ΑΠ 330/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Θεόδωρο Τζανάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Ι. Μ. του Λ., κατοίκου … και 2)Μ. Δ., το γένος Ι. Μ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ………., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Λ. χήρας Μ. Μ., 2)Κ. Μ. του Μ. και 3)Π. Μ. του Μ., κατοίκων …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους …………, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/8/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 67/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 3271/2009 μη οριστική και 5548/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25/5/2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 8/1/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του κ.ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όπως είναι και ο τραυματισμός ή ο θάνατος του μισθωτού κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (oλ ΑΠ 1117/1986, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 938/2013).
Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του παθόντος ή θανατωθέντος, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 412/2008).
Τέτοιο πταίσμα κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από την μη τήρηση των διατάξεων του άρθ. 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι “ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου”, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κ.λπ., αδικοπραξία.
Επίσης θεμελιώνεται τέτοιο πταίσμα από τη μη τήρηση των γενικών διατάξεων:
α) του άρθρου 32 στοιχ. Α παρ. 1 του ν. 1568/1985 κατά το οποίο “ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και ο τρίτοι που παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα,
β) του άρθρου 7 παρ. 1, 5 και 6 του π.δ. 17/1996 με το οποίο θεσπίστηκαν μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ, κατά το οποίο “ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας, και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων” (παρ. 1), “στα πλαίσια των ευθυνών του, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων” (παρ. 5) και “ο εργοδότης υποχρεούται να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγουμένης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφισταμένων καταστάσεων, να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους, να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, να γνωστοποιεί στους εργαζόμενους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους, να καταρτίζει πρόγραμμα προληπτικής δράσης και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση, να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 1568/85 και τα άρθρα 6 και 12 του παρόντος διατάγματος” (παρ. 6), αλλά και των ειδικών διατάξεων: α) των άρθρων 34 και 111 παρ. 1 του π.δ. 1073/1981 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος πολιτικού μηχανικού” κατά τα οποία “1. το πλάτος των διαδρόμων εργασίας των ικριωμάτων πρέπει να είναι επαρκές και ανάλογο με την εργασίαν δια την οποίαν κατεσκευάσθη το ικρίωμα, εις πάσαν περίπτωσιν πρέπει να υπάρχη διάστημα ελεύθερον, από σταθερά εμπόδια ή αποθηκευμένα υλικά, πλάτους τουλάχιστον εξήκοντα εκατοστών (0,60) του μέτρου, ούτω το πλάτος του δαπέδου εργασίας του ικριώματος πρέπει κατά περίπτωσιν να είναι εξήκοντα εκατοστά (0,60) του μέτρου εάν υποβαστάζη αποκλειστικώς εργαζομένους (χωρίς απόθεσιν υλικών πλην των αμέσως χρησιμοποιουμένων), ογδοήκοντα εκατοστά (0,80) του μέτρου εάν χρησιμοποιήται και δι’ απόθεσιν υλικών … 2. Άπαντα τα μαδέρια τα οποία συνιστούν το δάπεδον εργασίας πρέπει να υποβαστάζωνται από τρία τουλάχιστον στηρίγματα, πλην των περιπτώσεων κατά τας οποίας ή απόστασις μεταξύ των διαδοχικών εγκαρσίων δοκίδων και το πάχος των μαδερίων είναι τοιούτον ώστε να αποκλείη κάθε κίνδυνον ταλαντώσεως ή κάμψεως, να εξέχουν του σημείου στηρίξεώς των κατά μήκος μεγαλύτερον του τετραπλασίου του πάχους των, να υπερκαλύπτωνται εις τας θέσεις της μεταξύ των καλύψεως εις τρόπον ώστε να παρέχουν ασφάλειαν απροσκόπτου κυκλοφορίας (διατάξεις έναντι ανατροπής). 