ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ-ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (EE) 2015/2376 και άλλες διατάξεις »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (EE) 2015/2376 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 8ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ΠΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/16/ΕΕ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Άρθρο 1
Με τα άρθρα 1 έως και 6 εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2376 του Συμβουλίου της 8 Δεκεμβρίου 2015 (EE L 332 της 18.12.2015) για την τροποποίηση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ (EE L 64 της 11.3.2011), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2014 (EE L 359 της 16.12.2014), όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας. Η Οδηγία 2011/16/ΕΕ και η τροποποιητική της Οδηγία 2014/107/ΕΕ έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τα άρθρα 1 έως 25 και τα Παραρτήματα I και II του ν. 4170/2013 (Α’ 163) και με τα άρθρα 1 έως 4 του ν. 4378/2016 (Α’ 55).
Με το άρθρο 1 ορίζεται ο σκοπός του Κεφαλαίου Α’ του παρόντος νόμου, ήτοι η ενσωμάτωση στην εσωτερική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας
του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 2015 (EE L 332 της 18.12.2015) για την τροποποίηση της Οδηγίας
, όσον αφορά ατην υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας (EE L 64 της 11.3.2011), η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις των Κεφαλαίων Α’ έως και Η’ του Μέρους πρώτου του ν.
(Α’ 163), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του Μέρους πρώτου του ν.
(Α’ 55).
Άρθρο 2
(άρθρο 1 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας (EE) 2015/2376)
1. Η παρ.9 του άρθρου 4 του ν. 4170/2013 (Α’ 163), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4378/2016, αντικαθίσταται ως εξής:
«9. «αυτόματη ανταλλαγή»:
α) για τους σκοπούς της περίπτ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 9 και του άρθρου 9Α, η συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά τακτά εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Για τους σκοπούς της παρ. 1 του άρθρου 9, ως διαθέσιμες νοούνται οι πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες και οι οποίες μπορεί να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες του συγκεκριμένου κράτους μέλους για τη συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών’ β) για τους σκοπούς της περίπτ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 9, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά τακτά προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα. Στο πλαίσιο της περίπτ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 9, της περίπτ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 9, της παρ. 2 του άρθρου 21 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 24, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία γράμματα έχει τη σημασία που αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I’
γ) για τους σκοπούς του παρόντος, πλην των διατάξεων των περιπτ. α’ και β’ της παρ.1 του άρθρου 9 και του άρθρου 9Α, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με τις περιπτ. α) και β) της παρούσας παραγράφου.».
Με την παρ. 1 του άρθρου 2, με την οποία τροποποιείται η παρ. 9 του άρθρου 4 του ν.
, επεκτείνεται ο ορισμός της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά στην υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων και των εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης και ορίζεται ότι οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να κοινοποιούνται αμέσως μετά την έκδοση, τροποποίηση ή ανανέωσή τους ανά τακτά καθορισμένα χρονικά διαστήματα.
2. Στο άρθρο 4 του ν. 4170/2013 προστίθενται παράγραφοι 14, 15, 16 και 17, ως εξής:
«14. «εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση»: κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους ακόλουθους όρους:
α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής κράτους μέλους ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι,
β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί,
γ) αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης σχετικά με τη διαχείριση ή επιβολή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τους φόρους του κράτους μέλους ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης,
δ) αφορά διασυνοριακή συναλλαγή ή το ερώτημα εάν οι δραστηριότητες που ασκούνται από πρόσωπο σε άλλη δικαιοδοσία δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση, και
ε) εκδίδεται πριν από τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία οι οποίες ενδέχεται να δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση ή πριν από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης για την περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών ή οι δραστηριότητες.
Η διασυνοριακή συναλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτές την πραγματοποίηση επενδύσεων, την παροχή αγαθών, υπηρεσιών, τη χρηματοδότηση ή τη χρησιμοποίηση υλικών ή άυλων περιουσιακών στοιχείων και δεν εμπλέκει κατ’ ανάγκην άμεσα το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση.
15. «εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης»: κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους ακόλουθους όρους: α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, καθώς και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι,
β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί, και γ) καθορίζει πριν από τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ένα σύνολο κατάλληλων κριτηρίων για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης των εν λόγω συναλλαγών ή καθορίζει την κατανομή των κερδών σε μια μόνιμη εγκατάσταση.
Οι επιχειρήσεις θεωρούνται συνδεδεμένες, όταν μια από αυτές συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο της άλλης ή όταν τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο των επιχειρήσεων.
Οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών είναι εκείνες με τις οποίες μια επιχείρηση μεταβιβάζει υλικά αγαθά και άυλα περιουσιακά στοιχεία ή παρέχει υπηρεσίες σε συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις. Ο όρος «ενδοομιλική τιμολόγηση» πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τα ανωτέρω.
16. α. Για τους σκοπούς της παρ. 14, ως «διασυνοριακή συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών όταν:
αα) τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών δεν έχουν όλα τη φορολογική κατοικία τους στο κράτος μέλος που εκδίδει, τροποποιεί ή ανανεώνει την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση·
ββ) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών έχει τη φορολογική κατοικία του ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες ή
γγ) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών ασκεί τις δραστηριότητές του σε άλλη δικαιοδοσία μέσω μόνιμης εγκατάστασης και η συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών αποτελεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητας της μόνιμης εγκατάστασης. Μια διασυνοριακή συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών περιλαμβάνει, επίσης, μέτρα που λαμβάνονται από ένα πρόσωπο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία τις οποίες το πρόσωπο αυτό ασκεί μέσω μόνιμης εγκατάστασης, ή
δδ) έχει διασυνοριακές επιπτώσεις.
β. Για τους σκοπούς της παρ. 15, ως «διασυνοριακή συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών στην οποία συμμετέχουν συνδεδεμένες επιχειρήσεις που δεν έχουν όλες τη φορολογική κατοικία τους στο έδαφος μιας μοναδικής δικαιοδοσίας ή όταν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών έχει διασυνοριακές επιπτώσεις.
17. Για τους σκοπούς των παρ. 15 και 16, ως «επιχείρηση» νοείται κάθε μορφή άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.».
Με την παρ. 2 του άρθρου 2, τροποποιείται η διάταξη του άρθρου 4 του ν.
, για την εισαγωγή νέων παραγράφων με τους ορισμούς της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης και της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης. Το πεδίο εφαρμογής τους είναι αρκετά ευρύ, ώστε να καλύπτει εκτεταμένο φάσμα περιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων και όχι μόνον, των ακόλουθων τύπων των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων και των εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης:
α) μονομερείς εκ των προτέρων συμφωνίες και/ή αποφάσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης,
β) διμερείς ή πολυμερείς εκ των προτέρων συμφωνίες και αποφάσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης
γ) συμφωνίες ή αποφάσεις που διαπιστώνουν την ύπαρξη ή απουσία μόνιμης εγκατάστασης,
δ) συμφωνίες ή αποφάσεις που διαπιστώνουν την ύπαρξη ή την απουσία πραγματικών περιστατικών με δυνητικό αντίκτυπο στη φορολογική βάση μόνιμης εγκατάστασης ε) συμφωνίες ή αποφάσεις που ορίζουν το φορολογικό καθεστώς υβριδικής οντότητας σε κράτος μέλος που σχετίζεται με κάτοικο άλλης δικαιοδοσίας καθώς και στ) συμφωνίες ή αποφάσεις σχετικά με τη βάση αξιολόγησης για την απομείωση της αξίας περιουσιακού στοιχείου σε κράτος μέλος το οποίο αποκτάται από εταιρεία του ομίλου σε άλλη δικαιοδοσία.
Επίσης για τους σκοπούς αυτούς προσδιορίζεται η έννοια της διασυνοριακής συναλλαγής και της επιχείρησης.
3. Η περίπτ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4170/2013 καταργείται.
Με την παρ. 3 του άρθρου 2 καταργείται η περίπτωση α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν.
, καθώς τα θέματα που είναι σχετικά με την υποχρέωση παροχής στην Επιτροπή από την αρμόδια αρχή της χώρας μας των ετήσιων στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών, καθώς και πληροφοριών σχετικών με τις διοικητικές δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές ρυθμίζονται, πλέον, από το νέο άρθρο 9Β που προστίθεται με το άρθρο 3 του παρόντος σχεδίου νόμου.
Άρθρο 3
(άρθρο 1 παρ. 3 της Οδηγίας (EE) 2015/2376)
Μετά το άρθρο 9 του ν. 4170/2013 προστίθενται άρθρα 9Α και 9Β, ως εξής:
«Άρθρο 9Α
Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης
1. Η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4 κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, συναφείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν μια εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή μια εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2016, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ.8, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21.
2. Η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4 κοινοποιεί επίσης, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21, στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 8, πληροφορίες σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που εκδόθηκαν, τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2012.
Αν έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2012 και 31ης Δεκεμβρίου 2013, αυτή η κοινοποίηση πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούσαν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2014. Αν έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2014 και 31ης Δεκεμβρίου 2016, αυτή η κοινοποίηση πραγματοποιείται ανεξάρτητα από το εάν εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Οι διμερείς ή πολυμερείς εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης με τρίτες χώρες εξαιρούνται από το πεδίο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών βάσει του παρόντος άρθρου, αν η διεθνής φορολογική συμφωνία, βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευση της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, δεν επιτρέπει την κοινοποίησή της σε τρίτους. Ανταλλαγή των ανωτέρω διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 10, εφόσον επιτρέπεται η κοινοποίησή τους σύμφωνα με τη διεθνή φορολογική συμφωνία, βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευσή τους, και η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας εγκρίνει την κοινοποίηση των πληροφοριών.
Σε περίπτωση εξαίρεσης των διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ανταλλάσσονται, αντί αυτών, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, οι πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παρ.6, οι οποίες αναφέρονται στο αίτημα που οδήγησε στην έκδοση των ανωτέρω συμφωνιών.
4. Οι παρ. 1 και 2 δεν ισχύουν αν η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά και περιλαμβάνει αποκλειστικά τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων.
5. Η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:
α) όσον αφορά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρ.1: εντός τριμήνου από το τέλος του εξαμήνου του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο οι εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις ή οι εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί, β) όσον αφορά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρ. 2: πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.
6. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από την αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία αναγνώρισης του προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, και, κατά περίπτωση, της ομάδας προσώπων στην οποία ανήκει,
β) σύνοψη του περιεχομένου της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, περιλαμβανομένης περιγραφής των σχετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών υπό γενικούς όρους, χωρίς να αποκαλύπτεται εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο, εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η κοινοποίηση αντιβαίνει στη δημόσια τάξη,
γ) τις ημερομηνίες έκδοσης τροποποίησης ή ανανέωσης της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
δ) την ημερομηνία έναρξης της περιόδου ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης αν προσδιορίζεται,
ε) την ημερομηνία λήξης της περιόδου ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης αν προσδιορίζεται,
στ) το είδος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
ζ) το ποσό της συναλλαγής ή της σειράς συναλλαγών της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης εφόσον το ποσό αυτό αναφέρεται στην ανωτέρω σχετική απόφαση ή συμφωνία,
η) την περιγραφή του συνόλου των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της ίδιας της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
θ) τον προσδιορισμό της μεθόδου που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της ίδιας της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης
ι) τον προσδιορισμό των άλλων κρατών μελών, εφόσον υπάρχουν, τα οποία είναι πιθανό να αφορά η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή η εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης
ια) τα στοιχεία αναγνώρισης οιουδήποτε προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, στα άλλα κράτη μέλη που είναι πιθανό να θίγεται από την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή την εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης (αναφέροντας το κράτος μέλος με το οποίο συνδέονται τα θιγόμενα πρόσωπα), και
ιβ) την ένδειξη για το αν η πληροφορία που κοινοποιείται βασίζεται στην ίδια την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης ή στο αίτημα που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3.
7. Προς διευκόλυνση της ανταλλαγής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παρ. 6, η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 τηρεί τα πρακτικά μέτρα που θεσπίζονται από την Επιτροπή και απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την τυποποίηση της κοινοποίησης των πληροφοριών που προβλέπονται στην παρ.6, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την κατάρτιση του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 20.
8. Οι πληροφορίες που ορίζονται στις περιπτ. α), β), η) και ια) της παρ. 6 δεν κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
9. Η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4, επιβεβαιώνει, εάν είναι δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα, αμέσως και οπωσδήποτε το αργότερο εντός επτά εργάσιμων ημερών, τη λήψη των πληροφοριών στην αρμόδια αρχή που της διαβίβασε τις πληροφορίες. Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται μέχρις ότου τεθεί σε λειτουργία το ευρετήριο που αναφέρεται στην παρ. 6 του άρθρου 21.
10. Η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ.1 του άρθρου 4 μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 6, και λαμβάνοντας υπόψη την παρ. 5 του άρθρου 21, να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων και το πλήρες κείμενο της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης.».
«Άρθρο 9Β
Στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις αυτόματες ανταλλαγές
Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018, η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 παρέχει στην Επιτροπή, σε ετήσια βάση, στατιστικό στοιχεία σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9Α με κοινοποίηση των στοιχείων αυτών στην αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 5 και, στο μέτρο του δυνατού, πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές και άλλες συναφείς δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές καθώς και οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταβολές τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τρίτους.».
Με το άρθρο 3, προστίθενται νέα άρθρα 9Α και 9Β σχετικά, αφενός μεν με το πεδίο εφαρμογής και τις προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, όσον αφορά στις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης και αφετέρου δε με τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις αυτόματες ανταλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό, ορίζεται ότι οι εν λόγω πληροφορίες κοινοποιούνται αμέσως μετά την έκδοση, τροποποίηση ή ανανέωσή τους ανά τακτά καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Επίσης προβλέπεται, ότι εξαιρούνται από την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή, οι εκ των προτέρων διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που έχουν συναφθεί με τρίτες χώρες. Στις περιπτώσεις αυτές ωστόσο, αντί για τις εν λόγω πληροφορίες πρέπει να γίνεται ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 9 Α του ν.
(παρ. 6 άρθρου 8α οδηγίας
) που προστίθεται με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου, σχετικά με τα αιτήματα που οδηγούν στην έκδοση τέτοιου είδους εκ των προτέρων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αυτές οι πληροφορίες που θα κοινοποιούνται ορίζεται ότι θα αναφέρουν πως παρέχονται βάσει τέτοιου αιτήματος. Περαιτέρω, προβλέπονται ο χρόνος ανταλλαγής των πληροφοριών και η κοινοποίηση του συνόλου των βασικών πληροφοριών, στις οποίες θα έχουν πρόσβαση όλα τα κράτη μέλη σχετικά με την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων και των εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης. Επίσης ορίζεται ότι τα κράτη μέλη ακολουθούν τα πρακτικά μέτρα που θεσπίζονται από την Επιτροπή, στα οποία περιλαμβάνονται και μέτρα για την τυποποίηση της κοινοποίησης των πληροφοριών και, ειδικότερα, η κατάρτιση τυποποιημένου εντύπου σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ που θα χρησιμοποιείται για την εν λόγω ανταλλαγή των πληροφοριών. Προσδιορίζεται ο χρόνος για την παροχή στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών, καθώς και λοιπών πληροφοριών σχετικά με διοικητικές και άλλες συναφείς δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές.
Άρθρο 4
(άρθρο 1 παρ. 4 και 5 της Οδηγίας (EE) 2015/2376)
1. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 20 του ν. 4170/2013 προστίθεται παρ. 6, ως εξής:
«6. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 9Α διενεργείται με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου που εγκρίνεται, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, από την Επιτροπή. Το τυποποιημένο έντυπο του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνει μόνον τα στοιχεία που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 9Α για την ανταλλαγή των πληροφοριών, καθώς και πεδία που συνδέονται με τα στοιχεία αυτά και απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 9Α.
Με βάση τις γλωσσικές ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου, οι πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 9Α μπορεί να κοινοποιούνται στην ελληνική γλώσσα ή και σε οποιαδήποτε άλλη από τις επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της Ένωσης με την πρόβλεψη ότι τα βασικά στοιχεία των εν λόγω πληροφοριών αποστέλλονται επίσης και σε κάποια άλλη επίσημη γλώσσα και γλώσσα εργασίας της Ένωσης.»
Με την παρ. 1 του άρθρου 4, ορίζονται τα σχετικά με την έγκριση του τυποποιημένου εντύπου και όλων των πρακτικών ρυθμίσεων θέματα (γλωσσικές απαιτήσεις κόκ) για το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 26 της Οδηγίας
πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017.
2. Η παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Τα πρόσωπα που είναι δεόντως διαπιστευμένα από την Αρχή Διαπίστευσης Ασφαλείας της Επιτροπής επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για σκοπούς διατήρησης, συντήρησης και ανάπτυξης του ευρετηρίου που προβλέπεται στην παράγραφο 6 και του δικτύου CCN.»
Με την παρ. 2 του άρθρου 4, αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 21 του ν.
, αναφορικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες των διαπιστευμένων προσώπων από την Αρχή Διαπίστευσης Ασφαλείας της Επιτροπής.
3. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 21 του ν. 4170/2013 προστίθεται παρ. 6, ως εξής:
«6. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών των παρ. 1 και 2 του άρθρου 9 Α πραγματοποιείται μέσω της ανάπτυξης και παροχής, μαζί με την υλικοτεχνική υποστήριξη, από την Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, ενός ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου για τα κράτη μέλη, το οποίο αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, και στο οποίο καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες. Η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο ευρετήριο του προηγούμενου εδαφίου. Μέχρι να τεθεί σε λειτουργία το ανωτέρω ασφαλές κεντρικό ευρετήριο, η αυτόματη ανταλλαγή που προβλέπεται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 9 Α διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις ισχύουσες πρακτικές ρυθμίσεις.»
Με την παρ. 3 του άρθρου 4, προστίθεται νέα παράγραφος στο άρθρο 21 του ν.
, αναφορικά με την ανάπτυξη, παροχή, μαζί με την υλικοτεχνική υποστήριξη, από την Επιτροπή, ενός ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου, για τα κράτη μέλη, και στο οποίο θα καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες. Προβλέπεται, επίσης η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές από την αρμόδια, κατ’ ανάθεση, αρχή της Φορολογικής Διοίκησης. Επισημαίνεται, ότι, στην περίπτωση β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 1 της Οδηγίας (EE) 2015/2376, ορίζεται και η, υπό όρους πρόσβαση για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις πληροφορίες αυτές. Τέλος προσδιορίζεται ο τρόπος διενέργειας της αυτόματης ανταλλαγής μέχρι την έκδοση του ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου.
Άρθρο 5
(άρθρο 1 παρ. 6 και 7 της Οδηγίας (EE) 2015/2376)
1. Η παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή, της παρ. 1 του άρθρου 4, κοινοποιεί, μέσω της αρμόδιας αρχής της παρ. 1 του άρθρου 5, στην Επιτροπή ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που ορίζεται στα άρθρα 9 και 9 Α, καθώς και των πρακτικών αποτελεσμάτων τα οποία επιτεύχθηκαν.»
2. Η παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η αρμόδια κατ’ ανάθεση αρχή, της παρ.1 του άρθρου 4, παρέχει στην Επιτροπή μέσω της αρμόδιας αρχής της παρ. 1 του άρθρου 5, για τους σκοπούς της αξιολόγησης των άρθρων 1 έως και 25 στατιστικά στοιχεία.»
