Περίληψη
Κατά την έννοια των διατάξεων του ΑΝ 1846/1951 και του κανονισμού ασφάλισης του ΙΚΑ, εξαιρουμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (ήτοι δώρων λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθημάτων στην οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου), ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς το μισθωτό έστω και αν αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, αλλά χορηγούνται στο μισθωτό οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, πάντως εξ αφορμής της σχέσεως εργασίας που τους συνδέει (ΣτΕ 1945/1996).
Η μη αναζήτηση από το προσωπικό υπολοίπου δανείου συνιστά επαύξηση μισθού υποκείμενη σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται περί παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (λόγω γάμου, γεννήσεως ή θανάτου) και γενικότερα περί παροχών μη υποκειμένων σε εισφορές.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 4 Φεβρουαρίου 2015 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 27 Ιουνίου 2001 αίτηση: της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…………(προηγούμενη επωνυμία «………………»), που εδρεύει στο ………...……………., η οποία παρέστη με το δικηγόρο ………………………, που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1551/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Α.-Γ. Βώρου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε : α) ότι παρίσταται η εταιρεία ………….., που εδρεύει στο …………………, ως καθολική διάδοχος λόγω διασυνοριακών συγχωνεύσεων της ελληνικής ανώνυμης εταιρείας…………………, η οποία είχε συσταθεί με την επωνυμία ………………….., β) ότι παραιτείται από τους πιο κάτω λόγους αναιρέσεως : 1) Λόγοι 4 και 5 -σελ. 4-6 του αναιρετηρίου- αφορούν την έκδοση προδικαστικής απόφασης για την συμπλήρωση των αποδείξεων, 2) Λόγος 7 -σελ. 6-7 του αναιρετηρίου- συναλλαγματική διαφορά εξόφλησης δανείων, 3) Λόγος 7 (λόγω λανθασμένης αρίθμησης έχει τον αριθμό 7 αντί του ορθού 8) -σελ. 7-11 του αναιρετηρίου- δαπάνες μεταφοράς/γ’- αντίγραφο φορτωτικής και 4) “Λόγος 11 “-σελ. Ί4-16 του αναιρετηρίου- αποκλίσεις απόδοσης και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως
.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1759186-7/2001, Σειράς Α\ 2082868- 9/2001 Σειράς Β’, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία ζητεί την αναίρεση της 1551/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν και έγιναν εν μέρει δεκτές αντίθετες εφέσεις της αναιρεσείουσας και του Δημοσίου κατά της 14882/1995 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατά εν μέρει αποδοχή προσφυγής της αναιρεσείουσας, μεταρρυθμίστηκε το υπ’ αριθ. 1112β/1991 προσωρινό φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1985 (διαχειριστική περίοδος 1.1.-31.12.1984) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών και προσδιορίσθηκε το φορολογητέο εισόδημά της σε 98.844.816 δραχμές, ακυρώθηκε δε η υπ’ αριθ. 92/1991 πράξη επιβολής προστίμου του ν. 820/1978, του ως άνω Προϊσταμένου.
3. Επειδή, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν με το από 4.2.2015 υπόμνημα της εταιρείας …………………, η αναιρεσείουσα εταιρεία μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως συγχωνεύθηκε με την κυπριακή εταιρεία ………………..στα πλαίσια διασυνοριακής συγχώνευσης με απορρόφησή της από την εν λόγω εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-και του Συμβουλίου-της -26γ1 0.2005 (L 310) και η σχετική ανακοίνωση για την ολοκλήρωση της συγχώνευσης και την διαγραφή της ελληνικής εταιρείας από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο δημοσιεύθηκε την ………… στο φύλλο ………….. του Τεύχους ΑΕ – ΕΠΕ και ΓΕΜΗ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Κατά τα άρθρα 2 σημείο 2 στοιχείο α) και 14 σημείο 1 της ως άνω Οδηγίας και της αντίστοιχης εσωτερικής νομοθεσίας, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφηθείσας εταιρείας μεταβιβάσθηκε στην απορροφώσα, η οποία κατέστη οιονεί καθολικός διάδοχος και η απορροφηθείσα ελληνική εταιρεία έπαυσε να υφίσταται. Στη συνέχεια με βάση τις διατάξεις της ίδιας Οδηγίας και της αντίστοιχης εσωτερικής νομοθεσίας η ως άνω εταιρεία …………..συγχωνεύθηκε με την Ολλανδική εταιρεία …………………….., η οποία υπεισήλθε κατά τα ανωτέρω ως οιονεί καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και συνεπώς νομίμως παρίσταται και συνεχίζει τη δίκη.