3. Κατά τα λοιπά ισχύουν αι διατάξεις περί ικριωμάτων του υπ’ αριθμ. 778/80 Π.Δ/τος περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών” (άρθρο 34), “διά την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος ως και του Π. Δ/τος 778/80 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών” εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται, ανελλιπώς καθ’ όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων” (άρθρο 111 παρ. 1), β) των άρθρων 2 παρ. 2, 3 παρ. 1, 9 παρ. 1, 12 παρ. 3 και 8, 13 και 21 του π.δ. 778/19/26.8.1980 κατά τις οποίες “το δάπεδο εργασίας των κινητών ικριωμάτων είναι τουλάχιστον 0,60 μ. (άρθρο 2 παρ. 2 ), στις εσωτερικές και εξωτερικές εργασίες, εκτός από τους εξώστες, μπορούν να χρησιμοποιούνται κινητά ικριώματα (καβαλέτα), εφόσον το ύψος του δαπέδου εργασίας τους είναι κάτω από 3,5 μέτρα (άρθρο 3 παρ. 1), τα δάπεδα των ικριωμάτων πρέπει να αποτελούνται από 3 μαδέρια με ελάχιστο πάχος 0,05 μ. και συνολικό πλάτος τουλάχιστον 0,60 μ., τα μαδέρια το δαπέδου των ικριωμάτων τοποθετούνται κατά πλάτος και χωρίς κενά και προσηλώνονται μεταξύ τους για την αποφυγή ολισθήσεων, τα μαδέρια του δαπέδου συνδέονται (ζεύγνυνται) από την κάτω πλευρά τους και κάθετα προς τον τοίχο με ζεύγματα (κλάπες), ώστε να είναι αδύνατη η ανομοιόμορφη κάμψη τους, τα δάπεδα εργασίας πρέπει να φέρουν στην εξωτερική πλευρά του ικριώματος χειρολισθήρα από διπλοσανίδα (άρθρο 9 παρ. 1), στα μαδέρια, που αποτελούν το δάπεδο των κινητών ικριωμάτων, πρέπει να τοποθετούνται εγκάρσιες δοκίδες, ώστε να εξασφαλίζεται η μη μετακίνησή τους (άρθρο 12 παρ. 3), τα δάπεδα εργασίας των σταθερών μεταλλικών ικριωμάτων μπορούν να αποτελούνται από ξύλινα μαδέρια συνολικού πλάτους τουλάχιστον 0,60 μ., οι διατάξεις για τα ξύλινα ικριώματα, ως προς την ασφάλεια των εργαζομένων ισχύουν και για τα μεταλλικά ικριώματα (άρθρο 13 παρ. 3 και 8), οι εγκαταστάσεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται κατά τρόπο, που να διασφαλίζεται ο εργαζόμενος από τους κινδύνους που διατρέχει κατά την εκτέλεση της εργασίας του και να είναι μελετημένες, ώστε να έχουν σε όλα τα τμήματά τους σταθερότητα και αντοχή επαρκή και για τις δυσμενέστερες δυνατές συνθήκες φόρτισής τους (άρθρο 21)”.
Εξ άλλου κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (oλ.ΑΠ 31/2009, 7/2006, ΑΠ 939/2013).
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 625/2008, ΑΠ 38/2008). Διάταξη ουσιαστικού δικαίου είναι και η διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ (ΑΠ 468/2010). Έτσι, αφού η νομιμοποίηση του διαδίκου, όπως και το έννομο συμφέρον που θεμελιώνονται στην ανωτέρω διάταξη, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 2029/2014, ΑΠ 980/2014, ΑΠ 712/2014, ΑΠ 481/2012, ΑΠ 1780/2011).
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).
Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον, να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλμα που αναφέρεται στο λόγο αυτό. Έτσι, αν το διατακτικό της αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες που στηρίζουν το διατακτικό, η μία από τις οποίες δεν προσβάλλεται με λόγο αναιρέσεως ή προσβάλλεται ανεπιτυχώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής (ΑΠ 528/2014, ΑΠ 799/2013, ΑΠ 960/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Τον Μάιο 2000 οι εναγόμενοι Ι. Μ. και η κόρη του Μ. Δ., ανέθεσαν με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στον τεχνίτη οικοδόμο Μ. Μ., την εκτέλεση διαφόρων οικοδομικών εργασιών σε ημιτελή αυθαίρετη διώροφη οικοδομή, που κατασκεύαζαν σε οικόπεδο εκτός σχεδίου, ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου στη θέση “… Αττικής. Τόσο ο Μ. Μ., όσο και οι δύο εργαζόμενοι Αλβανοί υπήκοοι, προσλήφθηκαν από τους εναγομένους, οι οποίοι τους κατέβαλαν τα ημερομίσθια και έδιναν εντολές και οδηγίες για την πορεία των εργασιών, καθόσον λόγω του ότι η οικοδομή ήταν αυθαίρετη, δεν είχε ανατεθεί η επίβλεψη του έργου σε πολιτικό μηχανικό. Στα πλαίσια της σύμβασης αυτής ο Μ. Μ. εργάστηκε στην οικοδομή μέχρι τις 20.9.2000, οπότε συνέβη εργατικό ατύχημα, που οδήγησε στον θάνατο του, μετά από τρεις ημέρες. Ειδικότερα, στις 20.9.2000 ο Μ. Μ. πραγματοποιούσε εργασίες επιχρισμάτων (σοβατίσματα) σε εσωτερικό τοίχο του πρώτου ορόφου της οικοδομής μαζί με τον Αλβανό υπήκοο οικοδόμο Μ. Ρ.. Το ξύλινο δάπεδο του πρώτου ορόφου δεν είχε ακόμα κατασκευαστεί, αλλά είχαν τοποθετηθεί μόνο τα δοκάρια (καδρόνια) στήριξης, μεταξύ των οποίων υπήρχε κενό. Οι εργασίες επιχρισμάτων εκτελούνταν, χωρίς να έχουν τοποθετηθεί τα προβλεπόμενα από τις ειδικές διατάξεις ικριώματα, αλλά με τη χρήση μιας πρόχειρης και ανασφαλούς σκαλωσιάς, την οποία αποτελούσε (μόνο) ένα μαδέρι σαν βάση- δάπεδο στήριξης των εργαζομένων και στην οποία αυτοί έφθαναν περπατώντας πάνω σε ντουλαπόφυλλα- μελαμίνες, που είχαν τοποθετηθεί χωρίς στερέωση πάνω στα δοκάρια του δαπέδου του πρώτου ορόφου. Έτσι, την ίδια ημέρα, ώρα 12.30’ περίπου, ο Μ. Μ., καθώς επιχειρούσε να φθάσει στο μαδέρι – βάση στήριξης- και να συνεχίσει την εργασία του, περπατώντας πάνω στις αστερέωτες και ολισθηρές μελαμίνες, έχασε την ισορροπία του, έπεσε στο κενό από ύψος τριών μέτρων περίπου και, χτυπώντας σε ενδιάμεσα καδρόνια, προσέκρουσε στο αδιαμόρφωτο γήπεδο του ισογείου. Από την πτώση αυτή και τις ενδιάμεσες προσκρούσεις ο τελευταίος τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι, στον αυχένα, στα πλευρά και σε άλλα σημεία του σώματος του. Πιο συγκεκριμένα, έπαθε, μεταξύ άλλων, κάταγμα στο πρόσθιο τοίχωμα του αριστερού ιγμορείου με συνοδό συλλογή μέσα σ’ αυτό, κάταγμα ρινικών οστών άμφω και μετωπιαίου οστού αριστερά με αιματηρή συλλογή συστοίχου μετωπιαίου κόλπου, βλάβη δεξιού τόξου του Α5 σπονδύλου, μυελοπάθεια στο επίπεδο Α5 – Α6, κατάγματα 2ης, 3ης και 4ης πλευράς αριστερά και ατελή τετραπληγία με αρχή την περιοχή του αυχένα. Ακολούθως διακομίσθηκε αρχικά στο … Ε.Ε.Σ.” και αργότερα την ίδια ημέρα στο …, όπου νοσηλεύθηκε στην Ορθοπεδική Κλινική μέχρι τις 22.9.2000 ώρα 23.00’ , οπότε διακομίστηκε στο …” λόγω οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας με πυρετό 42 βαθμών Κελσίου και με αιμοδυναμική αστάθεια. Εκεί υποβλήθηκε σε εξετάσεις, από τις οποίες διαπιστώθηκε μετατραυματικό οίδημα Α5 – Α6 σπονδύλων και πιθανή μικρή αιμορραγική εστία στη μεσότητα της μεσοημισφαιρικής σχισμής του εγκεφάλου. Επίσης νοσηλεύθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας διασωληνωμένος σε καταστολή μέχρι τις 23.9.2000 ώρα 17.00’ οπότε απεβίωσε και στάλθηκε για νεκροτομή. Δύο ημέρες αργότερα (25.9.2000) υποβλήθηκε σε νεκροψία και νεκροτομή από την οποία αναφέρεται ως αιτία θανάτου πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου. Ο θανών κατέληξε από έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο προκλήθηκε από σοβαρή χρόνια καρδιακή πάθηση που αυτός αγνοούσε και από την έντονη και παρατεταμένη οργανική διατάραξη αυτού λόγω του τραυματισμού του από την πτώση, η οποία λειτούργησε ως καθοριστικό εκλυτικό αίτιο για την εκδήλωση του εμφράγματος στον συγκεκριμένο χώρο υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις, επομένως, υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της έντονης και παρατεταμένης οργανικής διατάραξης του θανόντος, που προήλθε από τον σοβαρό τραυματισμό του, και του θανάτου του τελευταίου.
Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία σαφώς προκύπτει, ότι ο τραυματισμός και ο (συνδεόμενος αιτιωδώς μ’ αυτόν) θάνατος του παθόντος, οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια των εναγομένων, κυρίων του έργου και ειδικότερα στη μη λήψη και τήρηση των συγκεκριμένων μέτρων ασφαλείας, που προβλέπονται από διατάξεις νόμων για την ασφάλεια των εργαζομένων σε οικοδομικές εργασίες και προαναφέρονται διεξοδικά στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι, ενώ όφειλαν ως κύριοι του έργου και εργοδότες να έχουν τοποθετήσει κατά την πραγματοποίηση των επιχρισμάτων στην οικοδομή ικριώματα, που να πληρούν τους ειδικούς κανονιστικούς όρους ασφάλειας των εργαζομένων σ’ αυτά (επιχρίσματα) και να αποτρέπουν την πτώση τους, αρκέστηκαν στη χρήση της πρόχειρης και άκρως ανασφαλούς κατασκευής που προαναφέρθηκε (ένα απλό μαδέρι για δάπεδο στήριξης των εργαζομένων, αστερέωτες και ολισθηρές μελαμίνες πάνω σε δοκάρια για πρόσβαση στο δάπεδο εργασίας κ.λπ.) με αποτέλεσμα την πτώση, τον σοβαρό τραυματισμό και το θάνατο του εργαζομένου Μ. Μ.. Η μη τήρηση των παραπάνω μέτρων ασφαλείας βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ατύχημα, αφού, αν είχαν τοποθετηθεί τα προβλεπόμενα από τον νόμο ικριώματα, με την κατάλληλη κατασκευή δαπέδου εργασίας (πλάτους 0,60 μ.) πλαϊνών προστατευτικών κιγκλιδωμάτων και ασφαλούς κλίμακας πρόσβασης προς το δάπεδο εργασίας, δεν θα υπήρχε περίπτωση ο τελευταίος να χάσει την ισορροπία του, επιχειρώντας να φθάσει μέσω πρόχειρης πρόσβασης στη βάση εργασίας του, να πέσει στο κενό και τελικά να θανατωθεί.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και δικάζοντας την αγωγή, αφού έλαβε περαιτέρω υπόψη ότι ο αποβιώσας κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν ηλικίας 60 ετών, οι δε ενάγουσες ως σύζυγος η πρώτη και τέκνα του οι άλλες δύο υπέστησαν ψυχική οδύνη, για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, το εύλογο ποσό της οποίας, ενόψει του συνόλου των περιστάσεων και ιδίως της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, του βαθμού του πταίσματος των εναγομένων, αλλά και της συμπεριφοράς του παθόντος, ο οποίος είχε πολυετή εμπειρία σε οικοδομικές εργασίες, γνώριζε τους κινδύνους που διέτρεχε από τη μη τήρηση των καταλλήλων μέτρων ασφαλείας και όφειλε και μπορούσε να αξιολογήσει την αυξημένη επικινδυνότητα του πρόχειρου τρόπου πρόσβασης στο δάπεδο εργασίας του κατά την επιχείρηση της οποίας επήλθε η πτώση και ο τραυματισμός που οδήγησε στον θάνατο του, των συνθηκών τέλεσης του ατυχήματος, καθώς και του είδους και της βαρύτητας του τραυματισμού του παθόντος, η οποία συνέβαλε στο θάνατο του, καθώς και της ηλικίας του, προσδιόρισε στα 20.000 ευρώ για την πρώτη και στα 15.000 ευρώ για την κάθε μία από τις άλλες δύο ενάγουσες, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, και καταδίκασε τους εναγομένους και ήδη αναιρεσείοντες να καταβάλουν ο καθένας εις ολόκληρον σε κάθε ενάγουσα το ποσό των 14.673,51 ευρώ, αναγνώρισε δε ότι αυτοί οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, επί πλέον για τον ίδιο λόγο στην πρώτη ενάγουσα 5.326,49 ευρώ, σε κάθε μια δε από τις δύο άλλες ενάγουσες το ποσό των 326,49 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, με το να δεχθεί δηλαδή ότι ο θανών κατέληξε από έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο προκλήθηκε από σοβαρή χρόνια καρδιακή πάθηση που αυτός αγνοούσε, ως καθοριστικό δε εκλυτικό αίτιο για την εκδήλωση του εμφράγματος στον συγκεκριμένο χώρο υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις, ήταν η έντονη και παρατεταμένη οργανική διατάραξη αυτού λόγω του τραυματισμού του από την πτώση, δεν περιέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αμέλειας των αναιρεσειόντων και του συνεπεία αυτής επελθόντος τελικώς, θανάτου του πατρός των αναιρεσιβλήτων, ούτε περιέχει ελλιπή αιτιολογία, από τον μη προσδιορισμό του είδους της καρδιακής πάθησης που αποβιώσαντος, εφόσον δέχεται ότι καθοριστικό εκλυτικό αίτιο για την εκδήλωση του εμφράγματος, συνεπεία του οποίου επήλθε ο θάνατος, ήταν η έντονη και παρατεταμένη οργανική διατάραξη του αποβιώσαντος, λόγω του τραυματισμού του από την πτώση.
