Υπερκάλυψη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους πέτυχαν οι ελληνικές τράπεζες στο τελευταίο τρίμηνο του 2016, κυρίως μέσω των οριστικών διαγραφών απαιτήσεων σε επιχειρηματική και καταναλωτική πίστη.
Σύμφωνα με την έκθεση για τους Επιχειρησιακούς Στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, στο τέλος του 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 1,2% συγκριτικά με το τέλος του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, αγγίζοντας τα 106,3 δισ. ευρώ ή το 44,8% των συνολικών ανοιγμάτων.
Αυτό ήταν το τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο κατά το οποίο παρατηρήθηκε μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ και το πρώτο από την έναρξη της κρίσης που σημειώθηκε μείωση στο δείκτη ΜΕΑ.
Παρά τη μείωση, ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός σε όλα τα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2016, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 41,5% για το στεγαστικό, το 54,0% για το καταναλωτικό και το 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Συγκεκριμένα, στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 68,3%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 58,9%).
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 26,7%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 33,0%).
Αποτελέσματα και στόχοι
Συνολικά, το τελευταίο τρίμηνο του 2016, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει τόσο για τη μείωση των ΜΕΑ όσο και των ΜΕΔ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία Δεκεμβρίου 2016, τα ΜΕΑ αγγίζουν τα 104,8 4 δισεκ. ευρώ ή 1 δισεκ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό – στόχο.
Σε παρόμοια πορεία, τα ΜΕΔ έφτασαν τα 75,9 δισεκ. ευρώ ή ~0,5 δισεκ. ευρώ χαμηλότερα από το στόχο.
Οι επιδόσεις αναφορικά με τους δύο δείκτες παρακολούθησης (δείκτες ΜΕΑ και ΜΕΔ) ξεπέρασαν τους στόχους, με το δείκτη ΜΕΑ να βρίσκεται στο 50,0% συγκριτικά με το στόχο του 50,5% και το δείκτη ΜΕΔ στο 36,2% συγκριτικά με το στόχο του 36,4%.
Για τα περισσότερα μεγέθη (στόχοι και δείκτες παρακολούθησης) οι επιδόσεις ήταν βελτιωμένες σε σύγκριση με τους στόχους που είχαν τεθεί για τα τρία κυριότερα χαρτοφυλάκια (στεγαστικό, καταναλωτικό, επιχειρηματικό), με μόνη εξαίρεση την οριακή απόκλιση που παρατηρείται στο ύψος των ΜΕΑ για το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο (ποσά σε δισεκ. ευρώ):
Το τελευταίο τρίμηνο του 2016, οι εισπράξεις από ΜΕΑ προς το υπόλοιπο των ΜΕΑ ξεπέρασαν το στόχο που είχε τεθεί (0,8% συγκριτικά με 0,6%).
Οι υψηλότερες επιδόσεις σχετίζονται κυρίως με τις αυξημένες εισπράξεις στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, καθώς και με την πώληση ενός δανείου.
Σημειώνεται ότι οι νέοι πίνακες υποβαλλόμενων στοιχείων επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές να σχηματίσουν μια πιο αναλυτική εικόνα, τόσο της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών ανά χαρτοφυλάκιο όσο και των μετακινήσεων που παρατηρούνται μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών ανοιγμάτων με βάση τους ορισμούς της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority – EBA). Επίσης παρουσιάζουν και μια απολογιστική εικόνα των επιχειρησιακών στόχων και των επιλεγμένων δεικτών απόδοσης σε τριμηνιαία βάση.
Η πορεία των ρυθμίσεων
Συνολικά, ο δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε επιβράδυνση κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους, παραμένοντας όμως υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate).
Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης οφείλεται κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, για το οποίο οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων ΜΕΑ.
Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, αποδίδονται στις καθυστερήσεις που καταγράφονται στην ολοκλήρωση του νομοθετικού πλαισίου για τη διαχείριση των επισφαλειών (εξωδικαστικός συμβιβασμός, νομική κάλυψη τραπεζικών στελεχών).
Αντίθετα, στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται υψηλός ρυθμός αποκατάστασης που υπερβαίνει το ρυθμό αθέτησης.
Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη, ενώ τον κυριότερο παράγοντα μείωσης αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει αυξηθεί οριακά, αγγίζοντας το 49,6% το Δεκέμβριο του 2016, από 49,5% το Σεπτέμβριο του 2016.
Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι πλήρης.
Οι επιχειρησιακοί στόχοι
Το Σεπτέμβριο του 2016, οι ελληνικές εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες υπέβαλαν τους επιχειρησιακούς τους στόχους για τα ΜΕΑ, βάσει των δικών τους μακροοικονομικών παραδοχών και στρατηγικών διαχείρισης.
Το αρχικό υπόλοιπο των ΜΕΑ (Ιούνιος 2016) για το σύνολο των ελληνικών εμπορικών και συνεταιριστικών τραπεζών αγγίζει τα 106,9 δισεκ. ευρώ (σημειώνεται ότι στα αναφερόμενα ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται εκτός ισολογισμού στοιχεία ύψους 1,5 δισεκ. ευρώ περίπου).
Οι τράπεζες έθεσαν ως στόχο τη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα 66,7 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2019.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης θα επιτευχθεί κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2018 και το 2019.
Η μείωση εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων (δηλαδή την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων που βρίσκονται επί του παρόντος σε καθυστέρηση), από διαγραφές δανείων, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις δανείων.
