Δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει από τον εργοδότη την αμοιβή που καταβάλλει ο τελευταίος οικειοθελώς σε άλλο μισθωτό, που ανήκει στην ίδια κατηγορία και παρέχει υπό τις ίδιες συνθήκες την ίδια εργασία, εκτός αν η εξαίρεση από την αμοιβή είναι δίκαιη και εύλογη ως συνέπεια συνδρομής ειδικού και σοβαρού, κατ’ αντικειμενική κρίση, λόγου, τον οποίο προτείνει και αποδεικνύει ο εργοδότης
Περίληψη
Από την επιταγή του άρθρου 22 παρ.1 εδ. β’ του ισχύοντος Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 157 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην 141 της ΣΕΚ) και 288 ΑΚ, περί παροχής ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του ίδιου Συντάγματος καθιερούμενης αρχής της ισότητας, δεν δεσμεύεται μόνο ο νομοθέτης. Με την επιταγή αυτή θεσπίζεται συγχρόνως και κανόνας δημόσιας τάξης, με τον οποίο παρέχεται ευθέως στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη την αμοιβή που καταβάλλει ο τελευταίος οικειοθελώς σε άλλο μισθωτό, που ανήκει στην ίδια κατηγορία και παρέχει υπό τις ίδιες συνθήκες την ίδια εργασία, εκτός αν η εξαίρεση από την αμοιβή είναι δίκαιη και εύλογη ως συνέπεια συνδρομής ειδικού και σοβαρού, κατ’ αντικειμενική κρίση, λόγου, τον οποίο προτείνει και αποδεικνύει ο εργοδότης (ΑΠ 288/2003).
Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με το άρθρο 652 ΑΚ, η ρύθμιση κάθε θέματος, που αφορά στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών αυτής, ανάγεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, ο οποίος στα πλαίσια αυτού έχει την ευχέρεια, αποβλέποντας στην καλύτερη λειτουργία της επιχειρήσεώς του, να συνάπτει ιδιαίτερη συμφωνία με κάθε ένα από τους υπαλλήλους εκείνους, οι οποίοι δεν κρίνονται ικανοί να ανταποκριθούν στις μελλοντικές ανάγκες της εκμετάλλευσης ή των οποίων η θέση πρόκειται να καταργηθεί, για τη συμβατική λύση της σχέσεως εργασίας έναντι χρηματικού ποσού, όχι προκαθορισμένου, αλλά προσδιοριζόμενου ελεύθερα (ΑΚ 361) κατόπιν διαπραγματεύσεως, μεγαλύτερου, πάντως, από εκείνο που θα δικαιούταν ο υπάλληλος επί καταγγελίας της συμβάσεως. Μια τέτοια διαδικασία δεν προσκρούει στην ως άνω αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή σε άλλη σε απαγορευτική διάταξη νόμου (ΑΠ 642/1988).
ΑΠ 272/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 6η Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ά. Π. του Ι., κατοίκου …, που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου …………………, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμος Εταιρία” και το διακριτικό τίτλο “…”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξούσιου δικηγόρου …………………, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-11-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η 458/2012 οριστική απόφαση του ιδίου δικαστηρίου και κατόπιν ασκήσεως εφέσεως η 597/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-7-2015 αίτησή της και τους από 21-10-2016 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 25-11-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγείται τη μερική παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Από την επιταγή του άρθρου 22 παρ.1 εδ. β’ του ισχύοντος Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 157 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην 141 της ΣΕΚ) και 288 ΑΚ, περί παροχής ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του ίδιου Συντάγματος καθιερούμενης αρχής της ισότητας, δεν δεσμεύεται μόνο ο νομοθέτης. Με την επιταγή αυτή θεσπίζεται συγχρόνως και κανόνας δημόσιας τάξης, με τον οποίο παρέχεται ευθέως στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη την αμοιβή που καταβάλλει ο τελευταίος οικειοθελώς σε άλλο μισθωτό, που ανήκει στην ίδια κατηγορία και παρέχει υπό τις ίδιες συνθήκες την ίδια εργασία, εκτός αν η εξαίρεση από την αμοιβή είναι δίκαιη και εύλογη ως συνέπεια συνδρομής ειδικού και σοβαρού, κατ’ αντικειμενική κρίση, λόγου, τον οποίο προτείνει και αποδεικνύει ο εργοδότης (ΑΠ 288/2003).
Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με το άρθρο 652 ΑΚ, η ρύθμιση κάθε θέματος, που αφορά στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών αυτής, ανάγεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, ο οποίος στα πλαίσια αυτού έχει την ευχέρεια, αποβλέποντας στην καλύτερη λειτουργία της επιχειρήσεώς του, να συνάπτει ιδιαίτερη συμφωνία με κάθε ένα από τους υπαλλήλους εκείνους, οι οποίοι δεν κρίνονται ικανοί να ανταποκριθούν στις μελλοντικές ανάγκες της εκμετάλλευσης ή των οποίων η θέση πρόκειται να καταργηθεί, για τη συμβατική λύση της σχέσεως εργασίας έναντι χρηματικού ποσού, όχι προκαθορισμένου, αλλά προσδιοριζόμενου ελεύθερα (ΑΚ 361) κατόπιν διαπραγματεύσεως, μεγαλύτερου, πάντως, από εκείνο που θα δικαιούταν ο υπάλληλος επί καταγγελίας της συμβάσεως. Μια τέτοια διαδικασία δεν προσκρούει στην ως άνω αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή σε άλλη σε απαγορευτική διάταξη νόμου (ΑΠ 642/1988).
2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, κατά η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του και σε σχέση με το δεύτερο κεφάλαιο της ένδικης αγωγής, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη:
Ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα υπήρξε υπάλληλος της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, από την υπηρεσία της οποίας αποχώρησε οικειοθελώς την 9-4-2009, λόγω συνταξιοδότησης.
Ότι η εναγομένη είχε καταβάλει προς τους 50 υπαλλήλους της, οι οποίοι είχαν συνταξιοδοτηθεί εντός του χρονικού διαστήματος των ετών 2005 – 2009 και τις περιπτώσεις των οποίων επικαλέσθηκε η ενάγουσα προς θεμελίωση της αξίωσης να λάβει πρόσθετη αποζημίωση κατά την αποχώρησή της από την ενεργό υπηρεσία, διάφορα χρηματικά ποσά, ως εφάπαξ παροχή.
Ότι η εν λόγω συμπεριφορά της εναγομένης δεν είχε δημιουργήσει κάποια επιχειρησιακή συνήθεια, διότι αυτή ουδέποτε είχε υποσχεθεί, ρητά ή σιωπηρά, τη χορήγηση εφάπαξ χρηματικού ποσού τους υπαλλήλους που αποχωρούν με παραίτηση προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, μετά από 15ετή υπηρεσία ή λόγω συνταξιοδότησης.
Ότι, πέραν αυτού, δεν χορηγούσε τέτοια παροχή με γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο τρόπο σε όλους τους αποχωρούντες υπαλλήλους, αλλά μόνο κατά καιρούς, κατόπιν ατομικών διαπραγματεύσεων με ορισμένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκαν και από τα επί μέρους χαρακτηριστικά της συμβάσεως εργασίας. Ότι οι παροχές αυτές γίνονταν προκειμένου να επιτευχθεί η εθελούσια έξοδος των υπαλλήλων αυτών από την υπηρεσία της και κατέληγαν στη συνομολόγηση ποικίλου ποσού, κατά περίπτωση, η καταβολή του οποίου λειτουργούσε ως κίνητρο για να δεχθούν την απομάκρυνσή τους.