4. Επειδή, η αναιρεσείουσα, με προφορική επ’ ακροατηρίου δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά την συζήτηση της υποθέσεως, παραιτήθηκε από τους προβαλλόμενους με την κρινόμενη αίτηση λόγους αναιρέσεως, που αφορούν την έκδοση προδικαστικής απόφασης για την συμπλήρωση των αποδείξεων, την έκπτωση συναλλαγματικής διαφοράς εξόφλησης δανείων, τις δαπάνες μεταφοράς και ειδικότερα την έλλειψη του γ’ αντιγράφου φορτωτικής και την έκπτωση αποκλίσεων απόδοσης.
5. Επειδή, κατά το άρθρο 8 του ν.δ. 3843/1958 “περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων” (Α’ 148), για τον προσδιορισμό του συνολικού καθαρού εισοδήματος, πλην άλλων, των υποκειμένων στη φορολογία του νόμου αυτού ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών, λαμβάνονται τα κατά την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ακαθάριστα έσοδα, από τα οποία εκπίπτουν, σύμφωνα με την παρ. 3 του αυτού άρθρου, οι προβλεπόμενες στις παρ. 1 έως και 6 του άρθρου 35 του ν:δ.-332-3/1955 (Α1 214) δαπάνες αποκτήσεως του εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 35 παρ. 1 περ. α’ του ν.δ. 3323/1955, από τα ακαθάριστα έσοδα της εμπορικής επιχειρήσεως αφαιρούνται, για την εξεύρεση του καθαρού εισοδήματος αυτής, “τα γενικά έξοδα διαχειρίσεως, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μισθοδοσίας και αμοιβής προσωπικού”.
6. Επειδή, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Η αναιρεσείουσα εταιρεία διατηρούσε γραφεία κεντρικής διοίκησης στη Λεωφόρο Κηφισίας αριθμ. 58 και εργοστάσια (υποκαταστήματα) στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία αναψυκτικών εν γένει ποτών……………………, εμφιαλωμένου νερού και φυσικών χυμών. Για την παρακολούθηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο 1.1. έως 31.12.1984 τήρησε βιβλία και στοιχεία Δ’ κατηγορίας του Κ.Φ.Σ. (π.δ. 99/1977). Με βάση τον ενοποιημένο ισολογισμό της εταιρείας προέκυψε ζημία 233.917.926 δρχ., στις δηλώσεις όμως φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλε (385/1985 αρχική και 1695α/1986 τροποποιητική), ύστερα από λογιστική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων της, δήλωσε ζημία 158.937.716 δρχ.. Η φορολογική αρχή έκρινε τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας επαρκή και ακριβή, αλλά προέβη σε λογιστική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων της, μη αναγνωρίζοντας προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της κονδύλια συνολικού ύψους δρχ. 420.582.795, τα οποία πρόσθεσε ως λογιστικές διαφορές και τελικά προσδιόρισε το φορολογητέο εισόδημα αυτής σε 261.645.179 δρχ.. Η πρωτόδικη απόφαση, αφού αναγνώρισε προς έκπτωση από τις παραπάνω λογιστικές διαφορές ποσό 162.800.363 δρχ., προσδιόρισε το φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας σε 98.844.816 δρχ. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ασκήθηκε έφεση τόσο από την εταιρεία όσο και από τη φορολογική αρχή. Το διοικητικό εφετείο εξέδωσε την 430/1999 προδικαστική απόφασή του, με την οποία διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων, ακολούθως δε με την προσβαλλομενη απόφασή του, συνεκδικάζοντας τις αντίθετες εφέσεις, δέχθηκε αυτές εν μέρει, μεταρρύθμισε την απόφαση του πρωτοδικείου και προσδιόρισε το φορολογητέο εισόδημα της αναιρεσείουσας για το ένδικο έτος σε 115.826.067 δρχ., την δε επιβλητέα σε βάρος της χρηματική ποινή σε ποσοστό 65% της διαφοράς του φόρου που προέκυψε με βάση την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στην οποία (ποινή) διατάχθηκε ο συμψηφισμός του επιβληθέντος σε βάρος της προσθέτου φόρου 60%.
7. Επειδή, το άρθρο 25 του κυρωθέντος με το ν. 2113/1952 (Α’ 126) α.ν. 1846/1951 (Α1 179), όπως ίσχυε κατά το ένδικο οικονομικό έτος μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 του ν. 825/1978 (Α’ 189), ορίζει, στην παρ. 2, ότι “Αι δι’ εκάστην ημέραν εργασίας εισφοραί προς το ΙΚΑ υπολογίζονται επί του ημερησίου μισθού του ησφαλισμένου βάσει των εκάστοτε ισχυόντων ποσοστών εισφοράς. Εισφοραί δι εκάστην ημέραν εργασίας καταβάλλονται δια τας μέχρι του εκάστοτε ισχύοντος τεκμαρτού ημερομισθίου της εν παρ. 1 του άρθρου 37 του παρόντος ανωτάτης ασφαλιστικής κλάσεως αποδοχάς…” και στην παρ. 4, ότι “Ως ημερήσιος μισθός, εφ’ ου υπολογίζονται αι εισφοραί νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί τούτων εις χρήμα και εις είδος, των τελευταίων τούτων αποτιμωμένων εις χρήμα δι αποφάσεως του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. Ως αποδοχαί νοούνται αι πάσης φύσεως παροχαί του εργοδότου προς τον ησφαλισμένον, πλην ωρισμένων έκτακτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος ορισθησομένων δια Κανονισμού…”. Τέλος, στο άρθρο 17 παρ. 1 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (AYE 55575/1965 – Β’ 816), όπως τροποποιήθηκε με την AYE 38173/67- Β’ 399), ορίζεται ότι “Ως μισθός, επί του οποίου υπολογίζεται η εισφορά, λογίζεται ο εις χρήμα συμπεφωνημένος τοιούτος, προσαυξανόμενος:
α) Κατά τα τυχόν παρά του εργοδότου χορηγούμενα εις τον μισθωτόν ποσοστά ή άλλας προσθέτους χρηματικός αμοιβάς, πλην των κάτωθι εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος: 1) Δια δώρα λόγω: α) γάμου του ησφαλισμένου ή των τέκνων του
β) γεννήσεως “τέκνων του ησφαλισμένου και 2) Δια βοήθημα εις οικογένειαν θανόντος ησφαλισμένου, β) κατά τυχόν παρά τρίτων καταβαλλόμενα κατά συνήθειαν χρηματικά ποσά (φιλοδωρήματα ή άλλης φύσεως αμοιβάς)…
γ) Κατά τας τυχόν εις είδος παροχάς (κατοικία, τροφή, θέρμανσις κ.λπ.), αποτιμωμένας ωσαύτως βάσει των ισχυόντων πινάκων. Εφ’ όσον πρόκειται περί βιομηχανικών επιχειρήσεων, αι παροχαί αύται εκτιμώνται κατά κρίσιν αγαθού ανδρός ως στοιχεία του μισθού”.
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εξαιρουμένων των ανωτέρω περιοριστικώς απαριθμουμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (ήτοι δώρων λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθημάτων στην οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου), ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς το μισθωτό έστω και αν αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, αλλά χορηγούνται στο μισθωτό οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, πάντως εξ αφορμής της σχέσεως εργασίας που τους συνδέει (ΣτΕ 1945/1996).
Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960 (Α1 147), ορίζεται ότι “ο Οικονομικός Έφορος διά τον καθορισμόν των κερδών του υποκειμένου εις φόρον εισοδήματος φυσικού ή νομικού προσώπου δεν υποχρεούται να συνυπολογίση, ως πραγματοποιηθείσας δαπάνας εκ μισθών και ημερομισθίων, ποσά, εφ’ ων δεν κατεβλήθησαν αι υπέρ του Ι.Κ.Α. ή ετέρου ασφαλιστικού οργανισμού ασφαλιστικοί εισφοραί, εκτός εάν υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλέπεται μερική ή ολική απαλλαγή από της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών”. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία αποβλέπει να εξασφαλίσει την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του Ι.Κ.Α. ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού, δεν επιτρέπεται να εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδα αποδοχές του προσωπικού (μισθοί, ημερομίσθια κ.λπ.) για τις οποίες δεν καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, έστω και αν η καταβολή των εν λόγω αποδοχών στο προσωπικό εκ μέρους της επιχειρήσεως αποδεικνύεται από τα τηρηθέντα κατά το νόμο στοιχεία, εκτός αν στη συγκεκριμένη, κάθε φορά περίπτωση δεν υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση καταβολής εισφορών (ΣτΕ 1945/1996).
8. Επειδή, εν προκειμένω, η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση από το λογαριασμό «Χορηγήσεις στο Προσωπικό» ποσά ύψους 4.434.000 δρχ. που αφορά υπόλοιπο δανείων προς το προσωπικό που μεταφέρθηκε ως δαπάνη στον παραπάνω λογαριασμό από τη χρήση 1983 και 119.600 δρχ. από το λογαριασμό «Λοιπές Δαπάνες», με την αιτιολογία ότι τα ποσά αυτά προσαυξάνουν τις αποδοχές των υπαλλήλων και έπρεπε να υποβληθούν σε ασφαλιστικές εισφορές. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι ορθώς δεν αναγνωρίσθηκαν προς έκπτωση από την φορολογική αρχή και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα πιο πάνω κονδύλια, με την αιτιολογία ότι αυτά συνιστούν επαύξηση του μισθού του προσωπικού της εταιρείας, υποκείμενη, μαζί με τις λοιπές τακτικές αποδοχές του, σε εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α., δοθέντος ότι δεν πρόκειται για παροχές κοινωνικού χαρακτήρα και γενικότερα για παροχές μη υποκείμενες σε εισφορές και συνεπώς, η μη καταβολή τους συνεπάγεται τη μη έκπτωση της σχετικής δαπάνης από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας. Με την κρινόμενη αίτηση η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα κατά το μέρος που αφορά τα ένδικα κονδύλια ύψους 4.434.000 και 119.600 δρχ. από τους ως άνω λογαριασμούς, διότι δεν απάντησε στον προβληθέντα με το δικόγραφο της εφέσεως ισχυρισμό ότι η άφεση χρέους δεν συνιστά εισόδημα και κατά συνέπεια ούτε αποδοχές υποκείμενες σε ασφαλιστικές εισφορές. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι το δικάσαν δικαστήριο επιληφθέν επί του ανωτέρω λόγου εφέσεως έκρινε ότι τα εν λόγω κονδύλια συνιστούν επαύξηση μισθού. Αν θεωρηθεί ότι με το λόγο αυτό πλήττεται η ορθότητα της ανωτέρω κρίσης, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στην κρίση ότι η μη αναζήτηση από το προσωπικό υπολοίπου δανείου συνιστά επαύξηση μισθού υποκείμενη σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται περί παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (λόγω γάμου, γεννήσεως ή θανάτου) και γενικότερα περί παροχών μη υποκειμένων σε εισφορές, η κρίση δε αυτή δεν πλήσσεται ειδικώς.
