η Δεκεμβρίου 2013.
Η δίωξη σε βάρος τους ασκήθηκε μετά από μήνυση ιδρυτικού στελέχους της τράπεζας που κατήγγειλε ότι δεν του επετράπη η ρευστοποίηση των μερίδων του και ότι δεν είχε δοθεί η σωστή εικόνα για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας στους συνεταίρους.
Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου, που έχει πλέον αποβιώσει, είχε εισηγηθεί την αρχειοθέτησή της, κρίνοντας συνοπτικά ότι η διοίκηση της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου ακολούθησε τις οδηγίες και τις εγκυκλίους της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση των μερίδων των μετόχων, ενώ επεσήμανε ότι δεν είχαν ρευστοποιηθεί μερίδες οποιουδήποτε.
Κατά της διατάξεως προσέφυγε ο μηνυτής και η πρώην αντεισαγγελέας Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεωργία Δούρου, παρήγγειλε την άσκηση δίωξης, κάνοντας εν μέρει δεκτούς τους ισχυρισμούς του.
Τι αφορά όμως η δίωξη που ασκήθηκε με βάση την διάταξη της Αντεισαγγελέως Εφετών:
Επικαλούμενη συγκεκριμένα το από Αύγουστο 2012 Πόρισμα Ελέγχου της Δ/νσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, που διενεργήθηκε μεταξύ 05-06-2012 έως και 08-06-2012, το από 08-12-2013 Εισηγητικό Σημείωμα της ίδιας Δ/νσης προς την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τα Πρακτικά της συνάντησης μεταξύ στελεχών της ΤτΕ και μελών του Δ.Σ. της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου της 6ης-12-2013, το από 3-10-2013 Ενημερωτικό Δελτίο και τον Απολογισμό 2012 της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, την από 24-05-2013 έκθεση ελέγχου του ορκωτού λογιστή, Ιωάννη Αναστασιάδη και λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, έκρινε ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας, που οδήγησε στην παύση της λειτουργίας της και στην θέση της υπό εκκαθάριση, ξεκίνησε από τα τέλη του έτους 2009.
Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι την περίοδο 31-12-2009 έως 31-12-2012 τα συνολικά απασχολούμενα κεφάλαια μειώθηκαν κατά 16%, ενώ οι καταθέσεις κατά 18%.
Παράλληλα, διογκώθηκαν τα καθυστερούμενα δάνεια και η κερδοφορία της Τράπεζας, από το 2009, άρχισε να μειώνεται με τα προβλήματα να γίνονται εντονότερα το 2010 και το 2011 μέχρι το 2012, οπότε κατέγραψε ζημίες.
Αποτέλεσμα τούτων, σύμφωνα με την Εισαγγελέα, ήταν η μείωση των Ιδίων Κεφαλαίων και η διαμόρφωση του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας καθώς και του Δείκτη Κύριων Στοιχείων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier I Capital) σε επίπεδο κατώτερο του ελαχίστου επιτρεπομένου από το σχετικό θεσμικό πλαίσιο.
Θεωρεί ότι τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωση της.
Συνοπτικά έκρινε ότι έγινε δεκτός μεγάλος αριθμός αιτήσεων εξαργύρωσης μερίδων από 01-01-2011 έως 08-11-2011 ενώ προέβησαν στη ρευστοποίηση συνεταιριστικών μερίδων σε διάφορους μεριδιούχους και μετά την 09-11-2011.
Ετερο σημαντικό παράγοντα, που συνετέλεσε στην υποκεφαλαιοποίηση της Τράπεζας, σύμφωνα με την Εισαγγελέα, υπήρξε η πολύ κακή ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου γενικά και η αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία πιθανολογεί ότι δεν ήταν απότοκος αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έλλειψης ορθής πιστοδοτικής πολιτικής.
Επικαλείται και τμήμα σχετικού ελέγχου της Τράπεζας της Ελλάδος από τον οποίο διαπιστώθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
-Σημαντικές παρεκκλίσεις από τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Χρηματοδοτήσεων, καθόσον στις σχετικές εισηγήσεις δεν τεκμηριωνόταν ο σκοπός του δανείου και δεν αποσαφηνίζονταν οι πιστωτικές και λειτουργικές ανάγκες, που επρόκειτο να καλυφθούν μέσω των αιτούμενων χορηγήσεων, δεν αναλύονταν τα βασικά οικονομικά μεγέθη του αιτούντος και η δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων του.
-Σε σημαντικό αριθμό πιστούχων του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου, ακόμη και υψηλού κινδύνου, δεν ζητήθηκαν πρόσφατα οικονομικά στοιχεία ή δεν διενεργήθηκε ανάλυση βάσει πρόσφατων οικονομικών καταστάσεων.
-Σημαντικού ύψους ανοίγματα παρέμεναν ακάλυπτα.
-Εγκρίθηκαν και ανανεώθηκαν χρηματοδοτήσεις, παρά την αρνητική γνωμοδότηση της Μ.Δ.Κ. ή την επισήμανση της για την παρέκκλιση του πιστωτικού κινδύνου εκτός των ανωτάτων επιτρεπτών ορίων, σύμφωνα με την πιστοληπτική διαβάθμιση των εταιρειών.