Ότι η παροχή αυτή συνομολογήθηκε μόνο με 50 υπαλλήλους, από τους 1157 που απομακρύνθηκαν εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος. Κατόπιν αυτού, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ότι ούτε επιχειρησιακή συνήθεια είχε διαμορφωθεί ούτε παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε γίνει σε βάρος της ενάγουσας, γι’ αυτό και έκρινε αβάσιμους τους λόγους της εφέσεως αυτής, με τους οποίους υποστηριζόταν το αντίθετο.
Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε σωστά τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.1) και υπήγαγε προσηκόντως σ’ αυτές τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα δέχθηκε, εν όψει της διαφορετικότητας της περίπτωσης εκάστου υπαλλήλου, τον οποίο η εναγομένη Τράπεζα, ως εργοδότης, επιθυμούσε να απομακρύνει από την υπηρεσία της για ποικίλους λόγους και με ειρηνικό τρόπο. Επομένως, ο τέταρτος από τους λόγους του κυρίως δικογράφου, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προβάλλονται οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
3. Στη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955 ορίζεται ότι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη (με την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920) ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας ή, αν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, το 65° έτος της ηλικίας τους (ήδη, από 1-1-2013, το 67ο έτος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ4 περ.2 του ν. 4093/2012), αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση υπολογίζεται όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παρ.1 και 2 του ν. 3198/1955.
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την εφαρμογή της απαιτείται
α) η σχέση εργασίας να είναι αορίστου χρόνου,
β) ο εργαζόμενος να αποχωρεί ύστερα από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας και
γ) η αποχώρηση να γίνεται με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Ως εκ τούτου, την αποζημίωση δεν δικαιούνται εκείνοι, των οποίων η εργασιακή σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως συμβαίνει σε περίπτωση σύμβασης κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, που προβλέπει την αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση προκαθορισμένου ορίου ηλικίας.
Εν τούτοις, γίνεται δεκτό ότι και στην περίπτωση μιας τέτοιας σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν με τον κανονισμό έχει προβλεφθεί δυνατότητα προώρου λύσεως αυτής, ενυπάρχει διαλυτική αίρεση.
Οπότε, πληρωθείσης της αιρέσεως, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση αόριστου χρόνου (Ολ ΑΠ 1110/1986, ΑΠ 425/2016, ΑΠ 286/2015).
4. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ισχύοντος κανονισμού εργασίας του προσωπικού της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης, “… ΑΕ”, που καταρτίσθηκε κατά τις διατάξεις του ν. 1876/1990 με την από 26-6-2003 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η οποία συνήφθη μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης και της συνδικαλιστικής οργάνωσης του προσωπικού αυτής, κατατέθηκε δε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας την 30-6-2003 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρα 2 παρ.6, 7 παρ.1 και 8 παρ.3 του ν. 1876/1990), οι εργαζόμενοι στην υπηρεσία της εναγομένης αποχωρούν αυτοδικαίως όταν συμπληρώσουν, οι μεν άνδρες το 62ο έτος της ηλικίας τους, οι δε γυναίκες το 57ο έτος της ηλικίας τους. Η σύμβαση εργασίας, όμως, όπως προβλέπεται στον ίδιο κανονισμό, μπορεί να λυθεί και πριν από τη συμπλήρωση του ως άνω ορίου ηλικίας, για τους εξής περιοριστικά αναφερόμενους λόγους: α) με το θάνατο του υπαλλήλου, β) με την αδικαιολόγητη ή αυθαίρετη συνεχή απουσία αυτού πέραν του μηνός, η οποία θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση και επιφέρει αυτοδικαίως και χωρίς άλλο τη λύση της σχέσεως εργασίας, γ) για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 672 ΑΚ και δ) με την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του υπαλλήλου.
Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.2 του ν.δ. 3789/1957, 12 παρ.4 του ν. 1767/1988, 8 παρ.3 του ν. 2224/1994 “περί κανονισμών εργασίας κ.λπ.”, οι όροι τού με ισχύ νόμου εφαρμοζόμενου κανονισμού εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και, συνεπώς, η σύμβαση εργασίας μισθωτού, ο οποίος προσχωρεί σε τέτοιο κανονισμό εργασίας, περιέχει κάθε όρο που προβλέπεται στον κανονισμό αυτόν (ΟλΑΠ 42/2002). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων της εναγομένης Τράπεζας είναι κατ’ αρχήν συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αφού ο κανονισμός αυτής προβλέπει την αυτοδίκαιη αποχώρηση των μισθωτών από την υπηρεσία της με τη συμπλήρωση του καθοριζομένου ορίου ηλικίας. Εν όψει, όμως, του ότι με τον κανονισμό προβλέπεται η δυνατότητα λύσεως της συμβάσεως εργασίας και πριν από τη λήξη του ορισμένου χρόνου της διάρκειάς της λόγω αδικαιολόγητης, συνεχούς απουσίας του υπαλλήλου πέραν του μηνός, η οποία θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση αυτού και επιφέρει αυτοδικαίως και άνευ άλλου τινός τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, ενυπάρχει στη σύμβαση διαλυτική αίρεση, σε περίπτωση πληρώσεως της οποίας η σύμβαση μεταβάλλεται εξ αρχής σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Και είναι μεν αληθές ότι κατά το γράμμα του ως άνω όρου του κανονισμού ως οικειοθελής αποχώρηση θεωρείται η αυθαίρετη, συνεχής απουσία του υπαλλήλου πέραν του μηνός, χωρίς να γίνεται αναφορά σε παραίτηση. Εξ αυτού, όμως, εμμέσως πλην σαφώς συνάγεται ότι η οικειοθελής αποχώρηση του υπαλλήλου, που προβλέπεται αυτοτελώς ως λόγος πρόωρης λύσης της συμβάσεως εργασίας, εξομοιώνεται με σιωπηρή παραίτηση. Και περαιτέρω, αφού η παραίτηση του υπαλλήλου είναι δυνατό να επέλθει σιωπηρώς, με την οικειοθελή αποχώρηση, δεν μπορεί να αποκλεισθεί και όταν εκδηλώνεται ρητώς, με σχετική δήλωση που δεν συνδέεται με αυθαίρετη απουσία. Διότι εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι από τον κανονισμό αποκλείεται η παραίτηση ως λόγος πρόωρης λύσης της συμβάσεως, ο αποκλεισμός αυτός θα μπορούσε ευχερώς να φαλκιδευτεί με τη μεθοδευμένη αυθαίρετη απουσία κάθε φορά που κάποιος υπάλληλος θα επιθυμούσε να αποχωρήσει από την υπηρεσία της Τράπεζας. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές, από τον κανονισμό δεν προβλέπεται περιθώριο αντίδρασης της Τράπεζας, οπότε θεωρείται ότι ενυπάρχει συγκατάθεση αυτής για τη λύση της συμβάσεως. Ως εκ τούτου, ο προαναφερόμενος όρος του κανονισμού της εναγομένης ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, με την παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955 και ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση της τελευταίας. Οπότε, η σύμβαση του υπαλλήλου που λύεται με την κατ’ αυτόν τον τρόπο παραίτησή του πριν από τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας του, μετατρέπεται από σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Συνακόλουθα, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955, ο αποχωρών με παραίτηση υπάλληλος της εναγομένης δικαιούται τη μειωμένη ως άνω αποζημίωση, αφού η συγκατάθεση της Τράπεζας θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων, με το παρεχόμενο από τον κανονισμό αυτής δικαίωμα παραιτήσεως – αποχωρήσεως του μισθωτού από την εργασία του, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση του δικαιώματός του αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως, η αποδοχή αυτής από την Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεση της τελευταίας στην αποχώρηση του εργαζόμενου (έτσι η ΑΠ 46/2015, για την περίπτωση ετέρου υπαλλήλου της εναγομένης).
5. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη:
Ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, η οποία γεννήθηκε την 17-8-1962, είχε προσληφθεί την 19-8-1980, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…”, της οποίας καθολική διάδοχος, κατόπιν συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως, είναι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη.
Ότι η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν ορισμένου χρόνου, διότι τόσο στον προϊσχύσαντα Οργανισμό Προσωπικού της … Ελλάδος, υπό το καθεστώς του οποίου προσλήφθηκε η ενάγουσα, όσο και στον ισχύοντα Κανονισμό Εργασίας Προσωπικού της εναγομένης, που διαδέχθηκε την πρώτη στη θέση του εργοδότη, προβλέπεται η αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας για τους άνδρες και του 57ου για τις γυναίκες υπαλλήλους.
Ότι η ενάγουσα την 9-4-2009 υπέβαλε έγγραφη δήλωση προς την αρμόδια διεύθυνση της εναγομένης, με την οποία γνωστοποιούσε σ’ αυτήν ότι επιθυμούσε να αποχωρήσει από την υπηρεσία της από 1-6-2009.
Ότι η εναγομένη δεν αντέδρασε στη δήλωση αυτή και, μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος από 10-4-2009 έως 29-5-2000, κατά το οποίο η ενάγουσα έκανε χρήση του υπολοίπου κανονικής αδείας, που δικαιούταν, διέγραψε την ενάγουσα από το εργατικό δυναμικό της.
Ότι, ταυτόχρονα, άρχισε και η καταβολή σύνταξης προς την ενάγουσα. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι στην περίπτωση της ενάγουσας δεν συντρέχει η απαραίτητη προϋπόθεση του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955, ήτοι η λειτουργία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, διότι (κατά την κρίση του εφετείου) δεν προβλέπεται στον κανονισμό της εναγομένης, ως λόγος πρόωρης (ήτοι, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας) λύσης της υφιστάμενης συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, η οικειοθελής αποχώρηση του εργαζόμενου, για να υφίσταται εξουσιαστική, διαλυτική αίρεση με την πλήρωση της οποίας να λογίζεται η σύμβαση ως εξ αρχής αορίστου χρόνου.
Και τούτο, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για αδικαιολόγητη ή αυθαίρετη, συνεχή απουσία πέραν του μηνός, αλλά για χρήση κανονικής αδείας, που έγινε πριν από την επέλευση των αποτελεσμάτων της δήλωσης για αποχώρηση. Κατόπιν αυτού, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε αβάσιμους τους λόγους της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους αυτή παραπονιόταν για την απόρριψη του αιτήματος για καταβολή της αποζημίωσης του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως αβασίμου.
Με την κρίση αυτή, το εφετείο παραβίασε με κακή ερμηνεία και εσφαλμένη υπαγωγή τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, διότι αν και στον κανονισμό της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας Τράπεζας προβλεπόταν ως λόγος πρόωρης λύσης της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, που ίσχυε μεταξύ των διαδίκων, η οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου, η οποία εν προκειμένω εκδηλώθηκε με την από 9-4-2009 έγγραφη δήλωση της ενάγουσας, της οποίας τα αποτελέσματα ορίσθηκε να επέλθουν μετά τη χρήση της κανονικής άδειας, χωρίς εναντίωση της εναγομένης, παρέλειψε να δεχθεί ότι με την εξέλιξη αυτή η μεν σύμβαση εργασίας είχε μεταπέσει εξ αρχής σε σύμβαση αορίστου χρόνου, η δε ενάγουσα είχε αποκτήσει το δικαίωμα να λάβει την αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που αναφέρεται στην αξίωση για καταβολή της αποζημίωσης του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955 και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας της καθεμιάς (ΚΠολΔ 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 597/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ, για μέρος από τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 24η Ιανουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14η Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