9. Επειδή, η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση από το λογαριασμό «Διαφημίσεις μέσω TV» δαπάνη 6.000.000 δρχ., που κατά την οικεία εγγραφή αφορά συμμετοχή της αναιρεσείουσας σε διαφήμιση της…………… με την αιτιολογία ότι δεν επιδείχθηκαν δικαιολογητικά για την πραγματοποίησή της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι «εφόσον η σχετική εγγραφή στα βιβλία της προσφεύγουσας…δεν δικαιολογείται δια στοιχείων αποδεικνυόντων αυτήν, νομίμως και ορθώς δεν αναγνωρίσθηκε τούτο προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της προσφεύγουσας κατ’ άρθρο 43 παρ. 3 ΚΦΣ». Με την έφεσή της η αναιρεσείουσα προέβαλε όσον αφορά την λογιστική διαφορά των 6.000.000 δρχ. ότι αυτή αφορά «την συμμετοχή της εταιρείας μας στην διαφήμιση της ……………… και δεν αναγνωρίσθηκε με την αιτιολογία ότι δεν επιδείχθηκαν δικαιολογητικά της δαπάνης. Η λογιστική διαφορά αυτή αποτελεί τμήμα περισσότερων κονδυλίων τα οποία η φορολογική αρχή προσέθεσε ως λογιστικές διαφορές…με την ασαφή αιτιολογία ότι πρόκειται για δαπάνες για τις οποίες δεν καταβλήθηκαν δημοτικά διαφημιστικά τέλη ή και γιατί δεν επιδείχθηκαν δικαιολογητικά ή δόθηκαν ως δώρα αμφισβητούμενης της παραγωγικότητας αυτών. Η παράθεση όμως των τριών αυτών αιτιολογιών διαζευκτικά είναι αόριστη γιατί δεν προκύπτει σαφώς με ποια αιτιολογία δεν αναγνωρίζεται η κάθε δαπάνη…». Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε προς έκπτωση: α) δαπάνη 438.305 δρχ. από τους υπολογαριασμούς «Διάφορα έξοδα» των κεντρικών γραφείων, β) δαπάνη 160.000 δρχ. από το λογαριασμό «Αμοιβές και έξοδα φοροτεχνικών» των κεντρικών γραφείων,… γ)… δ)…, ε) δαπάνη 6.000.000 δρχ. από το λογαριασμό «Διαφημίσεις μέσω T.V.» των κεντρικών γραφείων, στ)… και ζ) δαπάνη 88.362 δρχ. από το λογαριασμό «Ενοίκια περιπτέρων» του εργοστασίου της Θεσσαλονίκης, αφού για τις εν λόγω δαπάνες δεν επιδείχθηκαν αποδεικτικά στοιχεία…». Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, το διοικητικό εφετείο, έκρινε, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ορθώς προστέθηκε στα καθαρά κέρδη της εταιρείας η επίμαχη δαπάνη διότι δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν αυτή. Προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι το εφετείο δεν απάντησε στον προβληθέντα με το δικόγραφο της εφέσεως ισχυρισμό ότι η αιτιολογία με την οποία η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε κονδύλια, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω, ήταν αόριστη. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη ως προς την ερμηνεία του νόμου αντίληψη ότι το διοικητικό πρωτοδικείο όφειλε να ασκήσει ακυρωτικό έλεγχο και να ακυρώσει την καταλογιστική του φόρου πράξη για έλλειψη αιτιολογίας ή για ανεπάρκεια αιτιολογίας, ενώ τα διοικητικά δικαστήρια (διοικητικό πρωτοδικείο και διοικητικό εφετείο), όπως έχει κριθεί (πρβλ. ΣτΕ 4596/2012, ΣτΕ 191/2005, ΣτΕ 2170/2003, ΣτΕ 1496/1998), ως δικαστήρια ουσίας, δεν δύνανται να ακυρώσουν την πράξη αυτή για λόγους αναγόμενους στη νομιμότητα ή στην επάρκεια της αιτιολογίας της, αλλά οφείλουν να ερευνήσουν τα ίδια αν συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την έκδοσή της και να δεχθούν ή να απορρίψουν εν όλω ή εν μέρει, τελικά, κατά τη δική τους ουσιαστική κρίση την προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 4596/2012, ΣτΕ 2170/2003, ΣτΕ 1496/1998 επτ.).
10. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 περ. α’ του ως άνω ν.δ. 3323/1955, για την εξεύρεση του φορολογητέου καθαρού εισοδήματος εμπορικής επιχειρήσεως αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδά της τα “γενικά έξοδα διαχειρίσεως”, στα οποία περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και οι διαφημιστικές της δαπάνες. Εξάλλου, στο άρθρο 15 του από 24.9/20.10.1958 β.δ/τος «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων των δήμων και κοινοτήτων» (Α’ 171), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1144/1981 (Α’ 96), προβλέπεται η επιβολή δημοτικών τελών επί ορισμένων κατηγοριών διαφημίσεως, όπως δε έχει κριθεί, η απαρίθμηση των κατηγοριών αυτών έχει περιοριστικό χαρακτήρα και δεν υπόκεινται σε τέλος οι διαφημίσεις εκείνες που, ως εκ του τρόπου διενέργειάς των, δεν δύνανται να υπαχθούν σε κάποια από τις ως άνω κατηγορίες. Στο επόμενο άρθρο 16 του αυτού β.δ/τος, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε επίσης με το άρθρο 9 του ανωτέρω νόμου, ορίζεται, μεταξύ άλλων, (παρ. 5), ότι «Η δαπάνη διαφημίσεως δεν αναγνωρίζεται ως δαπάνη της διαφημιζομένης επιχειρήσεως, προκειμένου του προσδιορισμού των κερδών αυτής, των υπαγομένων εις φορολογίαν εισοδήματος, εάν δεν αποδεικνύεται η καταβολή του αναλογούντος τέλους δια τριπλοτύπου εισπράξεως του οικείου δήμου ή κοινότητος.» Με τη διάταξη αυτή, για την αναγνώριση ως εκπεστέας από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων ειδικώς της δαπάνης διαφήμισης, θεσπίζεται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, η αποδεδειγμένη εκπλήρωση τυχόν υφιστάμενης υποχρέωσης της διαφημιζόμενης επιχείρησης για την καταβολή του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού τέλους. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 15, 16 του β.δ. 24.9-20.10.1958, σε περίπτωση μη αναγνωρίσεως προς έκπτωση δαπάνης επιχειρήσεως, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για δαπάνη διαφημίσεως για την οποία δεν έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος, πρέπει να διατυπώνεται ειδική και αιτιολογημένη κρίση ως προς την φύση και τον σκοπό της δαπάνης και εν γένει τη συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων υπαγωγής στο τέλος αυτό, από την φέρουσα το σχετικό βάρος αποδείξεως φορολογική αρχή και, τελικώς, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, κατ’ αναίρεση, εάν πράγματι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις επιβολής του τέλους τούτου (ΣτΕ 1509/2013, 4456/2001).
11. Επειδή, εν προκειμένω, η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας κονδύλιο 989.091 δρχ. από τους λογαριασμούς «Διαφημίσεων» του εργοστασίου της Αθήνας, που αντιστοιχεί στο 10% της συνολικής δαπάνης διαφήμισης, για το λόγο ότι από «τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και αιτιάσεις μεταξύ δήμων και ελεγχομένης» προέκυπτε ότι δεν καταβλήθηκε τέλος διαφήμισης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε μη νόμιμη την προσθήκη του εν λόγω κονδυλίου, γιατί δεν αιτιολογείται με συγκεκριμένα στοιχεία η μη αναγνώριση αυτού. Ακολούθως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι «εφόσον η εταιρεία δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η καταβολή του τέλους διαφήμισης, το πιο πάνω ποσό δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση κατά το βάσιμο σχετικό λόγο της έφεσης του Δημοσίου». Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι έσφαλε το δικάσαν εφετείο κατά το μέρος που δέχθηκε σχετικό λόγο εφέσεως της φορολογικής αρχής, δεδομένου ότι η τελευταία, δεν αιτιολόγησε με συγκεκριμένα στοιχεία την μη αναγνώριση του ποσού αυτού, ώστε να μπορεί να προσκομίσει στοιχεία για την καταβολή των διαφημιστικών τελών, αλλά πρόσθεσε κατ’ αποκοπή ποσοστό 10% της συνολικής δαπάνης διαφήμισης. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος γιατί η φορολογική αρχή, μειώνοντας ποσοστιαία (κατά 10%) το σύνολο της διαφημιστικής δαπάνης που είχε δηλωθεί ως εκπεστέα, δεν προσδιόρισε με τον τρόπο αυτόν ποιες είναι οι δαπάνες για τις οποίες δεν προσκομίσθηκε αποδεικτικό καταβολής του διαφημιστικού τέλους, ώστε να δύναται να κριθεί, αν αυτές υπάγονται στο ένδικο τέλος κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, η πιο πάνω κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Διότι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το δικαστήριο έπρεπε να ερευνήσει αν το μη αναγνωρισθέν προς έκπτωση κονδύλιο αφορούσε ή όχι διαφημίσεις υποκείμενες σε δημοτικά τέλη και, σε καταφατική περίπτωση, εάν αποδεικνυόταν η καταβολή των εν λόγω τελών. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το ως άνω μέρος, να αναιρεθεί (1509/13).