-Εγκρίθηκαν χορηγήσεις για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών, κατά παράβαση της Ε.Δ. 21/08.12.2008.
-Εγκρίθηκαν δάνεια σε πιστούχους των οποίων το ετήσιο εισόδημα υπολείπεται του ελαχίστου ποσού διαβίωσης, που οριζόταν από την Τράπεζα.
-Εγκρίθηκαν δάνεια είτε σε υπερδανεισμένους πιστούχους είτε καθ’ υπέρβαση του ανώτερου αποδεκτού επιπέδου του δείκτη ΡΤΙ, κατά παρέκκλιση του υπ’ αριθμ. 1635/21-10-2005 εγγράφου της ΤτΕ.
-Εγκρίθηκαν στεγαστικά δάνεια, που εμφανίζουν δείκτη δανειοδότησης σε σχέση με την αγοραία αξία του ακινήτου άνω του 75% και
-Εγκρίθηκαν στεγαστικά δάνεια έναντι 2 πιστούχων, τα οποία αφορούσαν στην πραγματικότητα επιχειρηματικά δάνεια, καθώς δεν κάλυπταν στεγαστικές ανάγκες.
Η Εισαγγελέας έκρινε, παραγγέλλοντας την άσκηση της ως άνω δίωξης, ότι οι σχηματισθείσες από τα όργανα της Τράπεζας προβλέψεις για μελλοντικές υποχρεώσεις της (λόγω ενδεχόμενης απώλειας επισφαλών απαιτήσεων ή μελλοντικών φορολογικών υποχρεώσεων), υπολείπονταν των προβλέψεων, που έπρεπε να κάνουν βάσει των λογιστικών κανόνων και της ΠΔ/ΤΕ 2442/1999, ήτοι γεγονός που επηρέαζε τον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Οι κατηγορούμενοι από την άλλη έχουν τονίσει σε όλους τους τόνους ότι οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια με το επιχείρημα ότι στην περίπτωση που δεν είχαν αμφισβητηθεί οι ρυθμίσεις δανείων στις οποίες προέβη η Συνεταιριστική, το ποσό των 5,3 εκατομμυρίων που συγκεντρώθηκε κατά την αύξηση του συνεταιριστικού κεφαλαίου της θα επαρκούσε για την αποκατάσταση των σχετικών με την κεφαλαιακή της επάρκεια δεικτών.
Προέβαλαν ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις δανείων είχαν γίνει σύμφωνα με τις σχετικές κανονιστικές διατάξεις και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος και ότι η περί του αντιθέτου κρίση της εποπτικής αρχής, η οποία προέβη στην επαναταξινόμηση μέρους των ρυθμισθεισών απαιτήσεων, δεν αιτιολογείται νομίμως εφόσον οι σχετικοί έλεγχοι της Υπηρεσίας και της ανεξάρτητης εταιρείας έγιναν σε δείγμα (62%) και όχι στο σύνολο των ρυθμίσεων, κατ’ εφαρμογήν διαφορετικής μεθοδολογίας και κατέληξαν σε διαφορετικά πορίσματα.
Περαιτέρω προέβαλαν ότι η Συνεταιριστική Τράπεζα συμμορφώθηκε στις υποχρεώσεις, τις οποίες καλοπίστως θεωρούσε ότι υπείχε και ότι μόνο μετά την ολοκλήρωση της αύξησης του κεφαλαίου της πληροφορήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος για την, κατά την Εποπτική Αρχή, έκταση των υποχρεώσεων της.
Από την άλλη το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση που είχε εκδώσει απορρίπτοντας την αίτηση αναστολής, που είχε ασκήσει η πρώην διοίκηση της Τράπεζας για την αναστολή των αποφάσεων, που είχαν οδηγήσει στην ανάκληση της αδείας της είχε κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν δύνανται να θεωρηθούν ως προδήλως βάσιμοι, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους πλήττεται η επαναταξινόμηση από την Τράπεζα της Ελλάδος τμήματος των ρυθμισθέντων από το πιστωτικό ίδρυμα κατά το γ’ τρίμηνο του 2013 δανείων, με αποτέλεσμα τον εσφαλμένο, προσδιορισμό του ύψους του ποσού που απαιτείται για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής του επάρκειας.
Είναι πλέον βέβαιο ότι επικρατούν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις μεταξύ και δικαστών διαφορετικών βαθμίδων και διαφορετικών δικαστηρίων συνολικά για την υπόθεση της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου.
Σημειώνεται πάντως ότι η «δημοκρατική» απεκάλυψε μια σειρά από νέα στοιχεία, που δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, γύρω από τη σπουδή των μελών της Επιτροπής Πιστωτικών Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποφάσισαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, την εκκαθάρισή της και το διορισμό ειδικού εκκαθαριστή, όπως αυτά προέκυψαν από το περιεχόμενο της υπ΄ αρίθμ. 454/2015 απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το περιεχόμενο της οποίας παρέμεινε άγνωστο ακόμη και στα μέλη της πρώην διοίκησης της τράπεζας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ήλεγξε τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την Ελλάδα υπέρ του Ομίλου Alpha Bank σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση της και την εξυγίανση των Συνεταιριστικών Τραπεζών Δυτικής Μακεδονίας, Ευβοίας και Δωδεκανήσου.