Αντίθετα, αρνητική συμβολή στην περαιτέρω μείωση των υπολοίπων MEA εκτιμάται ότι θα έχει η συσσώρευση νέων MEA, η οποία αναμένεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017.
Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο δείκτης ΜΕΑ θα υποχωρήσει στο 33,9%.
Κατά την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια – ΜΕΔ) αναμένεται να μειωθούν κατά 49%, από 78,3 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016 σε 40,2 δισεκ. ευρώ το 2019.
Ο σχετικός δείκτης ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί από 37% σε 20% για την ίδια χρονική περίοδο.
Η μεγαλύτερη μείωση του υπόλοιπου, καθώς και του δείκτη ΜΕΔ, συγκριτικά με τα αντίστοιχα μεγέθη των ΜΕΑ σχετίζεται κυρίως με την ελάχιστη περίοδο ενός έτους σε καθεστώς επιτήρησης, που απαιτείται από τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ώστε να αναταξινομηθούν ρυθμισμένα δάνεια από τα ΜΕΑ προς τα εξυπηρετούμενα.
Επιπλέον των στόχων που αφορούν στο ύψος των ΜΕΑ και ΜΕΔ, έχουν τεθεί και στόχοι, μέσω των οποίων παρακολουθείται η απόδοση των τραπεζών κατά τη διαχείριση των ανοιγμάτων αυτών.
Συγκεκριμένα: Ο Στόχος 3 (Ανάκτηση σε μετρητά μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το μέσο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων) αποβλέπει στην παρακολούθηση των εισπράξεων τόσο από αποπληρωμές όσο και από ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων.
Η στοχοθεσία των τραπεζών επικεντρώνεται στην ετήσια αύξηση των εισπράξεων, κυρίως λόγω των συνεχώς αυξανόμενων ταμειακών εισροών από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων.
Ο Στόχος 4 παρακολουθεί τη σύνθεση των λύσεων ρύθμισης που προσφέρονται σε πελάτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες και συγκεκριμένα αντιπαραβάλλει τις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις με το άθροισμα του συνολικού πληθυσμού των ΜΕΑ και των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με μακροπρόθεσμη ρύθμιση.
Όλες οι τράπεζες έχουν θέσει ως στόχο την αύξηση των μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων, με το εύρος του στόχου να κυμαίνεται σε 27%-61% το 2019, από 15%- 19% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2016.
Οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις προσφέρονται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών και υποδεικνύουν λύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν δανειολήπτη στη βιωσιμότητα και τελικά στην εξυπηρέτηση του δανείου
Ο Στόχος 5 παρακολουθεί τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών, τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί, ως ποσοστό επί του αθροίσματος των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί και των καταγγελμένων δανείων.
Όλες οι τράπεζες στοχεύουν στην ενίσχυση των προσπαθειών τους για καταγγελία των δανείων αυτών και στην προσφυγή σε ένδικα μέσα, έτσι ώστε το ποσοστό των μη καταγγελμένων δανείων με καθυστέρηση άνω των 720 ημερών να μειωθεί δραστικά κατά την περίοδο από τον Ιούνιο του 2016 ως το τέλος του 2019 (από 6%-26% σε 1%-7% για τις ΜΜΕ και από 12%-34% σε 2%-24% για τις μεγάλες επιχειρήσεις).
Ο Στόχος 6 παρακολουθεί την πορεία στην άσκηση ένδικων μέσων επί των καταγγελμένων δανείων, με ποσοστό που παραμένει σε υψηλά επίπεδα (87%-100%) για όλη τη διάρκεια της περιόδου ως το 2019.
Ο Στόχος 7 παρακολουθεί αποκλειστικά το χαρτοφυλάκιο των ΜΜΕ. Συγκεκριμένα ο στόχος αυτός εξετάζει το ποσοστό των ενεργών ΜΜΕ, για τις οποίες έχει διενεργηθεί ανάλυση βιωσιμότητας τους τελευταίους δώδεκα μήνες.
Οι τράπεζες στοχεύουν στη βελτίωσή τους στο συγκεκριμένο πεδίο, μέσω της αύξησης του ποσοστού των επιχειρήσεων για τις οποίες διενεργείται ανάλυση βιωσιμότητας στο 80%-97% το 2019, έτσι ώστε να βελτιωθούν αντίστοιχα και οι προσφερόμενες λύσεις ρύθμισης.
Ο Στόχος 8 εξετάζει τις προσπάθειες των τραπεζών να προσφέρουν από κοινού λύσεις ρύθμισης σε κοινούς πελάτες μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων.
Όσο αφορά στις ΜΜΕ, τα δάνεια με κοινές λύσεις ρύθμισης φθάνουν στο υψηλότερο επίπεδο στο τέλος του 2017, αυξημένα σε ποσοστό 45% σε σχέση με τα επίπεδα του Ιουνίου του 2016.
Πιο φιλόδοξος είναι ο στόχος που έχει τεθεί από τις τράπεζες για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τις οποίες οι κοινές λύσεις ρύθμισης διπλασιάζονται το 2017 και παραμένουν σε σημαντικά υψηλό επίπεδο ως το 2019 (αυξημένες κατά 55% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2016).
Τέλος, ο Στόχος 9 αποσκοπεί στην παρακολούθηση των ΜΕΑ μεγάλων επιχειρήσεων, για τα οποία η τράπεζα έχει ορίσει ειδικό για την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης της επιχείρησης.
Και εδώ οι τράπεζες έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για το διπλασιασμό αυτών των δανείων το 2019 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2016.