12. Επειδή, περαιτέρω, όσον αφορά τα κάτωθι κονδύλια τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν προς έκπτωση με την αιτιολογία ότι δεν είχαν καταβληθεί τέλη διαφημίσεως προβάλλονται τα εξής: Α) Κονδύλιο ύψους 1.763.677 δρχ.. Ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι η απόφαση είναι αναιρετέα διότι, όπως προέβαλε και δεν εξετάστηκε, πρόκειται για επιμέρους ποσά από διαφορετικούς υπολογαριασμούς («Πόστερς» και «Διαφημίσεις μέσω δημοσιογραφίας») χωρίς να εξειδικεύεται το κάθε ποσό και η αιτιολογία μη αναγνώρισης με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος και ειδικότερα αν όλα τα επιμέρους ποσά αποτελούν διαφημίσεις ενώ τα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού «διαφημίσεις μέσω δημοσιογραφίας», δηλαδή δαπάνες διαφήμισης μέσω εφημερίδων και περιοδικών, δεν υπόκεινται σε τέλος διαφήμισης Β) Κονδύλιο ύψους 7.964.262 δρχ.. Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε στον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό ότι δεν αναγράφονται στην έκθεση ελέγχου συγκεκριμένα οι επί μέρους δαπάνες που θεωρήθηκαν ως διαφημίσεις και τα ποσά αυτών ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί αν όλα τα επί μέρους ποσά αποτελούν διαφημίσεις. Γ) Κονδύλιο ύψους 8.089.640 δρχ.. Προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη δεν απάντησε στον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό ότι εφόσον πρόκειται για προϊόντα της επιχειρήσεως που διατέθηκαν δωρεάν αυτά δεν υπόκεινται σε τέλη διαφημίσεως, καθόσον η ενέργεια αυτή δεν εμπίπτει στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο κατηγορίες δαπανών οι οποίες υπόκεινται σε τέλη διαφημίσεως. Δ) Κονδύλιο ύψους 5.236.474 δρχ.. Προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη δεν απάντησε στον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό ότι εφόσον το εν λόγω κονδύλιο αφορά αποζημίωση-ενοίκιο για την τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων σε ακίνητα τρίτων δεν υπόκειται σε τέλη διαφήμισης το συνολικό ποσό της δαπάνης αλλά πρόκειται για διαφήμιση των κατηγοριών Α-Γ επί των οποίων το τέλος διαφήμισης καταβάλλεται βάσει του χρόνου διάρκειας της διαφήμισης και όχι του ποσού της δαπάνης. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ενόψει των διατάξεων της παρ. 5 του αρ. 16 του προαναφερθέντος από 24.9/20.10.1958 β.δ/τος έκρινε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε μη εκπεστέα από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας κονδύλια: «α)… β)… γ)… δ) δρχ. 1.763.677 από τους υπολογαριασμούς «Πόστερς» και «Διαφημίσεις μέσω Δημοσιογραφίας» των κεντρικών γραφείων, ε)… στ)… ζ)… η) δρχ. 7.964.262 και 8.089.640 από τους λογαριασμούς «Βοήθειες μεταπωλητών», «SAMPLING», «Διαγωνισμοί πωλητών» κ.λπ. του εργοστασίου της Αθήνας, θ) δρχ. 5.326.474 από το λογαριασμό «Τοιχογραφίες-Επιγραφές» του εργοστασίου της Θεσσαλονίκης… και ιδ)…που διατέθηκαν για διαφημίσεις, εφόσον δεν είχε καταβληθεί το οικείο δημοτικό τέλος.
