Την αγροτική πολιτική της αναμένεται να αναθεωρήσει ριζικά η Βρετανία, στον απόηχο των διαδικασιών για την αποχώρησή της από την Ε.Ε. Με τη σειρά της, η Ε.Ε. οφείλει ενδεχομένως να προχωρήσει σε αντίστοιχες αλλαγές όταν πλέον η Βρετανία δεν θα συμβάλλει οικονομικά στο κοινό αγροτικό ευρωπαϊκό ταμείο. Για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, οι Βρετανοί αγρότες θα πρέπει να αγωνιστούν για να διεκδικήσουν ένα μέρος από τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης, καθώς οι Βρυξέλλες δεν θα επιδοτούν την αγροτική οικονομία της Γηραιάς Αλβιώνος.
Ωστόσο, η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα προκαλέσει προβλήματα και στους Ευρωπαίους αγρότες καθώς η οικονομική συνεισφορά της χώρας στην κοινή αγροτική πολιτική είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το κενό που αφήνει αποχωρώντας.
Αυτό σημαίνει ότι οι αγροτικές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις ενδέχεται να περικοπούν, εκτός εάν το κενό που θα προκύψει από την έξοδο της Βρετανίας με κάποιον τρόπο καλυφθεί. Οι Βρετανοί αγρότες είχαν επωφεληθεί από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, τις προνομιακές εμπορικές συμφωνίες και την πρόσβαση σε φθηνή εποχική εργασία. Εντούτοις, φοβούνται ότι θα χάσουν τα παραπάνω οφέλη την περίοδο που θα ακολουθήσει μετά το Brexit. Ο Νάιτζελ Μίλερ, ο οποίος διαθέτει τη δική του φάρμα στην περιοχή Γκαλάσιελς στη Σκωτία, δηλώνει ότι «η αλήθεια είναι πως ως αγρότης δεν βλέπω στην πραγματικότητα τη βρετανική κυβέρνηση να χορηγεί κεφάλαια για την ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας. Η μόνη τους ανησυχία είναι να διαπραγματευτούν εμπορικές συμφωνίες που σχετίζονται με τις υπηρεσίες και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο». Υπενθυμίζεται πως η Βρετανία ψήφισε υπέρ του Brexit τον περασμένο Ιούνιο, ενώ θα χρειαστούν δύο χρόνια για να διαπραγματευτεί τους όρους του διαζυγίου πριν από την οριστική της απόσχιση από την Ε.Ε.
Το 2015, οι Βρετανοί αγρότες έλαβαν άμεσες ενισχύσεις ύψους 3,25 δισ. ευρώ από το κοινό αγροτικό ταμείο της Ε.Ε., οι οποίες βασίζονται στις εκτάσεις γης που καλλιεργούν. Η κυβέρνηση της Βρετανίας με τη σειρά της είχε διαβεβαιώσει ότι οι άμεσες ενισχύσεις του ευρωπαϊκού αγροτικού ταμείου θα διατηρηθούν έως το 2020, όμως η Βρετανή υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Αντρέα Λιντσομ, δήλωσε τον περασμένο Φεβρουάριο ότι θα υπάρξει γενική αναθεώρηση της αγροτικής πολιτικής της χώρας όταν η Ευρώπη διακόψει τη χορήγηση αγροτικών επιδοτήσεων. Κατά μέσον όρο οι Βρετανοί αγρότες εισπράττουν περίπου 15.000 στερλίνες τον χρόνο από άμεσες αγροτικές ενισχύσεις και από το κοινό ευρωπαϊκό γεωργικό ταμείο αγροτικής ανάπτυξης. Για κάποιους, αυτού του είδους οι άμεσες ενισχύσεις αντιστοιχούν στο 70% του συνολικού τους εισοδήματος. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος των επιδοτήσεων χορηγείται σε πλούσιους αγρότες που κατέχουν μεγάλες εκτάσεις γης. Ερευνα της μη κυβερνητικής οργάνωσης Greenpeace κατέδειξε ότι, το 2015, 100 αγρότες λάμβαναν υψηλότερες άμεσες επιδοτήσεις από την Ε.Ε. από εκείνες που λάμβαναν αθροιστικά 55.119 αγρότες. Ο Μπέρκλεϊ Χιλ, καθηγητής πολιτικής ανάλυσης στο Imperial College στο Λονδίνο, επισημαίνει ότι οποιαδήποτε αναθεώρηση της αγροτικής πολιτικής θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα χρήματα χορηγούνται σε αγρότες που ενεργούν προς όφελος του περιβάλλοντος ή ότι τα χρήματα τους βοηθούν να αντιμετωπίσουν φυσικές καταστροφές.
Η Χάνα Μάρτιν, μέλος της εκστρατείας της Greenpeace, ελπίζει ότι η βρετανική κυβέρνηση θα αναδιαμορφώσει την αγροτική και γεωργική πολιτική της χώρας, προκειμένου οι ενισχύσεις να απευθυνθούν σε αγρότες που δρουν για το «κοινό καλό» και να μη θεωρηθούν ως επιβράβευση γι’ αυτούς που απλώς κατέχουν και διαχειρίζονται εκτάσεις γης. Σύμφωνα με την κ. Μάρτιν, μια τέτοια εξέλιξη θα είναι θετικό σημάδι, καθώς οι κάτοχοι γης θα ασχοληθούν με την ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας, τη διασφάλιση της παραγωγής επαρκών ποσοτήτων φαγητού, τη μέριμνα για την ασφάλεια των τροφίμων, την προστασία του αγροτικού εδάφους και της βιοποικιλότητας. Το λόμπι των αγροτών είναι πολύ πιο ισχυρό στις Βρυξέλλες ενώ έχει λιγότερη επιρροή στη Βρετανία. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2014, η αγροτική οικονομία στη Βρετανία απασχολεί το 1,2% του εργατικού δυναμικού σε αντίθεση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., όπου η απασχόληση στην αγροτική οικονομία αντιστοιχεί στο 4,2%.