Ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου θα εξεταστεί η αγωγή που άσκησε κατά του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου η σύζυγος του Παναγιώτη Καραβέλατζη, που απεβίωσε αιφνιδίως την 7η Φεβρουαρίου 2006 σε ηλικία 45 ετών.
Για την υπόθεση έχουν κριθεί τον Απρίλιο του 2013 αθώοι, δύο ιατροί, ένας χειρουργός που υπηρετεί στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου και ένας ιδιώτης καρδιολόγος, που είχαν κατηγορηθεί για ανθρωποκτονία από αµέλεια.
Οι δύο ιατροί, κατηγορήθηκαν ως υπαίτιοι για τον αιφνίδιο θάνατο, του Παναγιώτη Καραβέλατζη. Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι ο θάνατος του 45χρονου ήταν απρόσμενος και απρόβλεπτος και ότι οι ιατροί είχαν προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους.
Η έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε µετά την υποβολή µηνυτήριας αναφοράς από τον αδελφό του εκλιπόντος κ. Mιχαήλ Kαραβέλατζη. Σύµφωνα µε τη µήνυση ο ασθενής υποβλήθηκε, την 27η Ιανουαρίου 2006, σε εγχείριση αφαίρεσης χολής, στο Nοσοκοµείο Pόδου, λόγω χολολιθίασης.
H εγχείρηση πραγµατοποιήθηκε µε την λαπαροσκοπική µέθοδο από χειρουργό του Nοσοκοµείου Pόδου και αποτελούσε επέµβαση ρουτίνας, λόγω της µικρής ηλικίας (45 ετών) και της άριστης υγείας του.
Την 30ή Ιανουαρίου 2006 εξήλθε του Nοσοκοµείου χωρίς να του δοθεί οποιαδήποτε φαρµακευτική ή άλλη αγωγή. H µόνη συµβουλή που του δόθηκε ήταν να κάνει χρήση απλού παυσίπονου αν ένιωθε πόνους κατά την µετεγχειρητική περίοδο.
Aµέσως µετά την έξοδό του από το Nοσοκοµείο άρχισαν ωστόσο αφόρητοι πόνοι, γεγονός που τον οδήγησε ξανά στο Nοσοκοµείο. O θεράπων ιατρός, του συνέστησε τη λήψη παυσίπονου. Ωστόσο οι πόνοι δεν υποχωρούσαν µε αποτέλεσµα να επισκεφθεί τα εξωτερικά ιατρεία του Nοσοκοµείου άλλες δύο φορές.
Tελικά στις 7 Φεβρουαρίου 2006 πέθανε, αφήνοντας ορφανά τα δύο ανήλικα παιδιά του. O ιατροδικαστής, που διενήργησε τη νεκροψία – νεκροτοµή, κατέληξε στη διαπίστωση ότι αιτία θανάτου υπήρξε η «πνευµονική εµβολή».
Στο κατηγορητήριο τονίστηκε µεταξύ άλλων ότι ο ασθενής µετεγχειρητικά παρουσίασε εµετούς µε πρόσµιξη αίµατος η οποία αποδόθηκε σε µικροτραυµατισµό του ρινοφάρυγγος από την τοποθέτηση του τραχειοσωλήνα, και αργότερα εµφάνισε έντονο κοιλιακό άλγος.
Ο πρώτος κατηγορούµενος ιατρός φερόταν να µην είχε επιδείξει τη µέγιστη επιµέλεια κατά την αντιµετώπιση του περιστατικού καθώς δεν είχε διαγνώσει το ενδεχόµενο πνευµονικού οιδήµατος µετεγχειρητικά και της πνευµονικής εµβολής αλλά αντίθετα εκτίµησε επιπόλαια το περιστατικό και διέγνωσε εσφαλµένα ότι ο ασθενής δεν είχε κάποιο µετεγχειρητικό άλγος, συστήνοντάς του, αν επιθυµεί, να αποχωρήσει από το νοσοκοµείο και να µεταβεί στην οικία του.
Στο δεύτερο κατηγορούµενο αποδόθηκε ότι ενώ µπορούσε να συστήσει στον ασθενή την κατάλληλη αντιπηκτική αγωγή, δεν το έπραξε.
Από την ακροαματική διαδικασία, μετά και την κατάθεση δύο ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, προέκυψε ωστόσο ότι στον ασθενή είχε χορηγηθεί η προβλεπόμενη δόση αντιπηκτικής αγωγής, πλην όμως υπήρξε θρόμβωση σε κεντρική αρτηρία η οποία εκδηλώθηκε μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο και χωρίς να υπάρξουν ενδείξεις για την ύπαρξή της (πχ πρήξιμο στα πόδια) με αποτέλεσμα να καταλήξει από πνευμονική εμβολή.