Η κρίση, όμως, αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ως προς τα κονδύλια υπό στοιχεία Α, Β και Γ, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι αρκείται σε μόνη τη μνεία των τίτλων των οικείων λογαριασμών, χωρίς να περιγράφει τη φύση και το σκοπό των σχετικών δαπανών, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, να δύναται δηλαδή να κριθεί αν πράγματι συνιστούν διαφήμιση υπαγόμενη στο ένδικο τέλος. Για το λόγο δε αυτό αναιρέσεως, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό (ΣτΕ 1509/2013). Όσον αφορά, όμως, το κονδύλιο υπό στοιχ. Δ, ύψους 5.236.474 δρχ.,ο ως άνω λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι «η αναιρεσιβαλλόμενη δεν απάντησε στον ισχυρισμό…ότι εφόσον [το ποσό των 5.236.474 δρχ.] αφορά αποζημίωση-ενοίκιο για την τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων σε ακίνητα τρίτων δεν υπόκειται σε τέλη διαφήμισης το συνολικό ποσό της δαπάνης αλλά πρόκειται για διαφήμιση των κατηγοριών Α-Γ επί των οποίων το τέλος διαφήμισης καταβάλλεται με βάση τον χρόνο της διάρκειας της διαφήμισης και όχι επί του ποσού της δαπάνης», όπως προβάλλεται, είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού του οφειλόμενου τέλους διαφήμισης και όχι στο κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα της απόδειξης καταβολής του ποσού του τέλους που “αναλογεί, ανεξαρτήτως του τρόπου υπολογισμού του.
13. Επειδή, στις περιπτώσεις α’ και στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του προαναφερθέντος ν.δ. 3323/1955 προβλέπεται ότι εκ του ακαθαρίστου εισοδήματος εκπίπτουν: «τα γενικά έξοδα διαχειρίσεως» (περ. α’) και «αι δι οριστικών εγγραφών αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων και εξόδων πρώτης εγκαταστάσεως. Τα έξοδα πρώτης εγκαταστάσεως αποσβέννυνται είτε εφ’ άπαξ, είτε ισοπόσως εις πλείονας της μιας χρήσεις πάντως ουχί πέραν της δεκαετίας» (περ. στ’). Κατά την έννοια της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955, ως χρόνος εκπτώσεως των γενικών εξόδων διαχειρίσεως τα οποία αποτελούν παραγωγικές δαπάνες, που αποβλέπουν στην δημιουργία και θεμελίωση των προϋποθέσεων για την αποδοτικότερη οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως, την επαύξηση του κύκλου των εργασιών αυτής καθώς και στην επωφελέστερη προώθηση του επιδιωκόμενου από αυτή σκοπού, θεωρείται η διαχειριστική περίοδος, εντός της οποίας πραγματοποιούνται οι δαπάνες αυτές και ότι, ελλείψει αντιθέτου νομοθετικής ή κανονιστικής ρυθμίσεως, πρέπει, για την διασφάλιση ορισμένου βεβαίου και σταθερού κριτηρίου, να εκπίπτωνται εφ’ άπαξ και εξ ολοκλήρου από τα ακαθάριστα έσοδα της υπολόγου χρήσεως, κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν. Η ανωτέρω ερμηνεία της διατάξεως της περ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955 ενισχύεται από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής προς την διάταξη του εδαφίου στ’ της ίδιας παραγράφου, από την οποία προκύπτει ότι, μόνον όταν προβλέπεται ρητώς δύνανται ορισμένες δαπάνες να εκπίπτωνται όχι εφ’ άπαξ και εξ ολοκλήρου εκ της υπολόγου χρήσεως, αλλά να κατανέμονται και επιμερίζονται σε περισσότερες της μιας χρήσεις (
ΣτΕ
1509/2013).
14. Επειδή, εν προκειμένω, το διοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δεν αναγνώρισε προς έκπτωση ποσό 781.102 δρχ. από τους λογαριασμούς «Βοήθειες Μεταπωλητών», «SAMPLING» κλπ. του εργοστασίου της Αθήνας, που αναλογεί στα 4/5 της συνολικής δαπάνης πρόχειρων κατασκευών, περιπτέρων κλπ., με την αιτιολογία ότι «εφόσον οι εν λόγω κατασκευές εξυπηρετούν περισσότερες της μιας χρήσεις, η διατεθείσα γ‘ αυτές δαπάνη πρέπει να κατανεμηθεί αναλόγως του χρόνου κατά τον οποίο ήθελε διαρκέσει η εξ αυτών ωφέλεια». Εξάλλου, η αναιρεσείουσα είχε προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, μεταξύ άλλων, ότι οι ένδικες δαπάνες δεν υπάγονται σε τμηματική απόσβεση δυνάμει του άρθρου 1 του κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 35 παρ. 1 του ν.δ. 3323/1955 εκδοθέντος π.δ. 88/1973 (Α’ 153) “Περί καθορισμού συντελεστών αποσβέσεων”, αλλά υπόκεινται σε εφάπαξ απόσβεση κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο που πραγματοποιήθηκαν. Ενόψει, όμως των ως άνω ισχυρισμών της αναιρεσείουσας και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955 δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τα ανωτέρω, χωρίς προηγουμένως να κρίνει για το αν η εν λόγω δαπάνη υπάγεται στις προβλεπόμενες από τη διάταξη του εδαφίου στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ιδίου ως άνω ν.δ/τος και, ειδικότερα, αν προβλέπεται ρητώς από σχετική νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ότι οι ως άνω δαπάνες κατανέμονται και επιμερίζονται σε περισσότερες της μιας χρήσεις. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος αναιρέσεως και η απόφαση να αναιρεθεί και κατά το μέρος αυτό. (ΣτΕ 1509/1913).