Επομένως ο αληθώς μόνο από τον αριθμό 19 και όχι και από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Οι στον ίδιο λόγο περιλαμβανόμενες αιτιάσεις, κατά τις οποίες έσφαλε το Εφετείο με το να δεχθεί ότι “η παρατεταμένη οργανική διατάραξη του αποβιώσαντος λόγω του τραυματισμού του από την πτώση, λειτούργησε ως καθοριστικό εκλυτικό αίτιο για την εκδήλωση του εμφράγματος στον συγκεκριμένο χώρο υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις, χωρίς το συμπέρασμα αυτό να προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο (πιστοποιητικό νοσοκομείου ή έστω κατάθεση κάποιου γιατρού) και δεν θα μπορούσε κανείς γιατρός να βεβαιώσει ποιο ακριβώς είναι το καθοριστικό εκλυτικό αίτιο για την εκδήλωση του εμφράγματος γιατί ακριβώς είναι επιστημονικά αδύνατο. Ασθενής που πάσχει από σοβαρή καρδιακή πάθηση μπορεί να υποστεί έμφραγμα – το οποίο οφείλεται ακριβώς στην σοβαρή καρδιακή του πάθηση – με πάρα πολλές αφορμές. Σωματική κούραση, άγχος ακόμη και ιδιαίτερη ευθυμία… ότι τα αναφερόμενα στα ιατρικά πιστοποιητικά και στην προσβαλλομένη απόφαση ως προκληθέντα από την πτώση τραύματα του αποβιώσαντος… δεν έχουν σχέση με την οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια και την αιμοδυναμική αστάθεια, ούτε βέβαια με το έμφραγμα το οποίο υπέστη στην συνέχεια”, είναι απαράδεκτες (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), διότι υπό την επίφαση του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, προσβάλλεται με αυτές στην ουσία η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας περί των πραγματικών περιστατικών.
Περαιτέρω ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβιάσεως των άρθρων 68 του ΚΠολΔ και 914 ΑΚ, με το να δεχθεί ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα ευθύνεται για το θάνατο του Μ. Μ., ως κυρία του οικοπέδου στο οποίο ανεγειρόταν η οικοδομή, στην οποία προκλήθηκε το ατύχημα, ενώ ταυτοχρόνως δέχεται ότι το οικόπεδο ήταν κυριότητας του πρώτου αναιρεσείοντος, είναι προεχόντως αλυσιτελής, διότι με αυτόν πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία του Εφετείου περί ευθύνης αμφοτέρων των αναιρεσειόντων για το ατύχημα, λόγω της ιδιότητός τους ως κυρίων του ακινήτου στο οποίο ανεγειρόταν η οικοδομή, ενώ το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης στηρίζεται επαρκώς στην αιτιολογία ότι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες, δηλαδή και η δεύτερη, εκτός της ιδιότητός τους ως κυρίων του ακινήτου ευθύνονται και ως εργοδότες, δηλαδή πρόσωπα που προσέλαβαν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τον αποβιώσαντα, ο θάνατος του οποίου επήλθε κατά την παροχή της εργασίας του, αιτιολογία όμως που δεν πλήττεται με λόγο αναιρέσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25.5.2015, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 546/28.5.2015, αίτηση των Ι. Μ. και Μ. Δ., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 5548/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