Από την έκθεση προκύπτει το ιστορικό των κεφαλαιακών απαιτήσεων της Alpha Bank. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων ότι το 2011 υπέστη ζημία 4,8 δισ. ευρώ από το PSI, από την απομείωση δηλαδή των κρατικών ομολόγων, γεγονός που έφερε τον δείκτη της κεφαλαιακής της επάρκειας κοντά στο 0. Προκύπτει ακόμη ότι τα έτη 2012 και 2013, εισέπραξε ως ανακεφαλαιοποίηση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας 5,66 δισ. ευρώ.
Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2014, παρότι χρειαζόταν νέα κεφάλαια ύψους 262 εκατ. ευρώ για να έχει τον ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας για να λειτουργήσει, της μεταβίβασαν τις καταθέσεις της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, που είχε έλλειμμα κεφαλαίων, ύψους μόλις 5 εκατ. ευρώ!
Τα 250 εκατ. ευρώ σε καταθέσεις (ρευστότητα) που διατέθηκαν δηλαδή στην Alpha Bank, ήταν μια εξαιρετικά σημαντική «ένεση» για την περαιτέρω λειτουργία της.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε με βάση την ίδια απόφαση ότι η απόκτηση των επιλεγμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των τριών συνεταιριστικών τραπεζών θα ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Alpha Bank.
Ως προς την σειρά των γεγονότων που έλαβαν χώρα μέχρι και την ανάκληση της αδείας της τράπεζας και την θέση αυτής σε εκκαθάριση από την ίδια απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προέκυψαν ενδιαφέροντα στοιχεία:
Την 26η Νοεμβρίου 2013 η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποίησε στη Συνεταιριστική την ανάθεση του έργου αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου δανείων που ρυθμίστηκαν κατά την περίοδο 30 Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου 2013 σε ανώνυμη εταιρία Ορκωτών Ελεγκτών και Συμβούλων Επιχειρήσεων. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου απεστάλησαν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της Τράπεζας της Ελλάδος στη Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου την 2α Δεκεμβρίου 2013, ενώ γνωστοποιήθηκε ότι το ποσό που αντλήθηκε κατά την πρόσφατη αύξηση του συνεταιριστικού κεφαλαίου δεν επαρκεί για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης της και κλήθηκε το διοικητικό συμβούλιο, στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, να εκθέσει προφορικά τις απόψεις του στην Τράπεζα της Ελλάδος, στις 6 Δεκεμβρίου 2013.
Πλην, όμως όπως προκύπτει από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 3 Δεκεμβρίου 2013 η Ελλάδα ενημέρωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την προβλεπόμενη εξυγίανση τριών συνεταιριστικών τραπεζών και συγκεκριμένα της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ευβοίας και της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δυτικής Μακεδονίας!!
Πριν ακόμη δηλαδή, πραγματοποιηθεί η ακρόαση των εκπροσώπων της Συνεταιριστικής Τράπεζας, είχε αποφασιστεί η «εξυγίανση» και των τριών Συνεταιριστικών Τραπεζών και είχε γνωστοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή!!
Και όχι μόνο αυτό, όπως προκύπτει από την ίδια απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την 5η Δεκεμβρίου 2013, έγινε εξάλλου διαγωνισμός με τη συμμετοχή των Alpha Bank και Eurobank Eργασίας για την υποβολή δεσμευτικής προσφοράς για την απόκτηση επιλεγμένων περιουσιακών στοιχείων της Συνεταιριστικής και υποβλήθηκαν προσφορές!!
Την 6η Δεκεμβρίου 2013 έγινε συνάντηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου του πιστωτικού ιδρύματος με την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ προηγήθηκαν δύο επιστολές.
Την 6η Δεκεμβρίου 2013 καταβλήθηκαν προσπάθειες με τη συνδρομή πολιτικών προσώπων, που έφτασαν μέχρι και τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών, για την χορήγηση 5νθήμερης προθεσμίας προκειμένου να αντληθούν 5 εκατ. ευρώ, που έλειπαν από το κεφάλαιο της τράπεζας. Ανάλογη παρέμβαση υπήρξε και προς τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Υπήρξαν ακόμη προφορικές δεσμεύσεις τριών επιχειρηματιών για την παροχή βοήθειας στην τράπεζα.
Τα συγκεκριμένα γεγονότα έγιναν γνωστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, που όμως δεν ανέστειλε τη διαδικασία και εξέδωσε ταχύτατα, την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου, την απόφασή της μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος που έγινε αυθημερόν.
Αποφασίστηκε έτσι να ανακληθεί η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας της και να διοριστεί ειδικός εκκαθαριστής.