Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι στον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο για τον εξωδικαστικό μηχανισμό, επέρχονται αλλαγές με βάση τα όσα προβλέπονται στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε χθες στη Βουλή. Οι αλλαγές αυτές έχουν στόχο να διευκρινιστούν λεπτομέρειες της εξωδικαστικής διαδικασίας ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων, σε περίπτωση διαπίστωσης διαφοράς μεταξύ του ποσού που δηλώνει ο οφειλέτης και αυτού που βεβαιώνει ο πιστωτής, αναφορικά με το ύψος της απαίτησης του τελευταίου. Συγκεκριμένα, όπως ήδη προβλέπεται, στην περίπτωση αυτή, ο συντονιστής καλεί τα μέρη να προσκομίσουν έγγραφα από τα οποία να προκύπτει το ακριβές ύψος της απαίτησης του πιστωτή και, εάν δεν είναι εφικτό να προκύψει το ακριβές ποσό από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, συνυπολογίζει στα ποσοστά της απαρτίας και της πλειοψηφίας μόνο το μέρος της απαίτησης που δεν αμφισβητείται.
Με την προσθήκη που προτείνεται, διευκρινίζεται ότι ο ανωτέρω υπολογισμός μόνο του ποσού της μη αμφισβητούμενης απαίτησης λαμβάνει χώρα μέχρι το πέρας της εξωδικαστικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη διαφορετικού προσδιορισμού της απαίτησης από τον εμπειρογνώμονα, στον οποίο μπορεί να ανατεθεί και η επαλήθευση των αμφισβητούμενων απαιτήσεων.
Ειδικότερα διευκρινίζεται ότι ο πιστωτής που συνεχίζει να αμφισβητεί το ποσό της απαίτησής του στο τέλος της διαδικασίας δεν εμποδίζεται να επιδιώξει τη δικαστική αναγνώριση του ύψους της. Βέβαια, στην αιτιολογική έκθεση σημειώνεται πως η δικαστική επιδίωξη της είσπραξης του αμφισβητούμενου ποσού της απαίτησης πρέπει να γίνεται υπό την επιφύλαξη των όρων της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Για παράδειγμα, εάν με τη σύμβαση έχει συμφωνηθεί η καταβολή της απαίτησης του πιστωτή σε 60 μηνιαίες ισόποσες δόσεις, η ίδια ρύθμιση πρέπει να ακολουθηθεί και για το μέρος της απαίτησης που αναγνωρίστηκε μεταγενέστερα, δηλαδή και αυτό να εισπραχθεί σε 60 μηνιαίες ισόποσες δόσεις.
Με την παράγραφο 2 του προτεινόμενου άρθρου προστίθεται η περίπτωση ε’ στην παράγραφο 6 του άρθρου 12 του ν. 4469/2017 (Α’ 62), η οποία προβλέπει έναν νέο λόγο έκδοσης απορριπτικής απόφασης από το αρμόδιο για την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών δικαστήριο. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι απορριπτική απόφαση εκδίδεται και στην περίπτωση που μη συμβαλλόμενοι πιστωτές αμφισβητούν τον προσδιορισμό του ποσού της απαίτησής τους από τον οφειλέτη, το συντονιστή ή τον εμπειρογνώμονα και συγχρόνως προκύπτει ότι το αμφισβητούμενο μέρος της απαίτησης αντιστοιχεί σε ποσοστό απαιτήσεων ικανό να ανατρέψει τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι ανωτέρω δύο προϋποθέσεις της αμφισβήτησης και του ικανού για ανατροπή ποσοστού, το δικαστήριο εξετάζει και την τρίτη προϋπόθεση που τίθεται, δηλαδή τη βασιμότητα της αξίωσης του πιστωτή, κατά το αμφισβητούμενο μέρος της, και εάν συντρέχει και αυτή απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.