3. Η παρ.4 του άρθρου 22 του ν. 4170/2013 καταργείται.
Με τις παρ. 1 έως και 3 του άρθρου 5, τροποποιούνται οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 22 του ν.
που αφορούν στα στοιχεία που αποστέλλονται στην Επιτροπή για αξιολόγηση. Η μορφή και οι όροι κοινοποίησης αυτής της ετήσιας αξιολόγησης εγκρίνονται από την Επιτροπή με τη διαδικασίας της παρ. 2 του άρθρου 26 της Οδηγίας
. Ορίζεται ότι η αρμόδια, κατ’ ανάθεση αρχή, της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), κοινοποιεί, δια της Δ/νσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων της Α.Α.Δ.Ε., στην Επιτροπή, την ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς και των πρακτικών αποτελεσμάτων τα οποία επιτεύχθηκαν. Ειδικότερα με την παρ. 3 του άρθρου 5, καταργείται η παράγραφος 4 του άρθρου 22 του ν.
, καθώς τα θέματα αυτά ρυθμίζονται ολοκληρωμένα με την προσθήκη νέου άρθρου 22 Α στον ίδιο νόμο.
4. Μετά το άρθρο 22 του ν. 4170/2013 προστίθεται άρθρο 22Α, ως εξής:
«Άρθρο 22Α
Εμπιστευτικότητα των πληροφοριών
1. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 22, από την εκάστοτε αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 και της παρ. 1 του άρθρου 5 είναι εμπιστευτικές. Οι πληροφορίες αυτές, καθώς και οιαδήποτε έκθεση ή έγγραφο που συντάσσεται από την Επιτροπή βάσει αυτών μπορεί να διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη.
2. Οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες από τα άλλα κράτη μέλη μέσω της Επιτροπής, σύμφωνα με την παρ. 1, στην εκάστοτε αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 4 και της παρ. 1 του άρθρου 5 καλύπτονται από το υπηρεσιακό απόρρητο και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εσωτερικής νομοθεσίας.
3. Οι εκθέσεις και τα έγγραφα που συντάσσονται από την Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες των παρ. 1 και 2, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τις ελληνικές αρχές μόνον για λόγους ανάλυσης, αλλά δεν δημοσιοποιούνται ούτε καθίστανται διαθέσιμα σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή φορέα χωρίς τη ρητή συμφωνία της Επιτροπής.».
Με την παρ. 4 του άρθρου 5, προστίθεται, μετά το άρθρο 22 του ν.
, νέο άρθρο 22Α αναφορικά με τις υποχρεώσεις τήρησης της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που κοινοποιούνται στην Επιτροπή από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης και διαβιβάζονται από την Επιτροπή και σε άλλα κράτη μέλη, καθώς και των διαβιβαζόμενων (εισερχόμενων) πληροφοριών στις υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης. Ορίζεται ρητώς ότι και οι διαβιβαζόμενες (εισερχόμενες) πληροφορίες καλύπτονται από το υπηρεσιακό απόρρητο και χαίρουν της ίδιας προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες, δυνάμει της εσωτερικής μας νομοθεσίας. Επιπλέον, ορίζεται ότι οι εκθέσεις και τα έγγραφα που συντάσσονται από την Επιτροπή, με βάση τις πληροφορίες που κοινοποιούνται από την Ελλάδα ,όπως και από τα άλλα κράτη μέλη, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τις ελληνικές αρχές για λόγους ανάλυσης, αλλά δεν δημοσιοποιούνται ούτε καθίστανται διαθέσιμα σε οποιονδήποτε τρίτο (πρόσωπο ή φορέα) χωρίς τη ρητή συμφωνία της Επιτροπής.
5. Στην παράγραφο 10 της Ενότητας Γ’ στο Τμήμα VIII του Παραρτήματος I του Κεφαλαίου Η’ του ν. 4170/2013, οι λέξεις «πριν από» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μετά την».
Άρθρο 6
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1 έως 4 και των παρ. 1 έως και 4 του άρθρου 5 αρχίζει από 1.1. 2017 και της παρ. 5 του άρθρου 5 από 1.1.2016.
Ορίζεται ότι η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1 έως και 4 και των παρ. 1 έως και 4 του άρθρου 5 του παρόντος κεφαλαίου αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2017, ενώ η διάταξη που αφορά τη διόρθωση της διάταξης που είχε εισαχθεί με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του Μέρους πρώτου του ν.
εφαρμόζεται αναδρομικά από 1.1.2016.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 7
Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Φ.Π.Α.
1. Η περίπτ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 7 του Κώδικα Φ.Π.Α., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (Α’ 248), αντικαθίσταται ως εξής:
«β) η ανάληψη από υποκείμενο στο φόρο αγαθών της επιχείρησής του για την ικανοποίηση αναγκών του ή του προσωπικού της επιχείρησης και γενικά η δωρεάν διάθεση αγαθών για σκοπούς ξένους προς την άσκηση της επιχείρησης. Εξαιρούνται τα δώρα μέχρις αξίας δέκα (10) ευρώ και τα δείγματα που διαθέτει ο υποκείμενος στο φόρο για την εκπλήρωση των σκοπών της επιχείρησής του.
Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, ως δώρα, που επίσης εξαιρούνται, θεωρούνται:
i) τα τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα ή άλλα αγαθά, πλην εκείνων που υπόκεινται σε
ειδικούς φόρους κατανάλωσης που διατίθενται δωρεάν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που έχουν συσταθεί νόμιμα στην Ελλάδα και έχουν αποδεδειγμένα φιλανθρωπικό ή κοινωφελή σκοπό, προκειμένου να διανεμηθούν αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση ή την ανακούφιση ευπαθών κοινωνικών ομάδων χωρίς αντάλλαγμα, εφόσον τα αγαθά αυτά δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Ως τέτοια αγαθά θεωρούνται αυτά τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς πώληση ή αξιοποίηση, ιδίως λόγω λαθών ή ελαττωμάτων ή ελλείψεων στη συσκευασία, την επισήμανση ή το ζύγισμα, ή λόγω απόσυρσης από την αγορά ή λόγω εγγύτητας προς την ημερομηνία λήξης
ii) τα αγαθά που παραδίδονται στις Υπηρεσίες του Δημόσιου Τομέα, στους ΟΤΑ, στα ΝΠΔΔ, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), στα εκκλησιαστικά ΝΠ, καθώς και στα ΝΠΙΔ ή στις οντότητες που εποπτεύονται από τους παραπάνω φορείς προκειμένου να διατεθούν για την κάλυψη των αναγκών των προσφύγων, ανεξαρτήτως της αξίας και των προδιαγραφών κατασκευής αυτών,
iii) τα είδη σίτισης που παραδίδονται στο Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων και το Υπουργείο Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης προκειμένου να διανεμηθούν περαιτέρω άνευ ανταλλάγματος για την κάλυψη των αναγκών σίτισης των μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης»
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 παρέχονται φορολογικά κίνητρα στους υποκείμενους ΦΠΑ που παράγουν και εμπορεύονται είδη σίτισης ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή τους στην προσπάθεια καταπολέμησης της παιδικής φτώχειας και της επισιτιστικής ανασφάλειας μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, που οφείλεται στη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας. Συγκεκριμένα με την παρούσα ρύθμιση θεσπίζεται το νομοθετικό πλαίσιο απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που αναλογεί και έχει εκπεσθεί ως φόρος εισροών κατά την παραγωγή ή απόκτηση, των ειδών σίτισης που διαθέτει άνευ ανταλλάγματος υποκείμενος στο ΦΠΑ για την εξυπηρέτηση αναγκών σίτισης μαθητών σχολικών μονάδων στα πλαίσια αντιμετώπισης προβλημάτων ανθρωπιστικής κρίσης. Ο ορισμός των Υπουργείων Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ως αποδεκτών των εν λόγω ειδών αποσκοπεί στην αποτελεσματική διαχείριση και διανομή των ειδών αυτών σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες και τον περιορισμό πρακτικών καταστρατήγησης της διάταξης.
2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτ. α’ της παρ. 1 του άρθ. 35 του Κώδικα Φ.Π.Α., αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά για την παράδοση του παραγγελέα προς τον παραγγελιοδόχο, στην περίπτωση παραγγελιοδοχικών πωλήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθ. 5, αγροτικών προϊόντων για λογαριασμό αγροτών φυσικών προσώπων, για τις οποίες η εκκαθάριση δεν εκδίδεται μηνιαία κατ’ εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο παραγγελιοδόχος.»
2. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 2 τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.
), κατά τρόπο ώστε να προβλέπεται η υποχρέωση για την απόδοση από τον παραγγελιοδόχο του ΦΠΑ που αναλογεί στην παράδοση που πραγματοποιείται από τον παραγγελέα προς τον παραγγελιοδόχο, στις περιπτώσεις που η εκκαθάριση για τις πωλήσεις αυτές δεν εκδίδεται μηνιαία. Με τη διάταξη αυτή οι αγρότες του κανονικού καθεστώτος που πωλούν τα προϊόντα τους μέσω τρίτων (εμπόρων ή αγροτικών συνεταιρισμών) απαλλάσσονται από την υποχρέωση απόδοσης του φόρου που αναλογεί στο ποσό που τους καταβάλλουν οι παραγγελιοδόχοι από την πώληση των αγροτικών προϊόντων για λογαριασμό τους καθώς ο ΦΠΑ που αναλογεί στην τελική αξία της πώλησης των αγαθών αποδίδεται από τους παραγγελιοδόχους αυτούς. Η διάταξη αυτή αφορά στις περιπτώσεις που η εκκαθάριση εκδίδεται πέραν του μηνός και εξυπηρετεί, αφενός τη φορολογική συμμόρφωση των αγροτών, αφετέρου διασφαλίζει τα δημόσια έσοδα από την άποψη ότι ο παραγγελιοδόχος καταβάλλει το συνολικό ποσό του ΦΠΑ που αναλογεί στις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων που διενεργεί κατά το χρόνο που ο φόρος καθίσταται απαιτητός (έκδοση του φορολογικού στοιχείου της πώλησης), παρόλο που τα έσοδα που προκύπτουν από τις εν λόγω πωλήσεις εκκαθαρίζονται πέραν του μηνός. Η διάταξη δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις παραγγελιοδοχικών πωλήσεων αγροτικών προϊόντων για λογαριασμό αγροτών φυσικών προσώπων, για τις οποίες η εκκαθάριση εκδίδεται μηνιαία, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. Στις περιπτώσεις αυτές οι αγρότες του κανονικού καθεστώτος καθίστανται οι ίδιοι υπόχρεοι προς καταβολή του ΦΠΑ που αναλογεί στις παραδόσεις των προϊόντων παραγωγής τους μέσω παραγγελιοδόχων, όπως ισχύει γενικά στις λοιπές περιπτώσεις παραγγελιοδοχικών πωλήσεων, για το λόγο ότι από την εφαρμογή της τροποποιηθείσας διάταξης προέκυπτε για τους αγρότες διαρκής συσσώρευση πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ εισροών, λόγω της μη είσπραξης ΦΠΑ εκροών, για τους παραγγελιοδόχους η ευθύνη της απόδοσης σημαντικών ποσών ΦΠΑ εκροών με επίπτωση στην ταμειακή ρευστότητα των επιχειρήσεών τους και για τη Φορολογική Διοίκηση αυξημένο διοικητικό κόστος ως προς τη διενέργεια των απαιτούμενων φορολογικών ελέγχων.
Άρθρο 8
Τροποποίηση διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα
Το άρθρο 177 του ν. 2960/2001 (Α’ 265) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1.α) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία ή εναέρια μεταφορικά μέσα ή μηχανήματα έργου ή εμπορευματοκιβώτια, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας ναρκωτικών ουσιών, μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, όπλων, εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, το υπηρεσιακό όργανο το οποίο επέβαλε την κατάσχεση ή η Υπηρεσία στην οποία υπηρετεί αυτό, τα παραδίδει, μαζί με αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή (αρμόδιο Τελωνείο ή Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού της Γενικής Δ/νσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων), που ορίζεται αποκλειστικός μεσεγγυούχος συντασσόμενης
έκθεσης παράδοσης και παραλαβής. Εάν οι παραπάνω υπηρεσίες αποδεδειγμένα στερούνται χώρων και δυνατοτήτων φύλαξης τα κατασχεθέντα αντικείμενα δύναται να παραμένουν στην παραφυλακή της υπηρεσίας που προέβη στην κατάσχεση, εάν είναι αναγκαίο και με τη συνδρομή άλλων Δημοσίων υπηρεσιών, η δε αρμόδια Τελωνειακή Αρχή οφείλει να μεριμνήσει για την άμεση διαχείριση τους. Για την φύλαξη των εναερίων μέσων, εφόσον είναι αδύνατη η φύλαξή τους στο χώρο της κατάσχεσης, ζητείται η συνδρομή του πλησιέστερου πολιτικού ή στρατιωτικού αεροδρομίου.
β) Το ίδιο ως άνω όργανο ή η Υπηρεσία, στην οποία υπηρετεί αυτό, επισυνάπτει τα πρωτότυπα της έκθεσης κατάσχεσης και της έκθεσης παράδοσης και παραλαβής, εφόσον αυτή έχει πραγματοποιηθεί, στα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης και κοινοποιεί υποχρεωτικά αντίγραφο του διαβιβαστικού εγγράφου της προανάκρισης στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση.
2. α) Όταν κατάσχονται πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός, τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός, μηχανές πρόωσης κάθε είδους τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας ή ναρκωτικών ουσιών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή όπλων ή εκρηκτικών ή για διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εν γένει, η κατά τόπο αρμόδια Λιμενική Αρχή φυλάσσει αυτά και, αν είναι η κατάσχουσα αρχή, διαβιβάζει αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης μαζί με τα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης στο αρμόδιο Τελωνείο και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, για τη διαχείρισή τους.
β) Τα κατασχεθέντα πλωτά μέσα, ναυτιλιακός εξοπλισμός τόσο ως εξοπλισμός επί πλωτού μέσου, όσο και ως μεμονωμένος εξοπλισμός μηχανές πρόωσης κάθε είδους τόσο επί του πλωτού μέσου, όσο και μεμονωμένα, παραμένουν στην παραφυλακή της Λιμενικής Αρχής η οποία τα φυλάσσει, μέχρις ότου παραδοθούν στον αγοραστή που θα αναδειχθεί από τις πλειοδοτικές δημοπρασίες ή διατεθούν για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου ή αποδοθούν στον ιδιοκτήτη ή δοθεί εντολή καταστροφής τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
γ) Για πλωτά μέσα αξίας άνω των 6.000€ με βάση την έκθεση κοστολόγησής τους δύναται η Λιμενική Αρχή, μόνο εάν τεκμηριωμένα υφίσταται πλήρης αδυναμία αυτής για την φύλαξη των κατασχεθέντων, να διορίσει ειδικό μεσεγγυούχο από τους εγγεγραμμένους στον ειδικό κατάλογο πραγματογνωμόνων. Ο ειδικός μεσεγγυούχος παραλαμβάνει το πλωτό μέσο με λεπτομερές πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία αυτού και των εξαρτημάτων του. Με την ως άνω παραλαβή ο μεσεγγυούχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το φυλάσσει στην κατάσταση στην οποία το παρέλαβε και φέρει αποκλειστικά και προσωπικά την ευθύνη για οποιαδήποτε φθορά, ζημιά ή κλοπή εξαρτημάτων που θα προκληθεί σ’ αυτό. Η αποζημίωση και τα σχετικά έξοδα των μεσεγγυούχων εκκαθαρίζονται από την αρχή που διέταξε τη μεσεγγύηση ή φύλαξη ή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας και η εκκαθάριση διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τα σχετικά δικαιολογητικά για την πληρωμή του δικαιούχου.
3. Η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, στην οποία παραδόθηκαν τα κατασχεθέντα ή κοινοποιήθηκε η κατάσχεση των ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, συντάσσει, εφόσον αυτά προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκθεση επαλήθευσης με την οποία προσδιορίζει τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που αναλογούν στην εισαγωγή τους και αποστέλλει αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο Εισαγγελέα μέσα σε ένα μήνα από την παράδοση των κατασχεθέντων ή την κοινοποίηση της έκθεσης κατάσχεσης. Για τα πλωτά και εναέρια μέσα αντίγραφο της έκθεσης επαλήθευσης διαβιβάζεται και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού.
4. α) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εάν κατά την κρίση του συντρέχει περίπτωση μη δήμευσης των κατασχεθέντων σύμφωνα με τα άρθρα 310 του Κ.Π.Δ., 160 παρ. 4 του παρόντος κώδικα ή άλλες διατάξεις, δύναται να διατάξει με αμετάκλητη απόφασή του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη.
β) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δύναται επίσης, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, να διατάξει με αμετάκλητη απόφασή του την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των κατασχεθέντων σε αυτόν, ακόμα και αν συντρέχει περίπτωση δήμευσης των κατασχεθέντων, υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης με την αξία τους, όπως αυτή προκύπτει από την έκθεση κοστολόγησης, προκειμένου να επέχει τη θέση των κατασχεθέντων που υπόκεινται σε δήμευση.
γ) Κάθε βούλευμα ή απόφαση σχετικά με άρση της κατάσχεσης και απόδοση των μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 στον ρητά κατονομαζόμενο ιδιοκτήτη καθώς και κάθε απόφαση για δήμευσή τους κοινοποιείται αμελλητί από τον Εισαγγελέα στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο μαζί με βεβαίωση από την οποία προκύπτει η ημερομηνία του αμετακλήτου αυτών.
δ) Η παραλαβή από τον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων και κατά τα ανωτέρω αποδοθέντων ειδών ή μέσων πραγματοποιείται μετά από αίτησή του συνοδευόμενη από όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα. Ο ιδιοκτήτης, πριν την παραλαβή, υποχρεούται στην καταβολή των εξόδων μεταφοράς και φύλαξης καθώς και δασμών και λοιπών φόρων που αναλογούν στα ως άνω είδη ή μέσα.
5. α) Η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο, εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παρ. 1 και μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της κατάσχεσης για τα είδη της παρ. 2, δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη, προβαίνουν στην εκποίηση ή διάθεσή τους.
β) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστησαν αμετάκλητα η απόφαση ή το βούλευμα ή η εισαγγελική διάταξη για άρση της κατάσχεσης και απόδοση των κατασχεθέντων στον ιδιοκτήτη, αυτά δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική αυτού υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και ο ιδιοκτήτης αποστερείται παντός δικαιώματος παραλαβής ή αποζημίωσης.
γ) Εάν μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τότε που κατέστη αμετάκλητο το βούλευμα περί απόδοσης στον ιδιοκτήτη των κατασχεθέντων με τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης δεν έχουν παραληφθεί από αποκλειστική του υπαιτιότητα, τα κατασχεθέντα μπορεί να εκποιούνται ή να διατίθενται.
6. α) Η εκποίηση των κατασχεθέντων ειδών των παρ. 1 και 2 πραγματοποιείται μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παρ. 5 σύμφωνα με τους όρους πώλησης που ισχύουν για τις δημοπρασίες που διενεργούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης δημόσιου υλικού.
β) Η Τελωνειακή Αρχή, η οποία έχει την αρμοδιότητα και ευθύνη της διαχείρισης των κατασχεθέντων ειδών ή μεταφορικών μέσων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, συντάσσει έκθεση κοστολόγησης.
γ) Κατασχεθέντα είδη της περίπτ. α) της παρ. 2, τα οποία είναι σε κακή κατάσταση και άνευ εμπορικής αξίας, καταστρέφονται, κατ’ εξαίρεση της περίπτ. α) της παρούσας παραγράφου, μετά την πάροδο των προθεσμιών της παρ. 5. Η καταστροφή πραγματοποιείται μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση επιτροπής η οποία απαρτίζεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ως Πρόεδρο, έναν υπάλληλο της ιδίας Αρχής και τον Προϊστάμενο της Λιμενικής Αρχής.
Η γνωμοδότηση της επιτροπής διαβιβάζεται με μέριμνα της Λιμενικής Αρχής προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή των πλωτών μέσων, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων.
Με πρόταση της ίδιας γνωμοδοτικής επιτροπής είναι δυνατή η διάθεση των ως άνω ειδών για ειδικές χρήσεις σε Δημόσιες Υπηρεσίες Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο .
δ) Τα πλωτά μέσα δύναται να εκποιούνται για διάλυση. Για όσα εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία των φουσκωτών σκαφών με εξωλέμβιους κινητήρες είναι δυνατή η εκποίηση των κινητήρων και των σκαφών μεμονωμένα.
ε) Για τα πλωτά μέσα των οποίων οι δημοπρατήσεις απέβησαν άγονες εκ των οποίων οι τρεις με την ίδια τιμή εκκίνησης η Λιμενική Αρχή φύλαξης αυτών προβαίνει, μετά από σχετική βεβαίωση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού, σε πρόταση προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολικής και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την καταστροφή τους σύμφωνα με τα ισχύοντα για τις καταστροφές των πλωτών μέσων των ανωτέρω Υπουργείων.
7. α) Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παρ. 5, τα κατασχεμένα οχήματα της παρ. 1 δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος προς κυκλοφορία σε Δημόσιες Υπηρεσίες Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο.
β) Με όμοια απόφαση, οχήματα τέλους κύκλου ζωής (Ο.Τ.Κ.Ζ.) και οχήματα για διάλυση δύναται να διατίθενται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς λόγους τα οποία μετά την χρησιμοποίησή τους παραδίδονται σε αδειοδοτημένους φορείς διαχείρισης τέτοιων οχημάτων.
γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά την παρέλευση των προθεσμιών της παρ. 5, τα πλωτά μέσα της παρ. 2 και τα κατασχεθέντα είδη της παρ. 1, εκτός των οχημάτων, δύναται να διατίθενται δωρεάν ή έναντι τιμήματος σε Δημόσιες Υπηρεσίες Ο.Τ.Α. Ν.Π.Δ.Δ., και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Δημόσιο.
δ) Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) δύναται να διατίθενται, κατ’ εξαίρεση των περιπτώσεων α) και γ) και κατά προτεραιότητα, ένα ή περισσότερα κατασχεθέντα από οποιαδήποτε αιτία χερσαία ή πλωτά μεταφορικά μέσα, σε Τελωνειακές και Φορολογικές Υπηρεσίες για τις ανάγκες της δίωξης λαθρεμπορίου και φοροδιαφυγής.
ε) Για τα οχήματα που δεν προέρχονται από κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Υπηρεσία, στην οποία διατίθενται προς κυκλοφορία, αναλαμβάνει την έκδοση της κατά περίπτωση απαιτούμενης έγκρισης τύπου για την κυκλοφορία τους με δικές της ενέργειες και έξοδα.
στ) Για τα κατασχεθέντα είδη που δεν προέρχονται από κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία διατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, καταβάλλονται από τις υπηρεσίες στις οποίες διατίθενται οι αναλογούντες δασμοί.
8. Αν μετά την εκποίηση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση από την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. και μετά από αίτησή του στην αρμόδια υπηρεσία εκποίησης ως εξής:
α) Όταν το εκποιηθέν είδος έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή, ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχόμενου Φ.Π.Α.
β) Όταν το εκποιηθέν είδος δεν έχει πλήρως εξοφληθεί από τον αγοραστή και το εκπλειστηρίασμα εισπράττεται με άτοκες δόσεις ο ιδιοκτήτης του κατασχεθέντος δύναται να επιλέξει είτε την είσπραξη ποσού ίσου με τις εισπραχθείσες κάθε φορά δόσεις αφαιρουμένου του εμπεριεχόμενου Φ.Π.Α., είτε ποσού ίσου με το εκπλειστηρίασμα μειωμένο κατά την προβλεπόμενη έκπτωση, εάν αυτό καταβαλλόταν εφάπαξ, αφαιρουμένου του εμπεριεχόμενου Φ.Π.Α.
9. Αν μετά την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση ως εξής:
α) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται δωρεάν, ποσό ίσο με την τιμή κοστολόγησης αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. Υπόχρεη για την καταβολή του ποσού αυτού στον ιδιοκτήτη είναι η Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε το κατασχεθέν είδος.
β) Όταν το κατασχεθέν είδος διατίθεται έναντι τιμήματος καταβάλλεται από μεν την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. ποσό ίσο με το εισπραχθέν τίμημα αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α. από δε την Υπηρεσία στην οποία διατέθηκε αυτό, ποσό ίσο με την διαφορά της τιμής κοστολόγησης και του τιμήματος που κατεβλήθη, αφαιρουμένου του εμπεριεχομένου Φ.Π.Α.
10. Τα αναφερόμενα στις παρ. 8 και 9 ποσό καταβάλλονται έντοκα από την ημερομηνία που οι αρμόδιες υπηρεσίες προς αποζημίωση λάβουν αίτημα με όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά του δικαιωθέντος ιδιοκτήτη μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού εντάλματος πληρωμής. Η καταβολή των προς αποζημίωση ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε και του άρθρου 12 του ν.4174/2013 (Α’ 170).
11. α) Τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα λαθρεμπορευμάτων ή ναρκωτικών ουσιών ή όπλων ή εκρηκτικών ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή λόγω διάπραξης οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος καθώς και τα κλεμμένα οχήματα και μηχανήματα έργου που ανακαλύπτονται κατά τους ελέγχους ή έρευνες από τα Τελωνεία ή τις διωκτικές αρχές του Υπουργείου Οικονομικών ή από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος, παραδίδονται στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο Τελωνείο, κατά περίπτωση, μαζί με αντίγραφα της έκθεσης κατάσχεσης και των εγγράφων αναζήτησης και ειδοποίησης των ιδιοκτητών και συντάσσεται έκθεση παράδοσης-παραλαβής.
Τα κατασχεθέντα παραλαμβάνονται από τον ιδιοκτήτη μετά από άδεια παραλαβής από την αρμόδια αρχή ή με αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, αφού προηγουμένως καταβληθούν τα έξοδα μεταφοράς και φύλαξης.
β) Αν μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από την ημερομηνία παραλαβής τους η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ή το αρμόδιο Τελωνείο δεν έχουν λάβει έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση του Εισαγγελέα περί άρσης της κατάσχεσης και απόδοσης στον ιδιοκτήτη ή μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από το αμετάκλητο δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος ή από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον δικαιούχο η άδεια της αρμόδιας Αρχής για την παραλαβή του οχήματος δεν έχουν παραληφθεί από αυτόν, τότε τα κατασχεθέντα δύναται να διατίθενται στην Ελληνική Αστυνομία και στις Ένοπλες Δυνάμεις αποκλειστικά για τις ανάγκες τους στο εσωτερικό της χώρας.
γ) Μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, τα κατασχεθέντα δύναται να εκποιούνται ή να διατίθενται και σε άλλες υπηρεσίες εκτός των ανωτέρω, εφόσον δεν είναι καταχωρημένα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS II).
δ) Αν μετά την εκποίηση ή την διάθεση των κατασχεθέντων διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν αποζημίωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 8, 9 και 10.
12. Όλα τα είδη χερσαίων και εναερίων μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων έργου που για οποιαδήποτε αιτία έχουν δεσμευτεί ή ακινητοποιηθεί από τις αρμόδιες Τελωνειακές αρχές ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή και φυλάσσονται στην Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού ή στο αρμόδιο τελωνείο, διατίθενται ή εκποιούνται, εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την ημερομηνία δέσμευσης ή ακινητοποίησης. Εάν μετά την εκποίηση ή διάθεση των ανωτέρω αρθεί η δέσμευση ή διαταχθεί αμετάκλητα η απόδοση τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται αποζημίωση κατ’ αντιστοιχία με τα οριζόμενα στις παρ. 8, 9 και 10.
13. Οχήματα που δεσμεύονται από το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης, προκειμένου να διατεθούν σε υπηρεσίες, αποδεσμεύονται αυτομάτως και δεν δύναται να δεσμευθούν στο μέλλον για τις ίδιες υπηρεσίες, εάν μετά την παρέλευση ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών από την δέσμευσή τους δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις διάθεσης.
14. α) Με αποφάσεις του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζονται:
αα) οι όροι πώλησης των ειδών που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αβ) οι αρμόδιες Υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. και οι όροι πώλησης ειδών πέραν των περιλαμβανομένων στο παρόν άρθρο, τα οποία περιέρχονται στη διαχείριση των ως άνω Υπηρεσιών.
β) Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται το ημερήσιο κόστος φύλαξης, ο χρόνος υπολογισμού του, το κόστος μεταφοράς όλων των ειδών που περιέρχονται στη διαχείριση των αρμοδίων Υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. και οποιαδήποτε άλλη δαπάνη βαρύνει τα είδη κατά την απόδοσή τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
Με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση, αντικαθίσταται το άρθρο 177 του ν. 2960/01 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», αναγκαιότητα που προέκυψε για τους κάτωθι λόγους:
• Επικαιροποίηση, προσαρμογή, αποσαφήνιση και απλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου στα νέα δεδομένα που προέκυψαν μετά την κατάργηση του τ. Ο.Δ.Δ.Υ. Α.Ε. και την μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στις Υπηρεσίες Γενικής Δ/νσης Τελωνείων & Ε.Φ.Κ.
• Επίλυση προβλημάτων που διαπιστώθηκαν από την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών.
• Καλύτερη διαχείριση των αναφερομένων κατασχεμένων ειδών μέσω της προσφορότερης αξιοποίησης τους, της μείωσης των εξόδων διαχείρισης και φύλαξης και της αύξησης των εσόδων από την εκποίησή τους.
Αναλυτικότερα:
• Με τις παραγράφους 1 και 2, γίνεται ενοποίηση του νομοθετικού πλαισίου διαχείρισης των κατασχεθέντων από οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, μεταφορικών μέσων, εμπορευματοκιβωτίων και μηχανημάτων έργου και επιδιώκεται η εξάλειψη ασαφειών, παρερμηνειών και γραφειοκρατικών διαδικασιών από την ύπαρξη πολλών νομοθετικών διατάξεων ως προς την διαχείριση αυτών. Μέχρι σήμερα τα κατασχεθέντα είδη για διάπραξη των αδικημάτων της λαθρεμπορίας, ναρκωτικών ουσιών, μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, όπλων και εκρηκτικών διαχειρίζονταν με το άρθρο 177 του Ν.2960/01 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας»(ΦΕΚ 265/Α/22-11- 2001), ενώ τα κατασχεθέντα είδη για διάπραξη των υπόλοιπων ποινικών αδικημάτων με το άρθρο 38 του Ν.3763/09 «Ενσωμάτωση Οδηγιών
,
και
, διατάξεων των Οδηγιών
και
, διατάξεις φορολογίας εισοδήματος κεφαλαίου, ΦΠΑ και λοιπών φορολογιών και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ 80/Α/27-5-2009).
• επίσης, με την παράγραφο 2, καθορίζονται κριτήρια και υποχρεώσεις για τον διορισμό μεσεγγυούχων πλωτών μέσων, αποσκοπώντας στην μείωση του κόστους διαχείρισης και φύλαξης και στην αποφυγή της κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος.
• Με τις παραγράφους 3, 4, 5 και 6, ορίζονται με πιο απλό, σαφή και κατανοητό τρόπο θέματα διαχείρισης και απόδοσης κατασχεθέντων συμβάλλοντας στην καλύτερη διαχείριση αυτών και στην εξάλειψη ασαφειών και παρερμηνειών.
• Με την παράγραφο 5, μειώνεται ο χρόνος που μεσολαβεί από την κατάσχεση μέχρι την εκποίηση των κατασχεμένων πλωτών μέσων ώστε να μειωθεί ο χρόνος και κατά συνέπεια το κόστος φύλαξής αυτών καθώς και να επιτευχθεί αύξηση εσόδων από την έγκαιρη εκποίησή τους χωρίς να επέλθει η απαξίωσή τους.
• Με την παράγραφο 6, ορίζεται διαδικασία καταστροφής και διάθεσης για ειδικές χρήσεις πλωτών μέσων άνευ αξίας πριν την εκποίησή τους, αποσκοπώντας στην μείωση του κόστους διαχείρισης και φύλαξης κατασχεμένων πλωτών μέσων και στην αποσυμφόρηση των λιμανιών από την υπέρμετρη συγκέντρωση κατασχεμένων πλωτών μέσων, λόγω της αυξημένης μεταναστευτικής ροής, που υποβαθμίζουν το θαλάσσιο περιβάλλον και παρεμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία και την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας εντός αυτών (εδάφιο γ). Επίσης καταργείται ο αριθμητικός περιορισμός των δημοπρατήσεων πλωτών μέσων προκειμένου να μην οδηγούνται στην καταστροφή πλωτά μέσα αξίας (εδάφιο ε).
• Με την παράγραφο 7, θεσμοθετούνται αλλαγές στην διάθεση των κατασχεθέντων ειδών με τη κατάργηση της παραχώρησης κατά χρήση των κατασχεθέντων και την αξιοποίηση οχημάτων για τα οποία δεν υπήρχε στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο η δυνατότητα αυτή. Οι αλλαγές αυτές αποσκοπούν στα κάτωθι:
α) Αποφυγή αυξημένων δαπανών για τις Δημόσιες Υπηρεσίες από την εφαρμογή της διάταξης για παραχώρηση κατά χρήση κατασχεμένων οχημάτων τα οποία επιστρέφονται στους δικαιωθέντες ιδιοκτήτες, αφού αυτά έχουν επισκευασθεί από αυτές καταβάλλοντος σε αυτούς και αποζημίωση για την χρήση τους.
β) Αξιοποίηση των οχημάτων, εξ αυτών που οδηγούνται στην ανακύκλωση δίνοντας την δυνατότητα να διατίθενται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην ΕΛ.ΑΣ. και στις Ένοπλες Δυνάμεις για εκπαιδευτικούς σκοπούς ικανοποιώντας πολύχρονα αιτήματά τους και συμβάλλοντας στην επίτευξη των εκπαιδευτικών σκοπών τους με το μικρότερο, για το Δημόσιο κόστος.
γ) Αξιοποίηση οχημάτων τα οποία λόγω της μη κοινοτικής καταγωγής οδηγούνται στην ανακύκλωση ή για ανταλλακτικά ενώ δύναται να τεθούν σε κυκλοφορία με κατάλληλες ενέργειες. Με την διάθεση των ανωτέρω οχημάτων σε Δημόσιες Υπηρεσίες οι οποίες θα αναλάβουν όλες τις ενέργειες για να τεθούν σε κυκλοφορία, καλύπτονται οι υπηρεσιακές τους ανάγκες σε οχήματα με το μικρότερο δυνατό κόστος για αυτές.
• Με τις παραγράφους 8, 9 και 10 καθορίζεται απλουστευμένος τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης των δικαιωθέντων ιδιοκτητών μετά από αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις καθώς και οι υπόχρεες Υπηρεσίες για την καταβολή τους επιδιώκοντας αφενός τη ταχύτερη αποζημίωση των δικαιωθέντων ιδιοκτήτων καθώς και τη λελογισμένη χρήση από τις Δημόσιες Υπηρεσίες της δυνατότητας που έχουν για την απόκτηση οχημάτων εκ των κατασχεθέντων αφού αυτές ορίζονται ως υπόχρεες για την καταβολή των αποζημιώσεων.
• Με την παράγραφο 11, καθορίζεται δυνατότητα διάθεσης στην ΕΛ.ΑΣ. και στις Ένοπλες Δυνάμεις κλεμμένων οχημάτων και μηχανημάτων έργων που αναζητούνται στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS II) και τα οποία μετά από πολυετή παραμονή τους στις αποθήκες των Υπηρεσιών μας δεν έχουν παραληφθεί από τους ιδιοκτήτες παρότι αυτοί έχουν ειδοποιηθεί ή έχουν εκδοθεί αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις για την απόδοσή τους. Τα κατασχεθέντα και ανευρεθέντα κλεμμένα οχήματα δεν δύναται να εκποιηθούν παρά μόνο μετά την διαγραφή τους από το σύστημα Σένγκεν γιατί δεν είναι δυνατή η έκδοση άδειας κυκλοφορίας από το Υπουργείο Μεταφορών. Η δυνατότητα διάθεσης αυτών στις προαναφερόμενες Υπηρεσίες είναι εφικτή επειδή για αυτές δεν απαιτείται άδεια του Υπουργείου Μεταφορών. Επιδιώκεται με αυτόν τον τρόπο η αξιοποίηση οχημάτων που απαξιώνονται από την πολυετή παραμονή τους σε υπαίθριους χώρους και ταυτόχρονα όποιος ιδιοκτήτης θελήσει μετά την παραχώρησή τους να τα παραλάβει αποζημιώνεται με την τιμή κοστολόγησής τους ωφελούμενος περισσότερο από ότι να παραλάβει ένα απαξιωμένο όχημα.
Άρθρο 9
Η παράγραφος 1 του άρθρου 170 του ν. 2960/2001 (Α’ 265) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Όταν η Τελωνειακή Αρχή παραλάβει τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 164 και επόμενα του παρόντα Κώδικα, δημοσιεύει με τοιχοκόλληση στο Τελωνειακό Κατάστημα, πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο ώστε να εμφανισθεί εντός πέντε (5) ημερών και προκαταβάλει τις αναγκαίες δαπάνες για τη φύλαξη αυτών μέχρι τελεσιδικίας της απόφασης η οποία θα αποφανθεί για τη δήμευση αυτών. Το ποσό των δαπανών ορίζει ο Προϊστάμενος του Τελωνείου με πρωτόκολλο, με το οποίο δύναται να ορισθεί και η κατά χρονικά διαστήματα προκαταβολή. Για τα κατασχεθέντα μεταφορικά μέσα εφαρμογή έχουν τα οριζόμενα στο άρθρο 177.»
Με το άρθρο αυτό διαγράφονται από την παρ.1 του άρθρου 170 οι λέξεις «ή μεταφορικά μέσα» καθόσον η διαχείριση των μεταφορικών μέσων που κατάσχονται ως αντικείμενα λαθρεμπορίας περιλαμβάνεται πλέον και καθορίζεται στο άρθρο 177.
Άρθρο 10
Φορολογικές διατάξεις για την Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.) και την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων (Ε.Ο.& Κ.)
1. Οι άμεσες θυγατρικές της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.», οι οποίες υπάγονταν στις διατάξεις της παρ. 5 του άρθ. 82 του ν. 2238/1994 (Α’ 151) και του άρθρου 65Α του ν. 4174/2013 (Α’ 170), θεωρείται ότι έχουν περαιώσει οριστικά τις φορολογικές τους υποχρεώσεις για τις αντίστοιχες διαχειριστικές περιόδους ή φορολογικά έτη κατά τα οποία ενέπιπταν στις προαναφερόμενες διατάξεις εφόσον στα ετήσια φορολογικά πιστοποιητικά που εκδόθηκαν ή πρόκειται να εκδοθούν, δεν υπάρχουν παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας. Σε περίπτωση που υπάρχουν παραβάσεις στα ως άνω φορολογικά πιστοποιητικά, ο φορολογικός έλεγχος περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στις παραβάσεις αυτές.
2. α) Η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ.) Α.Ε., εφόσον έχει αποδώσει απευθείας στο λογαριασμό του μοναδικού της μετόχου τα οφειλόμενα μερίσματα, θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει όλες τις σχετικές φορολογικές της υποχρεώσεις, μη εφαρμοζομένων των άρθρων 8 και 10 του ν.δ. 1195/1942 (Α’ 80), του άρθρου 18 του ν. 3943/2011 (Α” 66), καθώς και κάθε άλλης διάταξης περί προσθέτων φόρων, προστίμων και προσαυξήσεων. Το αυτό ισχύει και για τυχόν οφειλόμενα μερίσματα, εφόσον καταβληθούν απευθείας στο λογαριασμό του μετόχου, εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Τυχόν καταβληθέντες πρόσθετοι φόροι ή προσαυξήσεις δεν αναζητούνται.
β) Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης εφαρμόζονται και για τις απορροφηθείσες από την Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ.) Α.Ε. εταιρείες, υπό τις αυτές ως άνω προϋποθέσεις.
3. Οι φορολογικές απαλλαγές του άρθρου 206 του ν. 4389/2016 (Α’ 94), αποκλειστικά ως προς την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος που προκύπτει από τη δραστηριότητα της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) Α.Ε., ισχύουν για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι φορολογικές απαλλαγές του άρθρου 206 του ν. 4389/2016 εφαρμόζονται και για κάθε δικαιοπραξία που καταρτίζεται, δυνάμει των άρθρων 201 του ν. 4389/2016 και του εισαγωγικού εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2636/1998 (Α’ 198), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 212 του ν. 4389/2016, από την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε. και τις άμεσες θυγατρικές της, εφόσον αυτές είναι υπόχρεες σε φόρο, εξαιρουμένων των Τ.Χ.Σ. και Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ..
4. Η παρ. 4 του άρθ. 23 του ν. 3427/2005 (Α’ 312), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για ακίνητα του Δημοσίου, του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.), της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ.) Α.Ε., καθώς και για τα πρόσωπα της υποπερίπτωσης β’ της περίπτ. στ’ της παρ. 1 του άρθ. 3 του ν.4223/2013 (Α’ 287».
5. Η περίπτ. α’ της παρ. 1 του άρθ. 3 του ν.4223/2013, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Στο Δημόσιο, στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.), στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), στην Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ.) Α.Ε. και στην Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων (Ε.Ο.& Κ.)»·
6. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 ισχύουν από 1.1.2016, πλην αυτής της παρ. 5 κατά το μέρος που αφορά στην Ε.Ο.& Κ., για την οποία ισχύει από 1.1.2017.
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιχειρείται η φορολογική τακτοποίηση εκκρεμοτήτων της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) Α.Ε., έτσι ώστε να μην μεταφερθούν φορολογικά βάρη στη νέα «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ», της οποίας θα καταστεί θυγατρική.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι εφόσον έχει εκδοθεί φορολογικό πιστοποιητικό για την εταιρεία, χωρίς παραβάσεις με αυτό θεωρείται ότι έχουν οριστικά περαιωθεί οι φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας.
Επίσης ρυθμίζεται το ζήτημα της καταβολής μερισμάτων απευθείας στο μέτοχο, ώστε να μην επιβαρυνθεί η ΕΤΑΔ ΑΕ με πρόστιμα, λόγω μη καταβολής μέσω Δ.Ο.Υ.. Περαιτέρω, ορίζεται ότι οι προβλεπόμενες από το νόμο
φορολογικές απαλλαγές από εισόδημα και μόνο της ΕΤΑΔ ΑΕ, θα ισχύουν από 1/1/2016, έτσι ώστε να μην διαφοροποιούνται μέσα στη χρήση οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας η οποία άλλωστε, λόγω ζημιών, δεν καταβάλλει φόρο εισοδήματος. Επιπλέον, οι συμβάσεις που καταρτίζει η ΕΤΑΔ ΑΕ για την αξιοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων, σύμφωνα με το ν.
, απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος κ.λπ., όπως ισχύει και για το ΤΑΙΠΕΔ και ως κίνητρο για την προώθηση της αξιοποίησης.
Επεκτείνεται και στην ΕΤΑΔ ΑΕ η απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων, λόγω του πλήθους των ακινήτων που της μεταβιβάζονται, καθώς και από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., δεδομένου ότι η διάταξη της περ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν.
, όπως προστέθηκε με την περ. β’ της υποπαραγράφου Δ3 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του ν.
, η οποία προβλέπει την απαλλαγή από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. των ακινήτων του Δημοσίου και του ΤΑΙΠΕΔ, αφορά χρονικό διάστημα πριν από τη μεταβίβαση των ακινήτων των φορέων αυτών στην ΕΤΑΔ ΑΕ με το ν.
. Επομένως είναι αναγκαία η σχετική πρόβλεψη για την ταυτότητα λόγου, εφόσον και προ ισχύος της παραπάνω διάταξης οι εν λόγω φορείς όπως και η απορροφηθείσα εταιρεία ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΤΠΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΕ, καθώς και ο EOT, τα ακίνητα του οποίου περιήλθαν, επίσης στην ΕΤΑΔ ΑΕ με το ν.
, απαλλάσσονταν από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα ακίνητα που κατείχαν. Επίσης θεσπίζεται για την Ε.Ο.& Κ. απαλλαγή της από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ως αντιστάθμισμα της απώλειας εσόδων που υφίσταται με τη ρύθμιση του άρθρου 27 του Σχεδίου Νόμου.
Άρθρο 11
Τροποποιήσεις διατάξεων ν. 4389/2016
1. Στο ν. 4389/2016 (Α’ 94) προστίθεται άρθρο 17Α, ως εξής:
«Άρθρο 17Α
Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία
1. Οι νέοι υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. δύνανται να διορίζονται στη Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την πράξη διορισμού τους, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, με σκοπό την παρακολούθηση προγράμματος υποχρεωτικής εισαγωγικής εκπαίδευσης.
Ως προθεσμία δημοσίευσης των ατομικών πράξεων διορισμού ορίζεται το εξάμηνο από τη δημοσίευση της απόφασης κατανομής ή των οριστικών πινάκων στην περίπτωση αναπλήρωσης.
2. Οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν φέρουν την ιδιότητα σπουδαστή ή φοιτητή εκπαιδευτικού ιδρύματος, αλλά λογίζονται και αμείβονται ως δόκιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Με την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εισαγωγικής εκπαίδευσης οι νέοι υπάλληλοι καταλαμβάνουν κενές οργανικές θέσεις, σε υπηρεσίες αντίστοιχου κλάδου, κατηγορίας/ειδικότητας της Αρχής στην περιφερειακή ενότητα διορισμού τους βάσει της οικείας προκήρυξης, με ταυτόχρονη κατάργηση της προσωποπαγούς θέσης.
3. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των νεοδιόριστων στη Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία υπαλλήλων κατά τον χρόνο της φοίτησής τους, ο τρόπος υλοποίησης και ολοκλήρωσης της εισαγωγικής εκπαίδευσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»
2. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν για υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίοι διορίζονται κατόπιν προκηρύξεων που εκδίδονται μετά την δημοσίευση του παρόντος.
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προστίθεται νέο άρθρο 17Α στον ν.
, για τη Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με το οποίο προβλέπεται ότι οι νέοι υπάλληλοι της Αρχής των προκηρύξεων που εκδίδονται μετά την δημοσίευση της εν λόγω διάταξης δύνανται να διορίζονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την πράξη διορισμού τους στη Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία της Α.Α.Δ.Ε., προκειμένου να παρακολουθήσουν πρόγραμμα υποχρεωτικής εισαγωγικής εκπαίδευσης για την ολοκληρωμένη επιμόρφωση και εκπαίδευση τους με στόχο τη συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Για το εν λόγω χρονικό διάστημα λογίζονται και αμείβονται ως δόκιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εισαγωγικής εκπαίδευσης οι νέοι υπάλληλοι καταλαμβάνουν δεσμευμένες κενές οργανικές θέσεις σε υπηρεσίες αντίστοιχου κλάδου κατηγορίας/ειδικότητας της Αρχής στην περιφερειακή ενότητα διορισμού τους βάσει της οικείας προκήρυξης με ταυτόχρονη κατάργηση των προσωποπαγών θέσεων. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής θα ρυθμιστούν τα ειδικότερα θέματα σχετικά με την φοίτηση και την εισαγωγική εκπαίδευση των νεοδιόριστων στη Φορολογική και Τελωνειακή Ακαδημία υπαλλήλων.
Άρθρο 12
Τροποποιήσεις διατάξεων Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
1.α. Στην παρ. 1 του άρθ. 9 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) η φράση «στον ιστότοπο του Υπουργείου Οικονομικών» αντικαθίσταται με τη φράση «στον ιστότοπο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
β. Η παρ. 2 του άρθ. 9 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι είναι δεσμευτικές για τη Φορολογική Διοίκηση, έως ότου ανακληθούν ρητά ή έως ότου τροποποιηθεί η νομοθεσία την οποία ερμηνεύουν. Η τυχόν μεταβολή της ερμηνευτικής θέσης της Φορολογικής Διοίκησης δεν ισχύει αναδρομικά σε περίπτωση που συνεπάγεται τη χειροτέρευση της θέσης των φορολογουμένων».
γ. Η παρ. 5 του άρθ. 9 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος ακολούθησε τις εγκυκλίους της φορολογικής Διοίκησης αναφορικά με τη φορολογική του υποχρέωση, η δήλωσή του δε θεωρείται ανακριβής ή δε θεωρείται ότι παρέλειψε να υποβάλει δήλωση, κατά περίπτωση».
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 γίνεται αναγκαία νομοτεχνική προσαρμογή στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.
, ΚΦΔ) λόγω εφαρμογής των διατάξεων του ν.
για την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Η διάταξη της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 προτείνεται κατ’ εφαρμογή των συνταγματικών αρχών της χρηστής διοίκησης (ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., ΣτΕ 4731/2014, ΣτΕ 640/2015 κ.ά.) και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης (ΣτΕ Ολ 2034/2011, ΣτΕ 1508/2002, ΣτΕ 3777/2008, ΣτΕ 4731/2014, ΣτΕ 640/2015 κ.ά.), που επιβάλλουν ιδίως τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων (ΣτΕ 2811/2012 7μ., 144, 1976/2015 με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία ΔΕΕ και Ε.Δ.Δ.Α.) και που πρέπει να τηρούνται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους (ΣτΕ 144, 1976/2015, 1623/2016, 675/2017). Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω διάταξη προτείνεται για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων που μεταγενέστερη μεταβολή της ερμηνευτικής θέσης της Διοίκησης έχει ως συνέπεια την αναδρομική χειροτέρευση της θέσης του φορολογουμένου. Έτσι, προβλέπεται ότι η τυχόν μεταβολή της ερμηνευτικής θέσης της Φορολογικής Διοίκησης δεν ισχύει αναδρομικά σε περίπτωση που συνεπάγεται αναδρομική φορολογική επιβάρυνση του φορολογουμένου.
Στο πλαίσιο αυτό με την περίπτωση γ’ αναδιατυπώνονται και οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 9 ΚΦΔ, ώστε να είναι σαφές ότι δεν θεωρείται ότι ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση ή ότι υπέβαλε ανακριβή δήλωση, εφόσον για τις δηλωτικές του υποχρεώσεις ακολούθησε τις κατά τον χρόνο γένεσης της φορολογικής του υποχρέωσης οδηγίες της Φορολογικής Διοίκησης.
2. Στο άρθ. 14 του ν. 4174/2013 προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Ο Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε. με απόφασή του μπορεί να ορίζει κατηγορίες φορολογουμένων, οι οποίοι υποχρεούνται να παρέχουν αυτομάτως πληροφορίες για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τον τρόπο, το χρόνο και τη διαδικασία υποβολής των πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.».
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 2 προστίθεται νέα εξουσιοδοτική διάταξη στο άρθρο 14 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ανάλογη με αυτή της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας προκειμένου ο Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε. να μπορεί να ορίζει με απόφασή του κατηγορίες φορολογουμένων, οι οποίοι υποχρεούνται να παρέχουν στην Α.Α.Δ.Ε., χωρίς άλλη διοικητική ενέργεια, πληροφορίες για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, οι οποίες θα αξιοποιηθούν στην ελεγκτική διαδικασία.
3. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθ. 15 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τρίτα πρόσωπα που δεσμεύονται από επαγγελματικό απόρρητο υποχρεούνται στη χορήγηση των πληροφοριών της παρ. 3, εφόσον αυτές αφορούν οικονομικές συναλλαγές του φορολογούμενου.».
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 3 διευρύνεται η δυνατότητα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να συλλέγει πληροφορίες για τους φορολογούμενους από τρίτα πρόσωπα που δεσμεύονται από επαγγελματικό απόρρητο, καθώς ορίζεται ότι αυτά υποχρεούνται να της παρέχουν πληροφορίες όχι μόνον για οικονομικές συναλλαγές τους με τους φορολογούμενους αλλά και για οικονομικές συναλλαγές των φορολογουμένων που διεξάγονται μέσω αυτών.
4. Στην περίπτωση ε’ της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 4174/2013, διαγράφονται οι λέξεις «και να εντοπιστούν πηγές αποπληρωμής των απαιτήσεων τους».
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 4 τροποποιείται η περίπτωση ε’ της παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας προκειμένου να διευρυνθεί η δυνατότητα φορέων της Κεντρικής και Γενικής Κυβέρνησης να ζητούν και να λαμβάνουν απόρρητες πληροφορίες και στοιχεία για φορολογούμενους εφόσον είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
5α. Στην παρ. 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 προστίθενται περιπτώσεις ιε, ιστ’ και ιζ ως εξής:
«ιε) δεν εκδίδει λογιστικά αρχεία ή εκδίδει ή λαμβάνει ανακριβή λογιστικά αρχεία (παραστατικά), για πράξεις που δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α.
ιστ’) διακινεί αγαθά χωρίς την ύπαρξη παραστατικών στοιχείων διακίνησης.
ιζ) δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (Α’ 58).
β. Στην παρ. 2 του άρθ. 54 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, προστίθενται περιπτώσεις η και θ, ως εξής:
«η) πεντακόσια (500) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και χίλια (1000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού φορολογικού συστήματος στις περιπτώσεις ιε και ιστ’ της παρ. 1.
θ) εκατό (100) ευρώ, για κάθε παράβαση της περίπτωσης ιζ της παρ. 1».
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 5 προστίθενται νέες περιπτώσεις διαδικαστικών παραβάσεων και αντίστοιχες κυρώσεις στο άρθρο 54 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας για τη μη έκδοση ή την ανακριβή έκδοση ή λήψη παραστατικών, για πράξεις που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ, καθώς και για τη διακίνηση αγαθών χωρίς την ύπαρξη παραστατικών στοιχείων διακίνησης για τα οποία υπάρχει σχετική υποχρέωση από τις διατάξεις του ν.
. Επίσης σε συνέχεια των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 69 του ν.
, με τις οποίες τροποποιήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 20 του ν.
, στο πλαίσιο της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, προστίθεται νέα περίπτωση διαδικαστικής παράβασης και αντίστοιχης κύρωσης στο άρθρο 54 του ΚΦΔ, για τη μη εξόφληση από τον λήπτη των αγαθών ή των υπηρεσιών φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας 500 ευρώ και άνω, με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής.
Άρθρο 13
Ρυθμίσεις θεμάτων φορολογίας κατοχής ακινήτων
1. Η περίπτωση στ’ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4223/2013 (Α’ 287) καταργείται.
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ο σύνδικος της πτώχευσης δεν είναι πλέον υποκείμενος στον ΕΝ.Φ.Ι.Α., παραμένει όμως υπόχρεος σε υποβολή της δήλωσης στοιχείων ακινήτων στο όνομα του πτωχού σύμφωνα και με τα αναφερόμενα πιο κάτω στην παράγραφο 6. Με τη ρύθμιση αυτή ο πτωχός βαρύνεται με το φόρο που αναλογεί στην ακίνητη περιουσία του.
2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 4223/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά για τα έτη 2016, 2017 και 2018 στη συνολική αξία του πρώτου εδαφίου δεν συνυπολογίζεται και η αξία των δικαιωμάτων επί γηπέδων εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού.»
2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού παρατείνεται για δύο έτη (2017 και 2018) η αναστολή επιβολής συμπληρωματικού φόρου για τα αγροτεμάχια των φυσικών προσώπων. Η διάταξη κρίθηκε απαραίτητη, δεδομένου ότι τα αγροτεμάχια των φυσικών προσώπων δεν έχουν υπαχθεί μέχρι σήμερα σε συμπληρωματικό φόρο, προκειμένου να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους φορολογουμένους να ελέγξουν και τους δασικούς χάρτες και να προβούν, όπου απαιτείται, στις απαραίτητες διορθώσεις.
3. Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 (Α’ 170), όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Το πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α., που αφορά ακίνητο πτωχού, χορηγείται στον κατά το χρόνο χορήγησης αυτού σύνδικο της πτώχευσης εφόσον το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και εφόσον έχει καταβληθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη.
Κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς μνημονεύεται και επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο το πιστοποιητικό του πρώτου εδαφίου για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Για τα έτη κατά τα οποία υπόχρεος ήταν ο κληρονομούμενος το πιστοποιητικό χορηγείται εφόσον έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό και στο δικαίωμα επί του ακινήτου που κληρονομείται ή εφόσον ο κληρονομούμενος έχει νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο γι’ αυτό.»
3. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου αυτού, κατά τη χορήγηση πιστοποιητικού για ακίνητο, το οποίο ανήκει σε πτωχό, καταργείται η υποχρέωση ρύθμισης τυχόν οφειλών ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή Φ.Α.Π.. Οι διατάξεις κρίθηκαν απαραίτητες προκειμένου να διευκολυνθεί η σταδιακή εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας Διατηρείται όμως η υποχρέωση εξόφλησης του επιμεριστικά αναλογούντος φόρου πριν την εκποίηση του ακινήτου, αφού σε διαφορετική περίπτωση επιβαρύνεται ο τελευταίος κάτοχος του ακινήτου κατά την παράγραφο 6 άρθρου 50 ν.
. Επίσης κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς, για τα έτη κατά τα οποία υπόχρεος ήταν ο κληρονομούμενος, το πιστοποιητικό χορηγείται εφόσον έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό/ δικαίωμα επί του ακινήτου που κληρονομείται ή εφόσον ο κληρονομούμενος έχει νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο γι’ αυτό. Οι διατάξεις κρίθηκαν απαραίτητες για την αποσαφήνιση της διαδικασίας χορήγησης πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. σε περίπτωση θανάτου του υποχρέου, ιδίως σε περιπτώσεις που η κληρονομιά επάγεται σε περισσότερους κληρονόμους, και καθίσταται σαφές ότι σε αυτές τις περιπτώσεις για τη χορήγηση του πιστοποιητικού πρέπει να έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό ή στο δικαίωμα που κληρονομείται από τον κληρονόμο, χωρίς να απαιτείται ρύθμιση του φόρου για τα υπόλοιπα ποσοστά ή ακίνητα του κληρονομουμένου.
4. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Το πιστοποιητικό που αφορά ακίνητο πτωχού χορηγείται στον κατά το χρόνο χορήγησης αυτού σύνδικο της πτώχευσης εφόσον το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση Φ.Α.Π. και εφόσον έχει καταβληθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο για τα συγκεκριμένα έτη.
Το πιστοποιητικό που απαιτείται για τη σύνταξη, τη μεταγραφή ή καταχώρηση αποδοχής κληρονομιάς για τα έτη κατά τα οποία υπόχρεος ήταν ο κληρονομούμενος χορηγείται εφόσον έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό και στο δικαίωμα επί του ακινήτου που κληρονομείται ή εφόσον ο κληρονομούμενος έχει νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο γι’ αυτό.»
3. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου αυτού, κατά τη χορήγηση πιστοποιητικού για ακίνητο, το οποίο ανήκει σε πτωχό, καταργείται η υποχρέωση ρύθμισης τυχόν οφειλών ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή Φ.Α.Π.. Οι διατάξεις κρίθηκαν απαραίτητες προκειμένου να διευκολυνθεί η σταδιακή εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας Διατηρείται όμως η υποχρέωση εξόφλησης του επιμεριστικά αναλογούντος φόρου πριν την εκποίηση του ακινήτου, αφού σε διαφορετική περίπτωση επιβαρύνεται ο τελευταίος κάτοχος του ακινήτου κατά την παράγραφο 6 άρθρου 50 ν.
. Επίσης κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς, για τα έτη κατά τα οποία υπόχρεος ήταν ο κληρονομούμενος, το πιστοποιητικό χορηγείται εφόσον έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό/ δικαίωμα επί του ακινήτου που κληρονομείται ή εφόσον ο κληρονομούμενος έχει νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο γι’ αυτό. Οι διατάξεις κρίθηκαν απαραίτητες για την αποσαφήνιση της διαδικασίας χορήγησης πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. σε περίπτωση θανάτου του υποχρέου, ιδίως σε περιπτώσεις που η κληρονομιά επάγεται σε περισσότερους κληρονόμους, και καθίσταται σαφές ότι σε αυτές τις περιπτώσεις για τη χορήγηση του πιστοποιητικού πρέπει να έχει καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό ή στο δικαίωμα που κληρονομείται από τον κληρονόμο, χωρίς να απαιτείται ρύθμιση του φόρου για τα υπόλοιπα ποσοστά ή ακίνητα του κληρονομουμένου.
5. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, μετά το δεύτερο εδάφιο προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
«Εφόσον με το αυτό συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβιβάζεται με αντάλλαγμα το σύνολο της ακίνητης περιουσίας φυσικού ή νομικού προσώπου και το συνολικά οφειλόμενο ποσό κύριων και πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων αποδίδεται, επί ποινή ακυρότητας του συμβολαίου, από το συμβολαιογράφο μέσα στην προθεσμία των τριών (3) εργασίμων ημερών, χορηγείται ένα ενιαίο πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 για το σύνολο των ακινήτων, χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών από ΕΝ.Φ.Ι.Α. και Φ.Α.Π..»
4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι σε περίπτωση μεταβίβασης με αντάλλαγμα του συνόλου της ακίνητης περιουσίας φυσικού ή νομικού προσώπου, εφόσον το συνολικά οφειλόμενο ποσό κύριων και πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων αποδίδεται, επί ποινή ακυρότητας του συμβολαίου, από το συμβολαιογράφο μέσα στην προθεσμία των τριών εργασίμων ημερών, χορηγείται ένα ενιαίο πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α., χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών από ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή και Φ.Α.Π.. Η διάταξη κρίθηκε απαραίτητη για τη διευκόλυνση των συναλλαγών και την είσπραξη των οφειλόμενων χρεών.
6. Η παράγραφος 5 του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α. πιστοποιητικό ότι το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και Φ.Α.Π., κατά περίπτωση, για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη.»
5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι για το παραδεκτό της συζήτησης ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης προσκομίζεται από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α. πιστοποιητικό από τον ασκούντα το ένδικο μέσο ή το ένδικο βοήθημα ότι το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή και Φ.Α.Π., κατά περίπτωση, για τα πέντε προηγούμενα έτη, χωρίς να απαιτείται η καταβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή του Φ. Α Π. του ακινήτου ούτε η ρύθμιση των υπόλοιπων χρεών ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή Φ.Α.Π..
7. Η περίπτωση ιβ της παρ. 1 του άρθρου 23 του ν.3427/2005 (Α’ 312), αντικαθίσταται ως εξής:
«ιβ) το σύνδικο της πτώχευσης για λογαριασμό του πτωχού, για την πτωχευτική ακίνητη περιουσία,»
6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού τροποποιείται η ιβ περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν.
, για να εναρμονισθούν με την αντίστοιχη τροποποίηση που πραγματοποιήθηκε στις διατάξεις του ΕΝ.Φ.Ι.Α., ως προς τον σύνδικο της πτώχευσης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή η δήλωση στοιχείων ακινήτων υποβάλλεται από το σύνδικο της πτώχευσης στο όνομα του πτωχού.
8. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν.3427/2005 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για τα έτη 2012 έως και 2016, για τη χορήγηση του πιστοποιητικού του άρθρου 54 Α του ν.4223/2013, εφόσον δεν έχει υποβληθεί δήλωση για ακίνητο του πτωχού από τον υπόχρεο σε δήλωση, η δήλωση για το ακίνητο αυτό υποβάλλεται από τον κατά το χρόνο χορήγησης του πιστοποιητικού σύνδικο της πτώχευσης στο όνομα του πτωχού.»
7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού, διευκολύνεται για τα έτη 2012 έως και 2016 η διαδικασία χορήγησης του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. σε περίπτωση εκποίησης ακινήτου πτωχού για λόγους διευκόλυνσης των συναλλαγών.
9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2017.
8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού ορίζεται η έναρξη ισχύος των διατάξεων.
Άρθρο 14
Τροποποίηση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια
Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 της ενότητας Α’ του άρθρου 26 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2961/2001 (Α’ 266), καταργείται και το τρίτο εδάφιο αυτής αντικαθίσταται ως εξής: «Δικαιούχοι της απαλλαγής είναι οι Έλληνες και οι πολίτες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.).»
Με την προτεινόμενη διάταξη, ρυθμίζεται, ύστερα από την καταδικαστική σε βάρος της Ελλάδας απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (Δ.Ε.Ε.), η οποία εκδόθηκε επί προσφυγής που ασκήθηκε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (υπόθεση
, Παράβαση 2012/2134), και κατόπιν λήψης σχετικής Προειδοποιητικής Επιστολής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (υπ’αριθ. 18650/9-12-2016 Προειδοποιητική Επιστολή) διευρύνεται ο κύκλος των δικαιούχων της απαλλαγής από το φόρο για την αιτία θανάτου απόκτηση πρώτης κατοικίας και καταλαμβάνει πλέον αυτή τους Έλληνες τους υπηκόους των κρατών – μελών της Ε. Ε. και τους υπηκόους των χωρών του Ε.Ο.Χ., κατοίκους Ελλάδος και μη. Η προτεινόμενη διάταξη έχει εφαρμογή και στην απόκτηση πρώτης κατοικίας αιτία γονικής παροχής δυνάμει της διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 της ενότητας Α’ του άρθρου 43 του Κώδικα Διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών.
Άρθρο 15
Καθορισμός χρόνου και τρόπου υποβολής ειδικής δήλωσης εισφοράς από εταιρείες του άρθρου 25 του ν. 27/1975
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 4111/2013 (Α’ 18) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι κατά την παράγραφο 1 υπόχρεες σε καταβολή της ως άνω εισφοράς επιχειρήσεις για το συνολικό ετήσιο εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα της οκταετίας 2012-2019, υποβάλλουν στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) για τη φορολογία τους ειδική δήλωση υπολογισμού της εισφοράς επί του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος μέχρι το τέλος Μαρτίου του επόμενου κάθε φορά έτους. Με τη δήλωση αυτή συνυποβάλλονται επικυρωμένα αντίγραφα των βεβαιώσεων εισαγωγής συναλλάγματος καθώς και σχετική υπεύθυνη δήλωση των νομίμων εκπροσώπων των υπόχρεων εταιρειών στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) για τη φορολογία των εταιρειών αυτών.
Κατ’ εξαίρεση η δήλωση της εισφοράς επί του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος για το έτος 2016 υποβάλλεται μέχρι το τέλος Ιουνίου του έτους 2017.»
Η προτεινόμενη ρύθμιση κρίνεται αναγκαία λόγω της ανάγκης καθορισμού του χρόνου και του τρόπου υποβολής της ειδικής δήλωσης εισφοράς επί του ετήσιου ποσού του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος στα έτη 2016- 2019. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται η εναρμόνιση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 43 του ν.
(ΦΕΚ Α’ 18) και για τα έτη αυτά.
Άρθρο 16
Τροποποίηση του άρθρου 13 του ν. 2238/1994
1. Στο τέλος της περίπτ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2238/1994 (Α’ 151), όπως αυτό ίσχυε, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η πώληση ή η μίσθωση ακινήτου, στο οποίο λειτουργούσε επιχείρηση, μετά του τυχόν υφιστάμενου εξοπλισμού, σε άλλη επιχείρηση, δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης για την επιβολή φόρου υπεραξίας.»
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνουν εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες έχει ήδη επιβληθεί φόρος υπεραξίας κατά το άρθρο 13 του ν. 2238/1994.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις απαλλάσσεται από τον φόρο υπεραξίας του άρθρου 13 του ν.
η πώληση ή η μίσθωση ακινήτου, στο οποίο λειτουργούσε επιχείρηση, μετά του τυχόν υφισταμένου εξοπλισμού, σε άλλη επιχείρηση, καθόσον δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης.
Άρθρο 17
Βεβαίωση ηλεκτροδότησης ακινήτων
Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 1882/1990 (Α’ 43), όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 2065/1992 (Α’ 113), καταργούνται.
Με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 26 του ν.
(ΦΕΚ Α’ 287) προβλέπεται ότι από την έναρξη ισχύος του ν.
, παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του ν.
(ΦΕΚ Α’ 151), συμπεριλαμβανομένων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού του νόμου. Με την κατάργηση των εν λόγω διατάξεων καταργείται από 1/1/2014 η διαδικασία προσκόμισης στις Δ.Ο.Υ. δικαιολογητικών και στη συνέχεια η χορήγηση των σχετικών βεβαιώσεων ηλεκτροδότησης (σχετική η αριθμ. Δ12Α 1015993 ΕΞ 2014 εγκύκλιος διαταγή του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων) για ακίνητα των οποίων η άδεια ανέγερσης εκδόθηκε μετά την 01.01.1995.
Με την προτεινόμενη διάταξη δεν απαιτείται πλέον η προσκόμιση δικαιολογητικών για τα ακίνητα των οποίων οι άδειες ανέγερσης εκδόθηκαν μέχρι 31/12/1994 γιατί είναι ανακόλουθο να διατηρείται η διαδικασία θεώρησης για τα ακίνητα με άδεια οικοδομής μέχρι την 31/12/1994 ενώ έχει ήδη καταργηθεί για τα ακίνητα με ημερομηνία έκδοσης της άδειας μετά την 01/01/1995 και επειδή για το μεγαλύτερο μέρος των υποθέσεων με άδεια ανέγερσης που εκδόθηκε μέχρι 31/12/1994 το δικαίωμα του δημοσίου για έκδοση καταλογιστικών πράξεων έχει ήδη παραγραφεί.
Άρθρο 18
Τροποποίηση του π.δ. 965/1980
1. Η παρ. 1 του άρθ. 16 του π.δ. 965/1980 (Α’ 243) αντικαθίσταται ως εξής :
«1.α. Επιτρέπεται η συστέγαση και συλλειτουργία των ζυθοποιείων με μονάδες παραγωγής ποτών από ζύμωση του κωδικού ΣΟ 22.06, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2969/2001 (Α’ 281), καθώς και με μονάδες παραγωγής ποτών ελεύθερων αλκοόλης και εμφιάλωσης νερού ανθρώπινης κατανάλωσης,
β. Δεν επιτρέπεται η συστέγαση και συλλειτουργία των ζυθοποιείων με οινοποιεία, αποσταγματοποιεία, οινοπνευματοποιεία, ποτοποιεία και εν γένει μονάδες που χρησιμοποιούν αιθυλική αλκοόλη.»
γ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες για τη συστέγαση και συλλειτουργία των μονάδων της ως άνω περίπτωσης (α), καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Με την παράγραφο 1, προτείνεται η αντικατάσταση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του π.δ. 965/1980 και η κατάργηση των υφιστάμενων σήμερα περιορισμών, αναφορικά με τη συστέγαση/συλλειτουργία των ζυθοποιείων με εργοστάσια παραγωγής ποτών από ζύμωση.
Συγκεκριμένα, με την προτεινόμενη διάταξη παρέχεται στα ζυθοποιεία η δυνατότητα συστέγασης/συλλειτουργίας με μονάδες παραγωγής ποτών από ζύμωση του κωδικού Σ.Ο. 22.06, περί των οποίων ισχύουν οι σχετικές διατάξεις (παρ. 12) του άρθρου 3 του ν. 2969/2001, υπό όρους προϋποθέσεις και διαδικασίες που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, για λόγους οικονομίας και ευελιξίας των οικείων επιχειρήσεων (περίπτωση α).
Οι περιορισμοί που αφορούν στη συλλειτουργία/συστέγαση των ζυθοποιείων με οινοποιεία, αποσταγματοποιεία, οινοπνευματοποιεία, ποτοποιεία και εν γένει μονάδες που χρησιμοποιούν αιθυλική αλκοόλη εξακολουθούν να ισχύουν (περίπτωση β). Η διάταξη προτείνεται για λόγους ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, δεδομένης μάλιστα και της εν τω μεταξύ βελτίωσης των αναλυτικών μεθόδων ελέγχου, ενώ ταυτόχρονα – με την πρόβλεψη της σχετικής εξουσιοδότησης – παρέχεται η δυνατότητα της λήψης των όποιων αναγκαίων διασφαλιστικών μέτρων και διαδικασιών (ελέγχου) με σχετική απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών.
2. Η παρ. 3 του άρθ. 16 του π.δ. 965/1980 καταργείται.
Με την παράγραφο 2, προτείνεται η κατάργηση της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου, ύστερα και από την προτεινόμενη κατά τα ανωτέρω τροποποίηση της παραγράφου 1, προκειμένου για τη διευκόλυνση της λειτουργίας των επιχειρήσεων και την εξάλειψη παρωχημένων σήμερα περιορισμών.
Άρθρο 19
Τροποποίηση των άρθρων 295-319 του ν. 4072/2012
1. Η παρ. 3 του άρθρου 295 του ν. 4072/2012 (Α’86) αναδιατυπώνεται ως εξής:
«3. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου αφορούν στην είσπραξη απαιτήσεων από την Ελλάδα οι οποίες γεννήθηκαν σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στην είσπραξη απαιτήσεων από τα άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες γεννήθηκαν στην Ελλάδα»
2. Στις παρ. 2 περιπτ. α του άρθ. 298, παρ. 1 του άρθ. 302, παρ. 2 περίπτ. α του άρθ. 304, παρ. 1 του άρθ. 305, παρ. 1, 3 και 4 του άρθ. 306, παρ. 1, 2 και 4 του άρθ. 307, παρ. 2 του άρθ. 308, παρ. 1 του άρθ. 309 παρ. 1 του άρθ. 311, παρ. 2 του άρθ. 312, παρ. 1 του άρθ. 314 και παρ. 1 του άρθ. 315 του ν. 4072/2012, όπου αναφέρονται οι λέξεις «στο κράτος – μέλος της αποδέκτριας αρχής» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο κράτος – μέλος που λαμβάνει την αίτηση».
3. Στις παρ. 2 περίπ. γ του άρθ. 298, παρ. 1 περιπτ. α, β και γ του άρθ. 300, παρ. 2 του άρθ. 300, παρ. 1 του άρθ. 306, παρ. 2 και 4 του άρθ. 307, παρ. 1 του άρθ. 313, παρ. 1 και 3 του άρθ. 315 του ν. 4072/2012, όπου αναφέρονται οι λέξεις «του κράτους – μέλους της αποδέκτριας αρχής» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του κράτους – μέλους που λαμβάνει την αίτηση».
4.Οι περιπτ. α και β του άρθ. 297 του ν. 4072/2012 αντικαθίστανται ως εξής:
«α) «αιτούσα αρχή»: κεντρικό γραφείο διασύνδεσης, γραφείο διασύνδεσης ή υπηρεσία διασύνδεσης της Ελλάδας ή άλλου κράτους – μέλους της Ε.Ε., που υποβάλλει αίτηση συνδρομής σχετικά με απαίτηση αναφερόμενη στο άρθρο 296 (άρθρο 2 Οδηγίας),
β) «αποδέκτρια αρχή»: κεντρικό γραφείο διασύνδεσης, γραφείο διασύνδεσης ή υπηρεσία διασύνδεσης της Ελλάδας ή άλλου κράτους – μέλους της Ε.Ε., προς τα οποία απευθύνεται αίτηση συνδρομής,».
5. Στην παρ. 3 του άρθ. 298 του ν. 4072/2012 οι λέξεις «στην αποδέκτρια αρχή ενός κράτους – μέλους» αντικαθίστανται με τις λέξεις «στο κράτος – μέλος που λαμβάνει την αίτηση».
6. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθ. 300 του ν. 4072/2012 μετά τη λέξη «καταχωρίσεις» προστίθενται οι λέξεις «λογιστικών βιβλίων».
7. Η υποπερίπτωση (ii) της περιπτ. δ της παρ. 1 του άρθ. 301 του ν. 4072/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«(ii) το γραφείο στο οποίο μπορούν να παρασχεθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το κοινοποιημένο έγγραφο ή σχετικά με τις δυνατότητες αμφισβήτησης της υποχρέωσης καταβολής.»
8. Στην περιπτ. α της παρ. 2 του άρθ. 304 του ν. 4072/2012 πριν τις λέξεις «εξόφληση της απαίτησης» τίθεται η λέξη «πλήρη».
9. Στην υποπερίπτωση (i) της περιπτ. γ της παρ. 1 του άρθ. 305 του ν. 4072/2012 οι λέξεις «την αποτίμηση» αντικαθίστανται από τις λέξεις: «τη βεβαίωση».
10. Στο άρθ. 306 παρ. 1 του ν. 4072/2012, όπου αναφέρονται οι λέξεις «το κράτος – μέλος της αποδέκτριας αρχής», αντικαθίσταται από τις λέξεις «το κράτος – μέλος που λαμβάνει την αίτηση».
11. Στο προτελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθ. 306 του ν. 4072/2012 οι λέξεις «σε αυτές ή σε παρόμοιες απαιτήσεις άλλων κρατών – μελών» αντικαθίστανται από τις λέξεις: «στις αυτές ή σε παρόμοιες απαιτήσεις άλλων κρατών – μελών».
12. Στην παρ. 4 του άρθ. 307 του ν. 4072/2012 καθώς και στην παρ. 1 του άρθ. 309 οι λέξεις «Κατ’ αίτηση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κατόπιν αιτήσεως».
13. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθ. 312 του ν. 4072/2012 οι λέξεις: «κατά το δίκαιο που ισχύει στο κράτος – μέλος της αποδέκτριας αρχής» αντικαθίσταται από τις λέξεις «κατά το δίκαιο που ισχύει στο αιτούν κρότος – μέλος».
14. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθ. 314 του ν. 4072/2012 οι λέξεις «Οι αιτήσεις δυνάμει του άρθ. 298 (άρθρου 5 Οδηγίας), παράγραφος 1 για παροχή πληροφοριών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθ. 298 (άρθρου 5 Οδηγίας) παρ. 1».
15. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθ. 316 του ν. 4072/2012 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της εκτέλεσης των αναγκαστικών ή ασφαλιστικών μέτρων όσον αφορά τις απαιτήσεις που καλύπτονται από το παρόν Κεφάλαιο.»
16. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθ. 316 του ν. 4072/2012, μετά τις λέξεις «μπορεί να διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στο τελευταίο αυτό κράτος», η λέξη «μέλος» διαγράφεται.
Μετά τη δημοσίευση του διορθωτικού της Οδηγίας 2010/24/ΕΕ και προκειμένου να διασφαλισθεί η συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας με την αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτείνεται η τροποποίηση των άρθρων 295-319 του ν.
.
Πρόκειται για αλλαγές στη διατύπωση του κειμένου των άρθρων 295-319 του ν.
βάσει των αντίστοιχων αλλαγών στην ελληνική μετάφραση της Οδηγίας 2010/24/ΕΕ, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στο διορθωτικό της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1.11.2014 (τεύχος L315/51). Σκοπός των αλλαγών είναι η καλύτερη απόδοση ορισμένων όρων από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα. Ως τέτοιες δεν αναμένεται να έχουν οποιαδήποτε κοινωνική, οικονομική ή περιβαλλοντική επίπτωση.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσης του Διορθωτικού της Οδηγίας 2010/24/ΕΕ, και πέραν των παραπάνω αλλαγών, κρίνεται σκόπιμη και η διόρθωση του άρθρου 295 παρ. 3 του ν. 4172/2012 με το οποίο ενσωματώνεται το άρθρο 1 της ως άνω Οδηγίας. Η προτεινόμενη διατύπωση κρίνεται ότι προσδιορίζει ακριβέστερα το πεδίο εφαρμογής των τροποποιούμενων διατάξεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Οδηγία 2010/24/ΕΕ.
Άρθρο 20
Τροποποίηση του άρθρου 49 του ν. 4370/2016
Στο άρθρο 49 του ν. 4370/2016 (Α’ 37) προστίθεται παράγραφος 4, ως εξής:
«4.α. Οι διατάξεις του ν. 4270/2014 αναφορικά με την υποβολή δημοσιονομικών αναφορών, εφαρμόζονται μόνο ως προς την υποβολή:
α) ετήσιου προϋπολογισμού και οποιασδήποτε αναπροσαρμογής του κατά τη διάρκεια του έτους (προϋπολογιστικά),
β) μηνιαίας αναφοράς εκτέλεσης προϋπολογισμού και χρηματοδότησης (απολογιστικά) και
γ) μηνιαίων μισθολογικών στοιχείων (απολογιστικά).
β. Το ΤΕΚΕ εξαιρείται από κάθε άλλη διάταξη που εφαρμόζεται σε Φορείς Γενικής Κυβέρνησης.»
Με την προτεινόμενη διάταξη εισάγεται η εξαίρεση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (Τ.Ε.Κ.Ε.) από τις διατάξεις που εφαρμόζονται σε νομικά πρόσωπα που έχουν ταξινομηθεί ως Φορείς Γενικής Κυβέρνησης, κατ’ αναλογία των προβλεπομένων για την «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» και τις άμεσες θυγατρικές της στην παράγραφο 5 του άρθρου 202 του ν.
(Α’ 94), εξασφαλίζοντας τη συμβατότητα των ρυθμίσεων αυτών με τις Οδηγίες 2014/49/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με τον ν.
(Α’ 37) και τον ν.
(Α’ 87) αντίστοιχα και οι οποίες ρυθμίζουν τους σκοπούς και τη λειτουργία του Τ.Ε.Κ.Ε., εντάσσοντάς το στον ευρύτερο πυλώνα θεμελίωσης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης.
Με την προτεινόμενη διάταξη εισάγεται η εξαίρεση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) από τις διατάξεις που εφαρμόζονται σε νομικά πρόσωπα που έχουν ταξινομηθεί ως Φορείς Γενικής Κυβέρνησης κατ’ αναλογία των προβλεπομένων για την «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» και τις άμεσες θυγατρικές της στην παράγραφο 5 του άρθρου 202 του ν.
(Α’ 94), εξασφαλίζοντας τη συμβατότητα των ρυθμίσεων αυτών με τις Οδηγίες 2014/49/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με τον ν.
(Α’ 37) και τον ν.
(Α’ 87) αντίστοιχα και οι οποίες ρυθμίζουν τους σκοπούς και τη λειτουργία του ΤΕΚΕ, εντάσσοντάς το στον ευρύτερο πυλώνα θεμελίωσης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης. Περαιτέρω, δεν προβλέπεται υποχρέωση υποβολής μηνιαίας σύνοψης μητρώου δεσμεύσεων, λόγω του υψηλού διοικητικού κόστους για το ΤΕΚΕ, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι οι δαπάνες του ΤΕΚΕ καλύπτονται από πόρους που προέρχονται από αμιγώς ιδιωτικά κεφάλαια, τα οποία συνεισφέρουν τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα.
Άρθρο 21
Τροποποίηση του άρθρου 22 του ν. 3606/2007
1. Το άρθρο 22 του ν. 3606/2007 (Α‘ 195) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 22
Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ
1. Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί αμέσως την απόφαση ανάκλησης στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται περίληψη της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.).
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4335/2015 (Α’ 87) περί ανάκαμψης και εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, με την ίδια απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, να θέσει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε αντίθετη περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ λύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (Α’ 37). Όταν η άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ ανακαλείται κατόπιν αιτήματος της δεν επέρχεται υποχρεωτικά η λύση αυτής.
Αν η ΑΕΠΕΥ τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, ημέρα έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης λογίζεται η ημέρα λήψης της σχετικής απόφασης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά την ειδική εκκαθάριση εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί εκκαθάρισης εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές.
Κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωσή της με βάση τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην παρ. 11, η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις καθώς και κάθε ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει, με την ίδια απόφαση με την οποία θέτει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής. Ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με γνώσεις και εμπειρία σε θέματα κεφαλαιαγοράς και επιλέγεται από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ’ έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο ειδικός εκκαθαριστής αναλαμβάνει καθήκοντα από την επίδοση σε αυτόν της ως άνω απόφασης. Όταν ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό πρόσωπο, μπορεί να είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής οικονομολόγος ή δικηγόρος. Ο διορισμός του ειδικού εκκαθαριστή συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΠΕΥ. Στον ειδικό εκκαθαριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για το διοικητικό συμβούλιο. Τυχόν διαπίστωση της ακυρότητας του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή δεν θίγει έναντι τρίτων το κύρος των πράξεών του από την επίδοση του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού. Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.
Ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να προσλάβει ως σύμβουλο του εξειδικευμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τον όγκο ή τον βαθμό δυσκολίας των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης. Επίσης μπορεί είτε να διατηρεί είτε να προσλάβει, ύστερα από την σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση αυτή, το απαιτούμενο για τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης προσωπικό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζει στην απόφασή της περί διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή και την αμοιβή του, καθώς και την αμοιβή του τυχόν συμβούλου, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και η οποία μπορεί να καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε μηνιαία βάση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει τα ειδικότερα θέματα της διαδικασίας διορισμού των ανωτέρω προσώπων, καθώς και της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης.
Αν η ειδική εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί εντός δώδεκα (12) μηνών από την επίδοση του διορισμού του ειδικού εκκαθαριστή, αυτός ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία μπορεί, κατόπιν αιτήματος του, το οποίο συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών, να χορηγεί παράταση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αφού λάβει υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη διενεργηθεί, καθώς και τις υπολειπόμενες εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης επαναξιολογεί το έργο του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου του και μπορεί να αναπροσαρμόζει το ύψος της αμοιβής τους να αποφασίζει την αντικατάστασή τους ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναγκαία ενέργεια.
Αν, μετά τη θέση ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ στερείται των αναγκαίων πόρων για την εκτέλεση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 (Α‘ 228), ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του ειδικού εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καλύπτει καταρχάς από την εισφορά της ΑΕΠΕΥ και, εφόσον αυτή δεν επαρκεί, από το κεφάλαιο του, εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης τις δαπάνες της αμοιβής του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της ειδικής εκκαθάρισης για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία επίδοσης στον ειδικό εκκαθαριστή της απόφασης διορισμού του. Το Συνεγγυητικό μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να καλύπτει με τις ίδιες προϋποθέσεις τις ανωτέρω δαπάνες για επιπλέον χρονικό διάστημα, έως δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά. Οι δαπάνες καταβάλλονται από το Συνεγγυητικό ανά δίμηνο, με την προϋπόθεση ότι ο ειδικός εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα των εργασιών, όπως έχει δεσμευθεί με βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραμμα, ή ότι έχει επαρκώς αιτιολογήσει τυχόν αποκλίσεις.
Αμέσως μετά τον διορισμό του ο ειδικός εκκαθαριστής παραλαμβάνει τα γραφεία, υποκαταστήματα και περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, προβαίνει σε απογραφή και διαχωρίζει τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, από τα χρήματα, χρηματοπιστωτικά μέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου λοιπών τρίτων προσώπων. Ως περιουσιακά στοιχεία πελατών νοούνται αυτά τα οποία συνδέονται με την παροχή από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4 σε αυτούς είτε βρίσκονται στην κατοχή της ΑΕΠΕΥ είτε τηρούνται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων ή σε άλλο σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης κινητών αξιών είτε φυλάσσονται από τρίτους. Με την επίδοση του διορισμού του, ο ειδικός εκκαθαριστής μπορεί να ζητήσει με αίτησή του προς τον Ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της ΑΕΠΕΥ τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της ΑΕΠΕΥ, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο ειδικός εκκαθαριστής ζητεί από τον ειρηνοδίκη να διατάξει την αποσφράγιση και την απογραφή της ΑΕΠΕΥ. Μετά την απογραφή, τα γραφεία και τα υποκαταστήματα της ΑΕΠΕΥ, καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον ειδικό εκκαθαριστή. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις των άρθ. 826-841 ΚΠολΔ, πλην των διατάξεων που προβλέπουν την υποχρέωση διορισμού πραγματογνωμόνων.
Ο ειδικός εκκαθαριστής καλεί, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε δύο (2) ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μία (1) τουλάχιστον είναι οικονομική πανελλαδικής κυκλοφορίας, καθώς και σε δύο (2) τουλάχιστον ηλεκτρονικές εφημερίδες, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε πέντε (5) μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η ανωτέρω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της ΑΕΠΕΥ και αναρτάται στην ιστοσελίδα της ΑΕΠΕΥ, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Συνεγγυητικού.
Ο ειδικός εκκαθαριστής καταρτίζει:
(α) Οικονομικές καταστάσεις από την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως την ημερομηνία που η ΑΕΠΕΥ τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Εξ αυτών, η κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης αποτελεί τον ισολογισμό έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης.
(β) Οικονομικές καταστάσεις για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
(γ) Οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης οι οποίες συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι νόμιμα ελεγμένες από ελεγκτές οι οποίοι ορίζονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΑΕΠΕΥ. Σε περίπτωση αδυναμίας ορισμού από τη γενική συνέλευση, οι ελεγκτές ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Οι ανωτέρω οικονομικές καταστάσεις δεν απαιτείται να έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται α) στη γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ, στην οποία προεδρεύει ο ειδικός εκκαθαριστής για έγκριση, β) στον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, γ) στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δ) στο Συνεγγυητικό, καταχωρούνται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στο Γ.Ε.ΜΗ. και γενικά δημοσιεύονται, όπως κάθε φορά ο νόμος ορίζει.
Αν η γενική συνέλευση συγκαλείται νόμιμα για να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις και δεν επιτυγχάνεται απαρτία ούτε στην πρώτη συνεδρίαση ούτε στην επαναληπτική της προκειμένου να λάβει σχετική απόφαση, τότε λογίζεται ότι οι οικονομικές καταστάσεις συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους και συνεχίζεται η πρόοδος των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης.
Αν στη γενική συνέλευση που συνέρχεται για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων διατυπωθούν παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις επ’ αυτών, ο ειδικός εκκαθαριστής επανασυντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις ενσωματώνοντας τις παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή αιτιολογώντας τυχόν απόκλιση, με τη σύμφωνη γνώμη και των ελεγκτών. Κατόπιν αυτού, οι οικονομικές καταστάσεις θεωρούνται ως εγκριθείσες.
Ο ειδικός εκκαθαριστής περαιτέρω, ενεργεί πράξεις της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, στο μέτρο που αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά για την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕΠΕΥ, όπως η είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων και η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά τα λοιπά, ο ειδικός εκκαθαριστής μεταξύ άλλων, χειρίζεται θέματα της ειδικής εκκαθάρισης επικοινωνεί με τους αρμόδιους φορείς ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης.
Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πελατών που συνδέονται με την παροχή σε αυτούς από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4, επαληθεύονται από τον ειδικό εκκαθαριστή με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή με οιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο έχει στη διάθεσή του, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας. Εντός δύο (2) μηνών από την επαλήθευση των απαιτήσεων, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην απόδοση των χρηματικών ποσών, χρηματοπιστωτικών μέσων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους πελάτες σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Αν τα χρηματικά διαθέσιμα της ΑΕΠΕΥ δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δικαιούχων πελατών, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων χρηματικών απαιτήσεων.
Εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων του Συνεγγυητικού για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον ειδικό εκκαθαριστή κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και αναλυτική κατάσταση με τα περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, ήτοι χρήματα και το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας για ποιες από τις μη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις συντρέχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης σύμφωνα με το ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους πελάτες σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 2533/1997 και ενημερώνει αμελλητί εγγράφως τον ειδικό εκκαθαριστή για τα αναλυτικά ποσά των αποζημιώσεων που κατέβαλε. Ο ειδικός εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων πελατών κατά της ΑΕΠΕΥ.
Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες είτε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης της παρ. 9, είτε με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την ενημέρωση που λαμβάνει από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων της ΑΕΠΕΥ προκειμένου να αποφασιστεί η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και να γίνει η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της ΑΕΠΕΥ και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920. Για το λόγο αυτό ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίγραφο των οικονομικών καταστάσεων λήξης της ειδικής εκκαθάρισης του απολογισμού της ειδικής εκκαθάρισης και της δημοσιευθείσας πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η σύγκληση γενικής συνέλευσης ή η πραγματοποίηση αυτής ή η εκλογή νέων εκκαθαριστών από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο από τον ειδικό εκκαθαριστή ή οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών είτε από τη γενική συνέλευση είτε από το δικαστήριο εντός δώδεκα (12) μηνών από την ικανοποίηση των απαιτήσεων σύμφωνα με τα ανωτέρω, καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 αναλαμβάνει ο ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. η ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Χρόνος περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης είναι ο χρόνος ανάληψης καθηκόντων από τους εκκαθαριστές που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση ή που ορίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο ή η ανάληψη από τον ειδικό εκκαθαριστή καθηκόντων για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης γνωστοποιείται με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η ΑΕΠΕΥ εποπτεύεται πλέον αποκλειστικά από τον αρμόδιο για την τήρηση του μητρώου των ανωνύμων εταιρειών φορέα.
Κατά τα λοιπά, η περάτωση των εκκρεμών υποθέσεων της ΑΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το ν. 2533/1997, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της απόδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της ΑΕΠΕΥ, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθ. 49 του κ.ν. 2190/1920 από τους εκκαθαριστές.
Το πρόσωπο που αναλαμβάνει, με βάση τα ανωτέρω, τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον ή τους μετόχους της ΑΕΠΕΥ στους οποίους θα παραδώσει επί αποδείξει τα αρχεία της οι οποίοι τα φυλάσσουν για διάστημα δεκαπέντε (15) ετών και εν συνεχεία προβαίνουν στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης αυτών στον ή στους μετόχους ο εκκαθαριστής τηρεί ο ίδιος τα σχετικά αρχεία για διάστημα πέντε (5) ετών και εν συνεχεία προβαίνει στην καταστροφή αυτών με σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν υπάρχουν εκκρεμείς δικαστικές ή άλλες υποθέσεις της ΑΕΠΕΥ, η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων αντίστοιχα.
12. Αν η ΑΕΠΕΥ, μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με το ν.2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ
αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθ. 49 του κ.ν. 2190/1920, ο ειδικός εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των άρθ. 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της ΑΕΠΕΥ από το Γ.Ε.ΜΗ. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του ειδικού εκκαθαριστή. Σχετικά με τη φύλαξη των αρχείων της ΑΕΠΕΥ, ισχύουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
13. Ο ειδικός εκκαθαριστής δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για οποιαδήποτε απαίτηση κατά της υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ που έχει γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής της. Για απαιτήσεις που προκύπτουν μετά τον διορισμό του, ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνον για δόλο και βαριά αμέλεια. Η μη τήρηση από τον ειδικό εκκαθαριστή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, που εφαρμόζονται στην ειδική εκκαθάριση, δύναται να επισύρει την ανάκληση του διορισμού του, καθώς και τις προβλεπόμενες στο άρθ. 61 κυρώσεις.
14. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή της ΑΕΠΕΥ, καθώς και την παράδοση των γραφείων της, των υποκαταστημάτων της και των περιουσιακών της στοιχείων στον ειδικό εκκαθαριστή
β) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καταστρέψει ή βλάπτει εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νομοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που ισχύει για την τήρησή τους με σκοπό να δυσχεράνει τη διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της
γ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ελαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις
δ) παριστά ψευδώς ότι η ΑΕΠΕΥ είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της ΑΕΠΕΥ.»
2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ανακαλείται αυτοδικαίως ο διορισμός των υφισταμένων εκκαθαριστών της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, ενώ οι υφιστάμενοι Επόπτες της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ λογίζονται ως ειδικοί εκκαθαριστές. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά σε «Επόπτη της εκκαθάρισης» ή «εκκαθαριστή» της ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, νοείται εφεξής ο ειδικός εκκαθαριστής. Ο απερχόμενος εκκαθαριστής παραδίδει αμελλητί στον ειδικό εκκαθαριστή οιαδήποτε έγγραφα και λοιπά στοιχεία αφορούν την ειδική εκκαθάριση και βρίσκονται στην κατοχή του και τον ενημερώνει για τις πάσης φύσεως εκκρεμότητες ως προς τις υποθέσεις της ειδικής εκκαθάρισης. Για τα ανωτέρω συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής.
3. Εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του δικαστηρίου για τον διορισμό εκκαθαριστή της ειδικής εκκαθάρισης ή για την κήρυξη της περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης καταργούνται. Στη δεύτερη περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση που εκκρεμεί στο δικαστήριο αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΑΚ για το διορισμό εκκαθαριστή για τη συνέχιση της εκκαθάρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει αμέσως στις ενέργειες που προβλέπονται στην παρ. 11 του άρθ. 22 του ν. 3606/2007, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
4. Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθ. 22 του ν. 3606/2007, οι ΑΕΠΕΥ που κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ετών, συντάσσουν μόνον οικονομικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης οι οποίες ελέγχονται νόμιμα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και συνοδεύονται από απολογισμό της ειδικής εκκαθάρισης.
I. Γενικές παρατηρήσεις:
Με το παρόν άρθρο προτείνεται η αναμόρφωση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου περί ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ, με σκοπό την απλούστευση και επιτάχυνση της διαδικασίας την εξοικονόμηση δαπανών, την ενδυνάμωση του εποπτικού ρόλου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και εν τέλει την ταχύτερη, πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματικότερη ολοκλήρωση της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας προκειμένου η ΑΕΠΕΥ να μεταβεί ομαλά και έχοντας επιτύχει τη μέγιστη δυνατή προστασία των συμφερόντων των επενδυτών, στην επόμενη φάση της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
Η σημαντικότερη αλλαγή είναι η διενέργεια της ειδικής εκκαθάρισης από ένα πρόσωπο, τον Ειδικό Εκκαθαριστή, ο οποίος θα αντικαταστήσει τα έως τώρα δύο όργανα της ειδικής εκκαθάρισης, τον Επόπτη και τον Εκκαθαριστή. Ειδικότερα, στην πλειονότητα ΑΕΠΕΥ υπό ειδική εκκαθάριση, αν και ο νόμος προβλέπει αποκλειστικές προθεσμίες – πενθήμερη προθεσμία τόσο για την εκδίκαση της αίτησης διορισμού εκκαθαριστή από το αρμόδιο δικαστήριο όσο και για την έκδοση της σχετικής απόφασης – καθυστερεί σημαντικά η έναρξη της διαδικασίας λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων. Επιπλέον, από την έως τώρα εμπειρία κρίθηκε ότι θα είναι επαρκής η εποπτεία της διαδικασίας από ένα μόνο πρόσωπο, το οποίο – εφόσον προκύψει ανάγκη – θα δύναται να ζητήσει τη συνδρομή συμβούλου. Τέλος, η ύπαρξη ενός μόνο εποπτεύοντος προσώπου συνεπάγεται εξοικονόμηση πόρων για την ΑΕΠΕΥ. Το πρόσωπο αυτό κρίθηκε σκόπιμο να είναι δικηγόρος ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή οικονομολόγος ώστε να διαθέτει το απαιτούμενο κύρος και κατάρτιση, και δεν ονομάζεται πλέον Επόπτης αλλά Ειδικός Εκκαθαριστής.
Μία επιπλέον σημαντική αλλαγή είναι η πρόβλεψη ότι ο Ειδικός Εκκαθαριστής αναλαμβάνει καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια πράξεων εκκαθάρισης του κ.ν.
, σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση της ειδικής εκκαθάρισης δεν καθίσταται δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών με κανέναν από τους προβλεπόμενους τρόπους (εκλογή από τη Γενική Συνέλευση ή ορισμός προσωρινής διοίκησης με δικαστική απόφαση). Με την πρόβλεψη αυτή σκοπείται η αντιμετώπιση των περιπτώσεων, στις οποίες η οριζόμενη από το δικαστήριο προσωρινή διοίκηση δεν αναλαμβάνει καθήκοντα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται σημαντικά η συνέχιση της διαδικασίας ή ακόμη και να καθίσταται αμφίβολη η ολοκλήρωσή της.
II. Παρατηρήσεις επί των επί μέρους διατάξεων:
(1) Στο εδάφιο 2 της παραγράφου 2 διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 εφαρμόζονται συμπληρωματικά και εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις περί ειδικής εκκαθάρισης ΑΕΠΕΥ.
(2) Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, η ειδική εκκαθάριση διενεργείται από ένα πρόσωπο, τον Ειδικό Εκκαθαριστή, ο οποίος αντικαθιστά τα έως τώρα δύο όργανα της ειδικής εκκαθάρισης ήτοι τον Επόπτη και τον Εκκαθαριστή. Λαμβανομένου υπόψη αφενός ότι κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης κατά κανόνα προκύπτουν πλείστα νομικά και άλλα τεχνικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και αφετέρου ότι σκοπός της ειδικής εκκαθάρισης είναι η προστασία των συμφερόντων των επενδυτών-πελατών της ΑΕΠΕΥ, κρίθηκε σκόπιμο ο Ειδικός Εκκαθαριστής να είναι δικηγόρος ορκωτός ελεγκτής λογιστής ή οικονομολόγος διότι λόγω των επιστημονικών του προσόντων και της ιδιαίτερης λειτουργηματικής φύσης και αποστολής του, παρέχει τα εχέγγυα για την ομαλή και αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας. Περαιτέρω ορίζεται, ότι ο Ειδικός Εκκαθαριστής θα επιλέγεται από κατάλογο 20 τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ’ έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για λόγους σαφήνειας ορίζεται ως χρόνος ανάληψης των καθηκόντων του Ειδικού Εκκαθαριστή, ο χρόνος επίδοσης σε αυτόν της απόφασης διορισμού του.
Στο έβδομο εδάφιο της παραγράφου 3 εισάγεται προϋπόθεση για τον διορισμό συμβούλου του Ειδικού Εκκαθαριστή, ήτοι ο διορισμός να δικαιολογείται από τον όγκο ή τη δυσκολία των εργασιών ειδικής εκκαθάρισης και να αφορά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Στο όγδοο εδάφιο της παραγράφου 3 προβλέπεται ρητά η δυνατότητα του Ειδικού Εκκαθαριστή να διατηρεί το υπάρχον προσωπικό της ΑΕΠΕΥ ή να προσλάβει άλλο, το οποίο θα παρέχει συνδρομή κατά την εκτέλεση των εργασιών ειδικής εκκαθάρισης.
(3) Οι διατάξεις της παραγράφου 4 προστέθηκαν με σκοπό την αποτροπή ενδεχόμενης αμέλειας ή ακόμη και κωλυσιεργίας κατά την εκτέλεση των εργασιών ειδικής εκκαθάρισης: ο Ειδικός Εκκαθαριστής θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει την ειδική εκκαθάριση εντός δώδεκα μηνών από τον διορισμό του, άλλως θα πρέπει να ζητήσει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παράταση με βάση αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εργασιών. Επίσης, καθορίζεται ρητά η έκταση της εποπτείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία δύναται ανά πάσα στιγμή να επαναξιολογεί το έργο του Ειδικού Εκκαθαριστή και του τυχόν συμβούλου του, να αναπροσαρμόζει το ύψος της αμοιβής τους ή και να αποφασίζει την ανάκληση του διορισμού τους.
(4) Όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5, κρίθηκε ότι η απόφαση παράτασης του χρόνου κάλυψης των αναγκαίων λειτουργικών δαπανών της ΑΕΠΕΥ από το Συνεγγυητικό πρέπει να λαμβάνεται λόγω αρμοδιότητας από το ίδιο Συνεγγυητικό, με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και όχι από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όπως ισχύει σήμερα.
Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5, με το ίδιο σκεπτικό που αναφέρεται ανωτέρω για την παράγραφο 4, προβλέπεται ότι η κάλυψη των αναγκαίων λειτουργικών δαπανών από το Συνεγγυητικό δε θα γίνεται εφάπαξ αλλά τμηματικά, ανά δίμηνο, και εφόσον ο Ειδικός Εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τμήμα των εργασιών, όπως έχει δεσμευθεί με βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραμμα.
(5) Στην παράγραφο 6, η σφράγιση των κεντρικών γραφείων, των υποκαταστημάτων και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της ΑΕΠΕΥ δεν είναι πλέον υποχρεωτική, αλλά εναπόκειται στην κρίση του Ειδικού Εκκαθαριστή, ο οποίος θα αξιολογήσει την αναγκαιότητα σφράγισης με βάση τα δεδομένα της ΑΕΠΕΥ. Επίσης, προβλέπεται ότι κατά τη διαδικασία σφράγισης δεν διορίζονται πραγματογνώμονες, κατ’ εξαίρεση των προβλεπομένων στις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ, για λόγους εξοικονόμησης πόρων και δεδομένου ότι ο Ειδικός Εκκαθαριστής αφενός έχει ειδικές γνώσεις και αφετέρου έχει σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να προσλάβει σύμβουλο.
(6) Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7, η προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων αυξάνεται σε πέντε (5) μήνες, με βάση την αντίστοιχη πρόβλεψη στο άρθρο 66 παρ. 9 του ν. 2533/1997.
Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 7, για λόγους σαφήνειας αναδιατυπώθηκε η διαδικασία διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων: ο Ειδικός Εκκαθαριστής διαχωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας από τα περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου τρίτων προσώπων. Επίσης ο ορισμός των περιουσιακών στοιχείων πελατών διευρύνθηκε και περιλαμβάνει επιπλέον τις περιπτώσεις τήρησης τίτλων σε άλλο σύστημα καταχώρησης και παρακολούθησης κινητών αξιών, πλην του Συστήματος Άυλων Τίτλων, και τις περιπτώσεις φύλαξης από τρίτους γενικά, και όχι μόνον από πιστωτικά ιδρύματα.
(7) Στην παράγραφο 8 απαριθμούνται αναλυτικά τα καθήκοντα του Ειδικού Εκκαθαριστή. Σε αυτά έχουν προστεθεί και ορισμένα καθήκοντα που προβλέπονται στις διατάξεις περί εκκαθάρισης του κ.ν.
, τα οποία συνδέονται άμεσα και κρίνεται αναγκαίο να εκτελεστούν κατά την ειδική εκκαθάριση (π.χ. σύνταξη οικονομικών καταστάσεων, είσπραξη απαιτήσεων, μετατροπή σε χρήμα της εταιρικής περιουσίας). Ειδικά για τις οικονομικές καταστάσεις διευκρινίζεται ότι πρέπει να συντάσσονται τόσο κατά την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως και τη θέση της ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, όσο και από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν.
περί Ανωνύμων Εταιριών. Δεδομένου ότι οι ΑΕΠΕΥ υπό εκκαθάριση δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες κρίθηκε σκόπιμη η απαλλαγή τους από την υποχρέωση σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
Για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Γενική Συνέλευση προσκαλείται νόμιμα για να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις και αυτή δεν προσέρχεται επανειλημμένα και για το σκοπό αποφυγής παρέλκυσης της διαδικασίας εισάγεται – με βάση το σκεπτικό σχετικής γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους – τεκμήριο ότι συντάχθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους. Ως επανειλημμένη μη προσέλευση νοείται η μη προσέλευση στην πρώτη Γενική Συνέλευση και στην επαναληπτική της. Για τον ίδιο ως άνω λόγο, προβλέπεται περαιτέρω ότι στις περιπτώσεις που η Γενική Συνέλευση συγκληθεί μεν, αλλά δεν εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις ο Ειδικός Εκκαθαριστής θα τις επανασυντάσσει ενσωματώνοντας τις σχετικές παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή δικαιολογώντας τυχόν απόκλιση, και με τη σύμφωνη γνώμη των ελεγκτών, οπότε οι οικονομικές καταστάσεις θα θεωρούνται εγκριθείσες.
Στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 ορίζεται, ότι στα καθήκοντα του Ειδικού Εκκαθαριστή περιλαμβάνονται και όλες οι αναγκαίες πράξεις για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕΠΕΥ. Ως τέτοιες ενδεικτικά αναφέρονται η είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, η μετατροπή σε χρήμα της εταιρικής περιουσίας η μισθοδοσία των υπαλλήλων, η πληρωμή μισθωμάτων κλπ.
(8) Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 9, η σύμμετρη ικανοποίηση δύναται να αφορά μόνον περιπτώσεις μη επάρκειας χρηματικών διαθεσίμων και απαλείφθηκε η πρόβλεψη περί σύμμετρης ικανοποίησης σε περίπτωση μη επάρκειας τίτλων, καθώς η απόδοση τίτλων στους δικαιούχους τους γίνεται βάσει της σχετικής καταχώρισης στις μερίδες ΣΑΤ ή σε άλλο σύστημα καταχώρησης και παρακολούθησης κινητών αξιών.
(9) Οι διατάξεις της παραγράφου 11 που αφορούν την περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης συμπληρώθηκαν και επαναδιατυπώθηκαν, με σκοπό την επιτάχυνση της διαδικασίας. Ειδικότερα, καταργείται η προϋπόθεση της έκδοσης δικαστικής απόφασης που κηρύττει την περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και διατάσσει τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για τον ορισμό εκκαθαριστών. Στη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης προβαίνει πλέον ο Ειδικός Εκκαθαριστής με δική του πρωτοβουλία, μετά την ολοκλήρωση της ικανοποίησης απαιτήσεων. Αν δεν καταστεί δυνατή η εκλογή εκκαθαριστών από τη Γενική Συνέλευση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα περί προσωρινής διοίκησης. Αν εντός δώδεκα μηνών δεν καταστεί δυνατός ο ορισμός εκκαθαριστών με κανέναν από τους δύο τρόπους, αναλαμβάνει καθήκοντα εκκαθαριστή του κ.ν.
ο Ειδικός Εκκαθαριστής.
(10) Στις παραγράφους 11 και 12 υπάρχει πρόβλεψη για την τήρηση των αρχείων της ΑΕΠΕΥ σε περίπτωση ολοκλήρωσης της ειδικής εκκαθάρισης ή σε περίπτωση διαγραφής της ΑΕΠΕΥ από το ΓΕΜΗ λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων.
(11) Στην παράγραφο 13 προστέθηκε η πρόβλεψη για περιορισμένη ευθύνη του Ειδικού Εκκαθαριστή όσον αφορά τις απαιτήσεις που προκύπτουν μετά τον διορισμό του, μόνον στις περιπτώσεις του δόλου και της βαριάς αμέλειας.
(12) Στις μεταβατικές διατάξεις ρυθμίζεται η ομαλή μετάβαση από το καθεστώς των δύο οργάνων εκκαθάρισης στον Ειδικό Εκκαθαριστή. Ειδικότερα, από την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων ανακαλείται αυτοδικαίως ο διορισμός των υφισταμένων εκκαθαριστών, ενώ οι υφιστάμενοι Επόπτες της εκκαθάρισης λογίζονται ως Ειδικοί Εκκαθαριστές. Οι απερχόμενοι Επόπτης και εκκαθαριστής παραδίδουν αμελλητί στον Ειδικό Εκκαθαριστή οιαδήποτε έγγραφα και λοιπά στοιχεία αφορούν την ειδική εκκαθάριση και βρίσκονται στην κατοχή τους και ενημερώνουν τον Ειδικό Εκκαθαριστή για τις πάσης φύσεως εκκρεμότητες ως προς τις υποθέσεις της ειδικής εκκαθάρισης, τις οποίες χειρίζονταν. Για τα ανωτέρω συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής. Εκκρεμείς υποθέσεις για τον διορισμό από το αρμόδιο δικαστήριο εκκαθαριστή ή για την κήρυξη από το αρμόδιο δικαστήριο της περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης καταργούνται. Στη δεύτερη περίπτωση ο Ειδικός Εκκαθαριστής προβαίνει άμεσα στη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για τον διορισμό εκκαθαριστών και στις λοιπές ενέργειες που προβλέπονται στην παράγραφο 11. Για τις ΑΕΠΕΥ που κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του νέου νόμου θα βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ετών κρίθηκε σκόπιμο, για λόγους συντόμευσης της διαδικασίας, να υποχρεούνται μόνο σε σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων λήξης της ειδικής εκκαθάρισης και απολογισμού.
Άρθρο 22
Τροποποίηση του άρθρου 192 του ν. 4389/2016
Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 192 του ν. 4389/2016 (Α’ 94) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Για τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου, ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος νόμου α) για την οριοθέτηση και τον περιορισμό της ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, β) για τη διαδικασία που τηρείται ως προς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου σε περίπτωση μήνυσης έγκλησης καταγγελίας ή αναφοράς για πράξεις ή παραλείψεις τους καθώς και γ) για όλα εν γένει τα θέματα που διαλαμβάνουν οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Το τεκμήριο συμφωνίας προς το σκοπό της Εταιρείας που τίθεται με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ισχύει και ως προς τις αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου, εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και στο πλαίσιο των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης συμπεριλαμβανομένων των Κανονισμών που έχουν εγκριθεί από αυτή. Κατά τα λοιπά, οι γενικές διατάξεις για την οφειλόμενη επιμέλεια και την έκταση της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας έναντι της εταιρείας εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου.»
Σύμφωνα με το άρθρο 184 παρ. 3 του ν.
η «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» (εφεξής: η «ΕλΕΣυΠ») διέπεται, εκτός από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, συμπληρωματικά και από τις διατάξεις του κ.ν.
. Ο ν.
προβλέπει την ύπαρξη και λειτουργία Εποπτικού Συμβουλίου στην ΕλΕΣυΠ, που είναι ανώνυμη εταιρία. Ως γνωστόν, κατά το ελληνικό δίκαιο ισχύει ως προς τις ανώνυμες εταιρίες το μονιστικό σύστημα ασκήσεως διοίκησης. Λόγω του ότι στην ΕλΕΣυΠ θεσπίζεται από το ν.
το εποπτικό συμβούλιο ως όργανο που συμμετέχει στην εταιρική διακυβέρνηση, το οποίο (εποπτικό συμβούλιο) δεν το γνωρίζει το ελληνικό δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, δημιουργούνται αρκετά ερμηνευτικά προβλήματα ως προς θέματα λειτουργίας του. Εξάλλου ο ν.
δεν ρυθμίζει λεπτομερώς όλα τα θέματα που συνδέονται με τη λειτουργία του εποπτικού συμβουλίου και, συναφώς, θέματα ευθύνης των μελών του ούτε βεβαίως καλύπτει όλα τα ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν σχετικώς. Ούτε υφίσταται εκ των πραγμάτων νομολογία για τέτοια θέματα. Εξάλλου, το εποπτικό συμβούλιο δεν θεσπίστηκε για να καταστεί ιεραρχικώς ανώτερο όργανο στο πλαίσιο ενός δυαδικού συστήματος διοίκησης (όπως απαντάται σε άλλα δίκαια), αλλά αποτελεί ένα sui generis όργανο. Η διάταξη αυτή ενισχύει την ασφάλεια δικαίου και διευκολύνει την ακώλυτη άσκηση των αρμοδιοτήτων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου της Εταιρίας. Παρότι οι εξουσίες του εποπτικού συμβουλίου που από τη φύση τους είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε πράξεις γενεσιουργές ευθύνης είναι περιορισμένες, η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει στις περιπτώσεις αυτές τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου να υπόκεινται στις ίδιες διατάξεις με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου.
Άρθρο 23
Παραχώρηση δημοσίων κτημάτων στους Δήμους Αγράφων, Χερσονήσου, Οιχαλίας, Ιθάκης και Νέστου και στο Υπουργείο Εσωτερικών
1. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Αγράφων του Νομού Ευρυτανίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 206 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα I του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών του Δήμου Αγράφων.
2. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Χερσονήσου του Νομού Ηρακλείου η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 323 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Κρήτης με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα II του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών του Δήμου Χερσονήσου.
3. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Οιχαλίας του Νομού Μεσσηνίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 20 (Μελιγαλάς) του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα III του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για εξυπηρέτηση πολιτιστικών σκοπών του Δήμου.
4. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Οιχαλίας του Νομού Μεσσηνίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 21 (Δώριο) του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα IV του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για εξυπηρέτηση πολιτιστικών σκοπών του Δήμου.
5. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Ιθάκης του Νομού Κεφαλληνίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 20 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα V του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για πολιτιστικούς σκοπούς- στέγαση του Οδυσσειακού Κέντρου του Δήμου.
6. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Νέστου του Νομού Καβάλας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 3579 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Μακεδονίας – Θράκης με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα VI του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για πολιτιστικούς σκοπούς- στέγαση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
7. Τα Δημοτικά Συμβούλια των οικείων Δήμων αποφασίζουν την καταχώριση στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο της αποδοχής της παραχώρησης των ακινήτων. Το απόσπασμα της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, στο οποίο περιγράφεται το μεταβιβασθέν ακίνητο και το δικαίωμα του επ’ αυτού, καθώς και όλα τα άλλα απαιτούμενα εκ της ισχύουσας νομοθεσίας στοιχεία, αποτελεί τον τίτλο για την καταχώριση της μεταβίβασης του ακινήτου στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο.
8. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Υπουργείο Εσωτερικών η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 651 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα VII του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του Αστυνομικού Τμήματος Μηλεών. Η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, στην οποία περιγράφεται το μεταβιβασθέν περιουσιακό στοιχείο της παρούσας παραγράφου, το δικαίωμα και όλα τα άλλα απαιτούμενα εκ της ισχύουσας νομοθεσίας στοιχεία, αποτελεί τον τίτλο για την καταχώριση της μεταβίβασης του ακινήτου στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο.
9. Η παραχώρηση της κυριότητας των ακινήτων του παρόντος άρθρου αίρεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αποτελεί τίτλο μεταγραφής και εγγραφής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και κτηματολόγιο, αντίστοιχα, εάν αυτά δεν χρησιμοποιηθούν εντός πενταετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος για τους σκοπούς για τους οποίους παραχωρήθηκαν.
10. Με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αποτελεί τίτλο μεταγραφής και εγγραφής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και κτηματολόγιο, αντίστοιχα, αίρεται η παραχώρηση της κυριότητας ιδίως για καθυστέρηση, ματαίωση ή πλημμελή εκπλήρωση του σκοπού της παραχώρησης αλλαγή της προβλεπόμενης χρήσης καθώς και για λόγους ανωτέρας βίας ή για σπουδαίο λόγο.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος κατόπιν σχετικών αιτημάτων: α) Στον Δήμο Αγράφων του νομού Ευρυτανίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 206 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής του Αυτοτελούς Γραφείου Ευρυτανίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα I της εν λόγω διάταξης τοπογραφικό διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών του Δήμου Αγράφων, β) Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Χερσονήσου του Νομού Ηρακλείου η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 323 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Κρήτης με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα III του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών του Δήμου Χερσονήσου, γ) Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Οιχαλίας του Νομού Μεσσηνίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 20 (Μελιγαλάς) του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής του Αυτοτελούς Γραφείου Δημόσιας Περιουσίας Μεσσηνίας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα IV του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για πολιτιστικούς σκοπούς του Δήμου, δ) Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Οιχαλίας του Νομού Μεσσηνίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 21 (Δώριο) του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής του Αυτοτελούς Γραφείου Δημόσιας Περιουσίας Μεσσηνίας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα V του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για πολιτιστικούς σκοπούς του Δήμου, ε) Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος, στο Δήμο Ιθάκης του Νομού Κεφαλληνίας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 20 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής Ιθάκης του Αυτοτελούς Γραφείου Δημόσιας Περιουσίας Κεφαλληνίας, με τα συστατικά και τα παραρτήματα του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα VI του παρόντος, τοπογραφικό διάγραμμα, για πολιτιστικούς σκοπούς- στέγαση του Οδυσσειακού Κέντρου του Δήμου, στ) Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος, στο Δήμο Νέστου του Νομού Καβάλας η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 3579 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής του Αυτοτελούς Γραφείου Δημόσιας Περιουσίας Καβάλας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα VII του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για πολιτιστικούς σκοπούς- στέγαση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, ζ) Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Υπουργείο Εσωτερικών η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 651 του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής του Αυτοτελούς Γραφείου Μαγνησίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα VIII του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του Αστυνομικού Τμήματος Μηλεών.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση εκτός του ότι καλύπτονται οι επιτακτικές στεγαστικές ανάγκες των παραπάνω υπηρεσιών και εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους επιπλέον προστατεύονται τα παραχωρούμενα κτήρια, τα οποία λόγω της μακρόχρονης αχρησίας τους δεν συντηρούνται. Η παραχώρηση της κυριότητας των ακινήτων αυτών αίρεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών εάν τα ακίνητα δεν χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών, για τις οποίες παραχωρήθηκαν.
Άρθρο 24
Παραχώρηση δημοσίου κτήματος στο Δήμο Σπετσών
1. Παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Σπετσών του Νομού Αττικής η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 160 του πρώην βιβλίου καταγραφής της Δ.Ο.Υ. Σπετσών – Ερμιονίδος με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα VIII του παρόντος διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του Παιδικού Σταθμού Σπετσών. Η παραχώρηση αυτή γίνεται υπό τον όρο κάλυψης και των στεγαστικών αναγκών του Πολυδύναμου Ιατρείου Σπετσών, σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας. Οι δαπάνες για την εκτέλεση εργασιών δόμησης επισκευής και συντήρησης των κτισμάτων για την κάλυψη των ανωτέρω στεγαστικών αναγκών επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του Δήμου Σπετσών.
2. Το Δημοτικό Συμβούλιο του οικείου Δήμου αποφασίζει την καταχώριση στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο της παραχώρησης του ακινήτου της προηγούμενης παραγράφου. Το απόσπασμα της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, στο οποίο περιγράφεται το μεταβιβασθέν ακίνητο και το δικαίωμα του Δήμου Σπετσών επ’ αυτού, καθώς και όλα τα άλλα απαιτούμενα εκ της ισχύουσας νομοθεσίας στοιχεία, αποτελεί τον τίτλο για την καταχώριση της μεταβίβασης του ακινήτου στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο.
3. Η παραχώρηση της κυριότητας του ακινήτου του παρόντος άρθρου αίρεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αποτελεί τίτλο μεταγραφής και εγγραφής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και κτηματολόγιο, αντίστοιχα, εάν αυτό δεν χρησιμοποιηθεί εντός πενταετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος για το σκοπό, για τον οποίο παραχωρήθηκε.
4. Με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αποτελεί τίτλο μεταγραφής και εγγραφής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και κτηματολόγιο, αντίστοιχα, δύναται να αρθεί η παραχώρηση της κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου, ιδίως για καθυστέρηση, ματαίωση ή πλημμελή εκπλήρωση του σκοπού της παραχώρησης αλλαγή της προβλεπόμενης χρήσης ή μη πλήρωση των όρων και προϋποθέσεων της παρ. 1, καθώς και για λόγους ανωτέρας βίας ή για σπουδαίο λόγο.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος στο Δήμο Σπετσών του Νομού Αττικής η κυριότητα του δημοσίου ακινήτου με ΑΒΚ 160 του πρώην βιβλίου καταγραφής της Δ.Ο.Υ. Σπετσών – Ερμιονίδος με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο, στο Παράρτημα I της προτεινόμενης διάταξης διάγραμμα, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του Παιδικού Σταθμού Σπετσών, υπό τον όρο στέγασης και του Πολυδύναμου Ιατρείου Σπετσών και με πρόβλεψη κάλυψης των δαπανών για τις απαραίτητες εργασίες στα κτίσματα από τον προϋπολογισμό του Δήμου. Το παραχωρούμενο ακίνητο είχε δωρηθεί στο Ελληνικό Δημόσιο το έτος 1969, με σκοπό την ανέγερση ιατρείου. Σήμερα παρίσταται η ανάγκη άμεσης επισκευής του ανωτέρω ακινήτου για να καταστεί ασφαλές για τους εργαζόμενους τους ασθενείς και τα παιδιά που φιλοξενεί (έχει συνταχθεί σχετική έκθεση επικινδύνου οικοδομής καθώς και έχει δρομολογηθεί η νομιμοποίηση αυθαιρεσιών στην κατασκευή), η διευθέτηση δε των παραπάνω ζητημάτων είναι ζωτικής σημασίας για το νησί των Σπετσών. Η παραχώρηση της κυριότητας του παραπάνω ακινήτου αίρεται μετά από πενταετία, εάν τούτο δεν χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των αναγκών, για τις οποίες παραχωρήθηκε. Επίσης είναι δυνατή η άρση της σχετικής παραχώρησης εντός πενταετίας από τη δημοσίευση της προτεινόμενης ρύθμισης με αιτιολογημένη Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, για λόγους πλημμελούς εκπλήρωσης ή ματαίωσης του σκοπού της παραχώρησης.
Άρθρο 25
Παραχώρηση δημοσίων κτημάτων στον Δήμο Ρόδου
1. Παραχωρείται στο Δήμο Ρόδου, χωρίς αντάλλαγμα, η κυριότητα των δημοσίων ακινήτων, που αποτελούν ως συγκρότημα τη «Ροδιακή Έπαυλη», με τα συστατικά και τα παραρτήματά τους τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο εκ διαδοχής του Ιταλικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης Ειρήνης – ΝΔ 423/1947, με Αριθμούς Βιβλίου Καταγραφής (ΑΒΚ) και με αντίστοιχες κτηματολογικές μερίδες (KM) οικοδομών Ρόδου: ΑΒΚ 9 (KM 477), ΑΒΚ 44 (KM 537), ΑΒΚ 125 (KM 538), ΑΒΚ 177 (KM 473), ΑΒΚ 180 (KM 476), ΑΒΚ 201 (KM 532), ΑΒΚ 203 (KM 530), ΑΒΚ 263 (KM 534Α),ΑΒΚ 265 (KM 475Α) και ΑΒΚ 269 (KM 535Α), της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αιγαίου, συνολικής έκτασης 26 στρεμμάτων περίπου, εντός των ΟΤ 74 και 73α του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Ρόδου, όπως αυτά εμφαίνονται στο συνημμένο, στο Παράρτημα IX του παρόντος τοπογραφικό διάγραμμα, για εξυπηρέτηση πολιτιστικών και κοινωφελών σκοπών του Δήμου.
2. Το Δημοτικό Συμβούλιο του οικείου Δήμου αποφασίζει την καταχώριση στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο της αποδοχής της παραχώρησης των ακινήτων. Το απόσπασμα της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, στο οποίο περιγράφονται τα μεταβιβασθέντα ακίνητα και το δικαίωμά του επ’ αυτών, καθώς και όλα τα άλλα απαιτούμενα εκ της ισχύουσας νομοθεσίας στοιχεία, αποτελεί τον τίτλο για την καταχώριση της μεταβίβασης των ακινήτων στο αρμόδιο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο.
3. Η παραχώρηση της κυριότητας των ακινήτων του παρόντος άρθρου αίρεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αποτελεί τίτλο μεταγραφής και εγγραφής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και κτηματολόγιο, αντίστοιχα, εάν αυτά δεν χρησιμοποιηθούν εντός πενταετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος για τους σκοπούς για τους οποίους παραχωρήθηκαν.
4. Με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αποτελεί τίτλο μεταγραφής και εγγραφής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο και κτηματολόγιο, αντίστοιχα, αίρεται η παραχώρηση της κυριότητας, ιδίως για καθυστέρηση, ματαίωση ή πλημμελή εκπλήρωση του σκοπού της παραχώρησης αλλαγή της προβλεπόμενης χρήσης καθώς και για λόγους ανωτέρας βίας ή για σπουδαίο λόγο.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, παραχωρείται στο Δήμο Ρόδου, χωρίς αντάλλαγμα, η κυριότητα των δημοσίων ακινήτων, που αποτελούν ως συγκρότημα τη «Ροδιακή Έπαυλη», με τα συστατικά και τα παραρτήματά τους τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο εκ διαδοχής του Ιταλικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης Ειρήνης – ΝΔ 423/1947, με Αριθμούς Βιβλίου Καταγραφής (ΑΒΚ) και με αντίστοιχες κτηματολογικές μερίδες (KM) οικοδομών Ρόδου: ΑΒΚ 9 (KM 477), ΑΒΚ 44 (KM 537), ΑΒΚ 125 (KM 538), ΑΒΚ 177 (KM 473), ΑΒΚ 180 (KM 476), ΑΒΚ 201 (KM 532), ΑΒΚ 203 (KM 530), ΑΒΚ 263 (KM 534Α),ΑΒΚ 265 (KM 475Α) και ΑΒΚ 269 (KM 535Α), της πρώην Κτηματικής Υπηρεσίας Δωδεκανήσου (νυν Αυτοτελές Γραφείο Δημόσιας Περιουσίας Δωδεκανήσου), συνολικής έκτασης 26 στρεμμάτων περίπου, εντός των ΟΤ 74 και 73α του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Ρόδου, όπως αυτά εμφαίνονται στο συνημμένο στην προτεινόμενη διάταξη διάγραμμα (Παράρτημα I). Με την εν λόγω διάταξη ικανοποιείται το δίκαιο αίτημα της τοπικής αυτοδιοίκησης και των κατοίκων της Ρόδου, για τη διαχείριση των παραπάνω ιστορικής σημασίας ακινήτων, προς εξυπηρέτηση πολιτιστικών και κοινωφελών σκοπών. Η παραχώρηση δε της κυριότητας στον Δήμο Ρόδου, εκτός του γεγονότος ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την διαχείριση αυτών την ακινήτων, αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση, κατά τις κείμενες διατάξεις για χρηματοδότηση των απαιτούμενων έργων της συντήρησης και ανάδειξης της Ροδιακής Έπαυλης που είναι ένα ζωτικό (περιβαλλοντικά, ιστορικά και πολιτισμικά) σύνολο, διατηρητέων κτηρίων και περιβάλλοντος χώρου, για τη ροδιακή κοινωνία.
Άρθρο 26
Τροποποίηση του άρθρου 21 του α.ν. 1920/1939
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του α.ν. 1920/1939 (Α’ 346), όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Δ.Σ. της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, η δωρεάν παραχώρηση, σε υπηρεσίες του Υποτομέα της Κεντρικής Κυβέρνησης που περιλαμβάνονται στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης αιθουσών του Ζαππείου Μεγάρου και εκτάσεων της Επιτροπής για τη διοργάνωση, με δαπάνες τους ιδιαίτερης εθνικής σημασίας εκθέσεων, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων, συνεδρίων, εορτών και άλλων συναφών εκδηλώσεων. Οι ανωτέρω δωρεάν παραχωρήσεις δεν δύνανται να υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ ετησίως.»
2. Η ισχύς της διάταξης του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2017.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, θεσπίζεται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Δ. Σ. της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, η δωρεάν παραχώρηση σε υπηρεσίες του Υποτομέα της Κεντρικής Κυβέρνησης του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης, αιθουσών του Ζαππείου Μεγάρου και εκτάσεων της Επιτροπής, για τη διοργάνωση, με δαπάνες τους, ιδιαίτερης εθνικής σημασίας εκθέσεων, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων, συνεδρίων, εορτών και άλλων συναφών εκδηλώσεων. Οι ανωτέρω δωρεάν παραχωρήσεις δεν δύνανται να υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ ετησίως. Η εν λόγω διάταξη, λαμβανομένων υπόψη και των εν γένει δυσμενών οικονομικών συνθηκών, που αιτιολογούν την παρέκκλιση, εναρμονίζεται πλήρως και με τον σκοπό του Εθνικού Ευεργέτη Ευαγγέλη Ζάππα, καθόσον προσαρμόζει την βούλησή του στις σύγχρονες συνθήκες. Ειδικότερα, στην διαθήκη του Ευαγγέλη Ζάππα [ιδρυτικό κείμενο της Ε.Ο.& Κ. και του Ζαππείου Μεγάρου (ΦΕΚ 42/31.8.1865)] διατυπώνεται ο διακαής πόθος του Εθνικού Ευεργέτη, για τη δημιουργία και αποστολή του Ζαππείου Μεγάρου, ως χώρου ανάδειξης μεγάλων και σπουδαίων εκδηλώσεων-έργων, τα οποία θα είναι ικανά να προωθήσουν και να προβάλουν το Ελληνικό μεγαλείο. Ενδεικτικά δε, κατά το άρθρο 8 του ν.δ. της 6.11.1926, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3379/1927 προβλέπεται ότι: «Προκειμένου όμως περί ειδικών περιπτώσεων ή περί φανερός ωφελείας, επιτρέπεται η δι’ ιδιαιτέρων συμφωνιών σύναψις συμβάσεων». Πέραν τούτων, με την προτεινόμενη διάταξη, οι προβλεπόμενες δωρεάν παραχωρήσεις, για λόγους ιδιαίτερης εθνικής σημασίας, στις παραπάνω κρατικές υπηρεσίες και φορείς, εν τοις πράγμασι ωφελούν ηθικά και υλικά τόσο το Ίδρυμα (Ε.Ο.& Κ.) όσο και το Ζάππειο Μέγαρο, καθόσον μεγαλύνουν έτι περαιτέρω την παγκόσμια αίγλη που το περιβάλλει, ως κέντρο ανάδειξης του Πολιτισμού, του Ολυμπισμού-Αθλητισμού, της υψηλής αισθητικής και της επιστημονικής πρωτοπορίας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση επέρχεται μεν απώλεια εσόδων για την Ε.Ο.& Κ., η οποία έχει οικονομική αυτοτέλεια, ως αντιστάθμισμα, όμως, αυτής της απώλειας θεσπίζεται η απαλλαγή της από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Σχεδίου Νόμου.
Άρθρο 27
Μεταβατικές διατάξεις του Κεφαλαίου Β’
Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 177 του ν. 2960/2001 (Α’ 265) με το άρθρο 8 του παρόντος νόμου,
α) Οι αποζημιώσεις για κατασχεθέντα, για τα οποία έχουν εκδοθεί αποφάσεις παραχώρησης κατά κυριότητα μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καταβάλλονται από την υπηρεσία στην οποία έχουν παραχωρηθεί.
β) Οι αποζημιώσεις για την χρήση των κατασχεθέντων, για τα οποία έχουν εκδοθεί αποφάσεις παραχώρησης κατά χρήση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καταβάλλονται από την υπηρεσία στην οποία έχουν παραχωρηθεί και υπολογίζονται στο 0,7% της τιμής κοστολόγησής τους για κάθε μήνα χρήσης αυτών.
γ) Οχήματα που έχουν δεσμευθεί από το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης πριν την δημοσίευση του παρόντος νόμου, προκειμένου να διατεθούν σε υπηρεσίες αποδεσμεύονται αυτομάτως και δεν δύναται να δεσμευθούν στο μέλλον για τις ίδιες υπηρεσίες εάν μετά την παρέλευση δύο (2) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις διάθεσης.
Άρθρο 28
Καταργούμενες διατάξεις
α) Το άρθρο 38 του ν. 3763/2009 (Α‘ 80) καταργείται.
β) Η με αριθμό Δ19Ε5039732ΕΞ2012/12.10.2012 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αντικειμένου Δ/νσης Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού στην περιφέρεια» (Β’ 2870) καταργείται.
Άρθρο 29
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.
2017.