15. Επειδή, στο άρθρο 7 παρ.1 της από 18.5.1977 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (κυρωθείσας με το ν. 625/1977), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του ν. 814/1978 (ΦΕΚ 144 Α’), ορίζεται ότι: “Εκ των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων, προκειμένου υπολογισμού των καθαρών κερδών εις την φορολογίαν εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, εκπίπτονται αι πάσης φύσεως δαπάναι συντηρήσεως, λειτουργίας, επισκευής και κυκλοφορίας, ως και αι αποσβέσεις των επιβατικών ” αυτοκινήτων αυτών, ιδιωτικής χρήσεως,” κυλινδρισμού κινητήρος μέχρι και χιλίων εξακοσίων (1.600) κυβικών εκατοστών μέχρις ογδοήκοντα επί τοις εκατόν (80%) εφ’ όσον χρησιμοποιούνται δια τας ανάγκας της επιχειρήσεως. Εάν τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως είναι κυλινδρισμού κινητήρος άνω των χιλίων εξακοσίων (1.600) κυβικών εκατοστών, από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων και υπό τας αυτάς προϋποθέσεις εκπίπτεται ποσοστόν μέχρι τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%) των ανωτέρω δαπανών”. Το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ενόψει της διάταξης αυτής, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναγνώρισε προς έκπτωση: «α) ποσό 670.379 δρχ. (1.111.117 δρχ. μείον δηλωθείσα διαφορά 440.738 δρχ.) που αναλογεί στο 70% (528.610 Χ 70% = 370.027 για αυτοκίνητα άνω των 1600 CC ) και 20% (3.705.448 Χ 20% = 741.090 για αυτοκίνητα κάτω των 1600 CC) των λογαριασμών «Δαπάνες επιβατηγών αυτοκινήτων» των κεντρικών γραφείων και β) ποσό 607.039 δρχ., που αναλογεί στο 20% των λογαριασμών «Δαπάνες επιβατηγών αυτοκινήτων» του εργοστασίου της Αθήνας (13.187.437 Χ 20% = 2.637.487 μείον δηλωθείσα διαφορά 2.030.448 = 607.039). Επίσης, από το λογαριασμό «Αποσβέσεις IX επιβατικών αυτοκινήτων» του εργοστασίου της Θεσσαλονίκης ορθά δεν αναγνωρίστηκε, σύμφωνα με την ίδια πιο πάνω διάταξη, προς έκπτωση: α) ποσό 185.023 δρχ., που αναλογεί στο 20% της αξίας αποσβέσεων E.LX. αυτοκινήτων κυλινδρισμού κάτω των 1600 CC και β) ποσό 1.258.657 δρχ. που αναλογεί στο 20% της δαπάνης συντήρησης και κυκλοφορίας I.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων…», απορρίπτοντας ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβληθέντα από την αναιρεσείουσα με την έφεσή της. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε στον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι τα προσδιορισθέντα από τον έλεγχο ποσά, επιπλέον των δηλωθέντων, αναφέρονται συγκεντρωτικά και αορίστως, και μόνο στην έκθεση του άρθρου 82 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας αναφέρεται ότι οι δαπάνες αυτές βρίσκονται και σε άλλους λογαριασμούς, χωρίς, όμως, και πάλι να υπάρχει ανάλυση των λογαριασμών και των ποσών, με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός του ύψους της λογιστικής διαφοράς να καθίσταται πλημμελής. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως, δοθέντος ότι ο ως άνω προταθείς πρωτοδίκως και κατ’ έφεση ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ως αναφερόμενος στον ακριβή προσδιορισμό του ύψους της πραγματοποιηθείσης δαπάνης συντηρήσεως, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας κλπ. αυτοκινήτων, το οποίο αποτελεί τη βάση υπολογισμού του εκπεστέου ποσού αυτής, μέρος του οποίου αποτελεί και η ένδικη λογιστική διαφορά, ήταν ουσιώδης και έχρηζε αιτιολογημένης απαντήσεως (πρβλ. ΣτΕ 1509/1913).
16. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αφορά τις λογιστικές διαφορές που αναφέρονται στις ανωτέρω σκέψεις 11, 12 (κονδύλια υπό στοιχ. Α, Β και Γ), 14 και 15, να αναιρεθεί αντιστοίχως η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση, καθώς χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, και να απορριφθεί η αίτηση κατά τα λοιπά.
Δια ταύτα
Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 1551/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου και Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2015
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος