Δεν κατάφεραν οι πολύτεκνοι να κερδίσουν τη «μάχη» για τη θέσπιση ενός αφορολόγητου ορίου που να μπορεί να τους ανακουφίσει, ενώ μαζί τους δεν μπόρεσαν να βρουν τη συνταγματική διέξοδο που αναζητούσαν ταυτόχρονα και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι φορολογούμενοι, ώστε να μπορούν να «αμύνονται» πιο καλά και αποτελεσματικά απέναντι στη φορολογική λαίλαπα των τελευταίων ετών.
Οι πολύτεκνοι έχασαν την πιλοτική δίκη στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, μέσα από την οποία επιδίωκαν να καταπέσει ως αντισυνταγματική η παράλειψη της πολιτείας να θεσπίσει ένα αφορολόγητο όριο υπέρ τους ή να τους δοθεί το δικαίωμα να αμφισβητούν το ύψος των φορολογικών τους επιβαρύνσεων, αποδεικνύοντας ότι ξεπερνά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τους στερεί τη δυνατότητα να καλύψουν στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες.
Αρχή καθολικότητας
Η Ολομέλεια ΣτΕ αναγνώρισε ότι το Σύνταγμα αφήνει ελεύθερο τον νομοθέτη να καθορίσει τις οικονομικές επιβαρύνσεις, την επιβολή φόρων και φοροαπαλλαγών, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και με γνώμονα τις αρχές της καθολικότητας για τις επιβαρύνσεις, και της ισότητας απέναντι στα βαρυνόμενα πρόσωπα. Και ειδικά για τους πολύτεκνους, δέχθηκε κατά πλειοψηφία (15-4 ψήφων) ότι είναι συνταγματικά ανεκτό το νομοθετικό πλαίσιο που ναι μεν δεν προβλέπει ένα αφορολόγητο όριο, αλλά ταυτόχρονα έχει θεσπίσει τη στήριξή τους με την καταβολή επιδομάτων για κάθε παιδί και την έκπτωση δαπανών από τους οφειλόμενους φόρους.
Σε μια περίοδο έντονων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων γύρω από το αφορολόγητο, το ΣτΕ δεν άνοιξε τελικά τον δρόμο για σημαντικές ανατροπές όπως ήλπιζαν κάποιοι.
Την αντισυνταγματικότητα της παράλειψης αυτής από την πλευρά της Πολιτείας αναγνώρισε μειοψηφία πέντε δικαστικών λειτουργών για το σύνολο των φορολογουμένων, αλλά και ειδικότερα για τις πολύτεκνες οικογένειες, κρίνοντας ότι η μη θέσπιση αφορολογήτου ή η αδυναμία ανταπόδειξης της φοροδοτικής ικανότητας καθενός παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου και την ισότητα στη συμμετοχή των δημοσίων βαρών, ενώ ειδικά για τους πολύτεκνους, παραβιάζει επιπλέον και τη συνταγματική επιταγή για ειδική φροντίδα τους από το κράτος.
Την ευρύτερης σημασίας «πιλοτική δίκη» προκάλεσε προσφεύγοντας σε Διοικητικό Πρωτοδικείο της Β. Ελλάδας 47χρονος πολύτεκνος, πατέρας 16 παιδιών, που πέρα από τον εαυτό του και τη σύζυγό του είχε πριν από ενάμιση χρόνο (όταν η υπόθεση εισήχθη στο ΣτΕ) και το βάρος συντήρησης 12 παιδιών, ηλικίας 4-23 ετών, τότε (3 σπουδαστές, 7 μαθητές).
Για το 2013 δήλωσε εισόδημα 36.807 ευρώ, η Εφορία υπολόγισε φόρο 9.280 ευρώ με μείωση 554 ευρώ και μετά την αφαίρεση του ήδη παρακρατηθέντος φόρου έπρεπε να πληρώσει 3.754 ευρώ. Στον φόρο συνυπολογιζόταν ειδική εισφορά αλληλεγγύης 540 ευρώ και φόρος πολυτελούς διαβίωσης 440 ευρώ για το ζευγάρι, που διέμενε σε μονοκατοικία 259 τ.μ. της συζύγου, διέθετε αγροτεμάχια λίγων στρεμμάτων ασήμαντης αξίας, ένα ΙΧ 1.598 κυβικών, 22 ετών (κληρονομιά από τον πατέρα), ένα λεωφορειάκι 6 ετών και 9 θέσεων, που δεν χωρούσε την οικογένεια.
Το καλοκαίρι του 2014 υπέβαλε ενδικοφανή προσφυγή στη ΓΓΔΕ, τονίζοντας ότι δεν έπρεπε να φορολογηθεί για τμήμα του εισοδήματός του ύψους 31.652 ευρώ αλλά μόνο για το υπόλοιπο, καθώς δαπάνησε 33.400 ευρώ για στοιχειώδεις ανάγκες της υπερπολύτεκνης οικογένειάς του, προσκομίζοντας αποδείξεις για φως, νερό, τηλέφωνο, τέλη κυκλοφορίας και ασφάλισης ΙΧ, ιατρικές δαπάνες, έξοδα διατροφής-ένδυσης κ.λπ.
Μετά την απόρριψή της κατέφυγε στη Δικαιοσύνη ζητώντας να αναγνωριστεί ότι έπρεπε να εξαιρεθεί από τη φορολόγηση το συγκεκριμένο ποσό των βασικών δαπανών διαβίωσής τους, αλλά και να κριθεί αντισυνταγματική η παράλειψη της πολιτείας να θεσπίσει αφορολόγητο όριο για τις πολύτεκνες οικογένειες, γεγονός που έπρεπε να ενεργοποιήσει το δικαίωμά του να ανταποδείξει ότι η επιβάρυνση αυτή ξεπερνά τη φοροδοτική του ικανότητα.
Το ΣτΕ, υπό τον πρόεδρο Ν. Σακελλαρίου, δέχθηκε ότι το Σύνταγμα αφήνει καταρχήν ελεύθερο τον νομοθέτη να καθορίζει τις οικονομικές επιβαρύνσεις και να θεσπίζει, να περιορίζει και να καταργεί φοροαπαλλαγές, με γνώμονα τις κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τις συνταγματικές αρχές της καθολικότητας και ισότητας.
Εκρινε επίσης ότι το Σύνταγμα απευθύνει έντονη υπόδειξη στον νομοθέτη να πάρει κατάλληλα μέτρα φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών, με βάση τις κρατούσες συνθήκες και μέσα στα όρια άλλων συνταγματικών αρχών, και συνεπώς ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέξει τη θέσπιση αφορολογήτου ή την παροχή εκπτώσεων ή ειδικών επιδομάτων κ.λπ.
Κατέληξε δε, κατά πλειοψηφία, ότι η επιλογή παροχής επιδομάτων και η έκπτωση ορισμένων δαπανών αντί του αφορολόγητου ορίου συνέθεσαν ένα σύστημα κρατικής μέριμνας υπέρ των πολυτέκνων που, λαμβανομένης υπόψη και της δυσμενέστατης δημοσιονομικής συγκυρίας, δεν παραβίασε τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και διεθνών συμβάσεων.
Αντίθετα, η μειοψηφία ερμηνεύοντας το Σύνταγμα δέχθηκε ότι ο νόμος πρέπει να προβλέπει τη δυνατότητα να εξευρεθεί η πραγματική φοροδοτική ικανότητα κάθε φορολογουμένου, που διασφαλίζεται με τη θέσπιση ενός αφορολόγητου ορίου ως μαχητού τεκμηρίου ή με τη δυνατότητα ανταπόδειξης από τον φορολογούμενο ότι ανάλωσε συγκεκριμένο ύψος του εισοδήματός του για κάλυψη στοιχειωδών αναγκών αξιοπρεπούς διαβίωσης, κάτι που ισχύει πολύ περισσότερο για τις πολύτεκνες οικογένειες, καθιστώντας τις σχετικές διατάξεις αντισυνταγματικές.
Αβάσιμοι ισχυρισμοί
Απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντα ότι το Σύνταγμα υποχρεώνει σε θέσπιση ενός αφορολόγητου ορίου ή ότι καθιερώνεται ένα μαχητό (και συνεπώς ανατρέψιμο, με ανταπόδειξη) τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας.