Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης, Δόκιμος Αναλυτής Κέντρου Διεθνούς Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ): Στις 16 Αυγούστου 1960 η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με την εφαρμογή των διατάξεων των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο πρώτος εκλεγμένος ηγέτης της Μεγαλονήσου.[1]
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου εκτός από την ανεξαρτησία της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία, καθόριζαν το Σύνταγμα του νέου κράτους καθώς και τα δικαιώματα κάθε εθνοτικής κοινότητας αναφορικά με τη διακυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύντομα, όμως, έγινε αντιληπτό ότι οι δύο κοινότητες δεν θα συνεργάζονταν επαρκώς για τη διατήρηση του νέου καθεστώτος σύμφωνα με τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Τον Αύγουστο του 1961 ο ίδιος ο Πρόεδρος Τζον Κένεντι είπε ότι η κατάσταση φαίνεται απελπιστική και δεν θα πρέπει να βασίζονται στην πολιτική που επέλεξαν οι κοινότητες.[2] Άρχισε να επικρατεί στο νησί ένα αρνητικό κλίμα μεταξύ των κοινοτήτων το οποίο κορυφώθηκε το Νοέμβριο του 1963, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, εισηγήθηκε στον Τούρκο Αντιπρόεδρο, Κιουτσούκ, την τροποποίηση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος, οι οποίες μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα του βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας.[3] Τα 13 σημεία του υπομνήματος του Μακαρίου για τροποποίηση διατάξεων του συμφωνηθέντος Συντάγματος βάσει της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου, τα οποία θεωρούσε ότι θα έφερναν την Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θεωρήθηκαν απαράδεκτα από την Τουρκική Κυβέρνηση με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι βιαιοπραγίες το Δεκέμβριο του ιδίου έτους.[4]
Ο Ντιν Άτσεσον, μεσολαβητής για το Κυπριακό, τον Ιούλιο του 1964 θα προσπαθήσει να σταματήσει τις βιαιοπραγίες και να μεσολαβήσει για την ειρηνική επίλυση του «Κυπριακού Ζητήματος». Τα δύο σχέδια Άτσεσον, όπως ονομάστηκαν, ένα υπέρ της Ελλάδας και ένα υπέρ της Τουρκίας, συνηγορούσαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα με την παραχώρηση ενός τμήματος του νησιού ως στρατιωτική βάση στην Τουρκία.[5] Οι προτάσεις του Άτσεσον δεν είχαν απήχηση στις δύο κοινότητες και η βιαιότητα συνεχίστηκε με αποτέλεσμα να αρχίσει η Άγκυρα τις απειλές περί εισβολής στο νησί. Οι απειλές εκείνη την περίοδο δεν έγιναν πραγματικότητα χάρη στην παρέμβαση του Λίντον Τζόνσον, Προέδρου των ΗΠΑ.[6] Από το 1963 έως το 1966 δεν είχε σημειωθεί κάποια μεταβολή στο status quo που είχε δημιουργηθεί στη Μεγαλόνησο. H Δικτατορία ου εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1967, ήταν αποφασισμένη να έρθει σε συμφωνία με την Τουρκία με σκοπό την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με την προώθηση του σχεδίου Άτσεσον. Στη συνάντηση του Έβρου τον Σεπτέμβριο του 1967 Ελλάδα και Τουρκία δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο επίλυσης.[7]
Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, με αφορμή την προσβολή από τις ελληνικές δυνάμεις του θύλακα της Κοφίνου[8], η Άγκυρα θα απειλήσει με εισβολή για ακόμα μία φορά, όμως η έγκαιρη αμερικανική παρέμβαση και η υποχώρηση της Αθήνας με την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας θα αποτρέψουν την κλιμάκωση της κρίσης. Το γεγονός που έμελλε να αλλάξει ολοκληρωτικά τα πράγματα ήταν το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου το καλοκαίρι του 1974, υποκινούμενο φυσικά από την ελληνική Δικτατορία.[9] Αυτό το γεγονός αποτέλεσε αφορμή για την εισβολή και την κατάληψη του κυπριακού εδάφους από την Τουρκία με το σχέδιο Αττίλας Ι, αρχικά, και έπειτα Αττίλας ΙΙ. Από εκείνο το σημείο, η Άγκυρα επεδίωξε να διατηρήσει το status quo στο νησί προωθώντας διχοτομικές λογικές. Σε αυτές εντάχθηκε και η πρακτική της Τουρκίας για μεταφορά 60 με 65 χιλιάδων εποίκων στο νησί με σκοπό την μεταβολή της πληθυσμιακής σύνθεσης και την αλλοίωση των δεδομένων συμβίωσης των δύο κοινοτήτων.[10]
Η τακτική αυτή αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η Τουρκία προωθούσε ξεκάθαρα την ιδέα της οριστικής διχοτόμησης του νησιού. Η «επιδεικτική» περιφρόνηση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ που καταδίκαζαν την παράνομη εισβολή στην Κύπρο, των διμερών συμφωνιών Μακαρίου-Ντενκτάς το Φεβρουάριο του 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς τα Μάιο του 1979, οι οποίες προέβλεπαν τη δημιουργία μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας στο νησί, κορυφώθηκε με την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου (ΤΔΒΚ)» το 1983. Από εκείνο το σημείο και έπειτα όλες οι προσπάθειες που ανέλαβε ο ΟΗΕ για την επίλυση του ζητήματος θα αποτύχουν, δεδομένου ότι η Τουρκία δεν είχε την πρόθεση για αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Η βασική αμερικανική ανησυχία αναφορικά με το «Κυπριακό Ζήτημα» ήταν η αναχαίτιση της έντασης και η αποτροπή της κλιμάκωσής της σε ένα μεγαλύτερο πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και οι δύο χώρες ήταν σημαντικοί σύμμαχοι για την εξυπηρέτηση των αμερικάνικων συμφερόντων στην περιοχή και ένας πόλεμος μεταξύ τους θα αποσταθεροποιούσε τη Βορειοατλαντική Συμμαχία και η Νοτιοανατολική της πτέρυγα θα κατέρρεε. Επιπλέον, υπήρχε κίνδυνος υπονόμευσης της συνεργασίας μεταξύ Αμερικής, Ελλάδας και Τουρκίας σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο και έτσι θα κινδύνευαν οι αμερικανικές βάσεις και εγκαταστάσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να αποσταθεροποιήσει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και τέλος, το γόητρο της δυτικής συμμαχίας θα πληγωνόταν και θα επερχόταν η διαίρεση του δυτικού κόσμου. Τη δεκαετία του 1960, η Κύπρος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αμερικανική εξωτερική πολιτική λόγω της στρατηγικής της θέσης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Κύπρος θα μπορούσε να συνδέσει την Αμερική με τη Μέση Ανατολή από τα δυτικά και την Αφρική από τα νότια, περιοχές πλούσιες σε πετρέλαιο. Για τους παραπάνω λόγους οι Ηνωμένες Πολιτείες κατεύναζαν τις εντάσεις και απέτρεπαν το ξέσπασμα των κρίσεων όταν η Άγκυρα απειλούσε σε εισβολή στη Μεγαλόνησο.
Μετά το Νοέμβριο του 1967 οι Αμερικάνοι σταμάτησαν τις διπλωματικές τους προσπάθειες για την εύρεση λύσης στο «Κυπριακό» γιατί οι διαπραγματεύσεις του Ιουνίου του 1968 ανταποκρίνονταν στα συμφέροντά τους, εφόσον αποκλιμάκωναν τις εντάσεις. Οι ΗΠΑ υποστήριζαν επίσης τις διμερείς συμφωνίες μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας γιατί αυτές θα μείωναν την αμερικανική παρεμβατικότητα με αποτέλεσμα να επιτευχθεί ευκολότερα μία λύση με κύριους παίκτες τα δυο κράτη. Μετά την ανατροπή του Μακαρίου, για την οποία οι Αμερικάνοι ήταν ενημερωμένοι[11], η κύρια ανησυχία τους ήταν περισσότερο η αποτροπή πολέμου μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας παρά η αποκατάσταση του status quo. Η συμπεριφορά των ΗΠΑ δεν ήταν ευχάριστη ούτε για την Τουρκία ούτε για την Ελλάδα. Οι Τούρκοι υποστήριζαν ότι εάν δεν δρούσαν γρήγορα, οι ΗΠΑ θα αναγνώριζαν το καθεστώς του Σαμψών[12], δηλαδή του εκλεκτού από την Δικτατορία για διαδοχή μετά την ανατροπή του Μακαρίου, και τα γεγονότα στην Κύπρο θα νομιμοποιούνταν. Η Ελληνική πλευρά υποστήριζε ότι η αδράνεια των ΗΠΑ ενάντια στο πραξικόπημα έδινε αφορμή στην Τουρκία για επίθεση στο νησί.
Οι ΗΠΑ, όντως έμειναν αδρανείς κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. Μία αμερικάνικη ενέργεια θα υπονόμευε τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και θα μετέτρεπε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε υποστηρικτή του καθεστώτος Σαμψών.[13] Οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να επιβάλουν στην Τουρκία ένα συγκεκριμένο τρόπο δράσης και αυτό φαίνεται από το γεγονός της αποτυχίας τους να αποτρέψουν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ωστόσο, δεν ήθελαν μία ανεξέλεγκτη εισβολή, η οποία θα οδηγούσε σε ελληνοτουρκικό πόλεμο, επομένως ασκούσαν πιέσεις χωρίς αποτέλεσμα. Οι Αμερικάνοι κράτησαν την ίδια στάση απέναντι στο πραξικόπημα, οπότε φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να σταματήσουν τους Τούρκους. Εξάλλου η τουρκική εισβολή στην Κύπρο θα έφερνε λιγότερη ζημία στα συμφέροντα των ΗΠΑ από την αλλαγή πολιτικής στάσης της Τουρκίας.
Κατά τη δεύτερη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο (Αττίλας ΙΙ) στις 14 Αυγούστου 1974, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι, εάν η Ελλάδα και η Τουρκία πολεμούσαν μεταξύ τους, θα σταματούσαν την πώληση όπλων και στρατιωτικής βοήθειας και στους δύο, αλλά δεν καταδίκασαν ξεκάθαρα το γεγονός της παράνομης εισβολής. Ο Κίσινγκερ δήλωνε ότι οι ΗΠΑ δεν είναι ο αστυνόμος του κόσμου και δεν θα κατέφευγε σε ενέργειες για να εμπλακεί στο ζήτημα. Η ανικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να σταματήσουν την Τουρκική εισβολή μετέβαλε την πολιτική της Ελλάδας σε μεγάλο βαθμό. Τον Αύγουστο του 1974 η Ελλάδα αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και ξεκίνησε ένα μεγάλο κύμα αντιαμερικανισμού σε Ελλάδα και Κύπρο που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Πρέσβη των ΗΠΑ στη Λευκωσία.
Το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών αντέδρασε έπειτα από πιέσεις της Ελληνοαμερικανικής κοινότητας στις ΗΠΑ για την παράνομη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Στις 5 Φεβρουαρίου 1975 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν εμπάργκο στα αμερικανικά εξοπλιστικά συστήματα προς την Τουρκία για τις ενέργειές της στην Κύπρο.[14] Παραδώσεις άνω των 200 εκατομμυρίων δολαρίων σε αγορά πυρομαχικών, οι οποίες ήταν στο πρόγραμμα για μεταφορά στην Τουρκία, πάγωσαν. Οι Τούρκοι καταδίκασαν την ενέργεια των ΗΠΑ και δήλωσαν ότι οι πιέσεις της Αμερικής δεν θα επηρέαζαν την πολιτική της Τουρκίας στην Κύπρο. Το εμπάργκο τέθηκε σε ισχύ διότι η Τουρκία παραβίασε νόμο των Ηνωμένων Πολιτειών με το να χρησιμοποιεί τα αμερικάνικα όπλα και τα πυρομαχικά στη στρατιωτική της εισβολή στην Κύπρο.[15]
Εάν η Αμερική δεν επέβαλε εμπάργκο στην Τουρκία θα έχανε την Ελλάδα ολοκληρωτικά από σύμμαχό της πράγμα ζημιογόνο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, εφόσον εκείνη την περίοδο η Τουρκία είχε χάσει τη στρατηγική της αξία και δεν πρόσφερε απολύτως τίποτα στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Έξι κύριοι λόγοι συνέβαλαν στο να εναντιωθεί η Αμερικανική Διοίκηση στο εμπάργκο στην Τουρκία. Αρχικά, η Τουρκία θα μπορούσε να αναζητήσει πηγές πέρα από το ΝΑΤΟ για να ικανοποιήσει τις αμυντικές της ανάγκες, δεδομένου ότι είχε βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση. Δεύτερον, η διακοπή των αμερικανικών δραστηριοτήτων σε βάσεις και εγκαταστάσεις στην Τουρκία είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια μυστικών πληροφοριών στα εξοπλιστικά συστήματα και εγκαταστάσεις της Σοβιετικής Ένωσης.[16] Τρίτον, το εμπάργκο μείωσε τη συνοχή και αποδυνάμωσε τη Νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας. Τέταρτον, η αμυντική ικανότητα της Τουρκίας και η πολεμική της ετοιμότητα μειώθηκαν.
Πέμπτον, τα τουρκικά λιμάνια έμειναν κλειστά και ο έκτος ναυτικός στόλος των ΗΠΑ δεν μπορούσε να δέσει σε αυτά και τέλος συνολικά το εμπάργκο επηρέασε τις στρατιωτικές δυνατότητες των ΗΠΑ και τα εθνικά συμφέροντα τους συμφέροντα.[17] Η Τουρκία αντέδρασε με το να ακυρώνει τη συνθήκη Άμυνας και Συνεργασίας του 1969 και να δηλώνει ότι όλες οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις θα χρησιμοποιούνταν μόνο από τους ίδιους. Το αεροδρόμιο Ιντσιρλίκ θα χρησιμοποιούνταν μόνο για Νατοϊκές ασκήσεις. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1978, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, υπέγραψε την κατάργηση της νομοθεσίας για το εμπάργκο. Αμέσως μετά, τον Οκτώβριο του 1978 η Τουρκία τερμάτισε τα ακυρωτικά μέτρα αναφορικά με τις αμερικάνικες βάσεις και εγκαταστάσεις.[18] Στις 29 Μαρτίου 1980 η Τουρκία υπέγραψε με τις ΗΠΑ μία ανανεωμένη συνθήκη Άμυνας και Οικονομικής Συνεργασίας (Defense and Economic Co-operation Agreement).[19]
Το εμπάργκο που επέβαλε η Αμερική στην Τουρκία και τα αντίποινα της δεύτερης με τον τερματισμό της λειτουργίας των στρατιωτικών βάσεων δημιούργησε κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών, ωστόσο τα δύο κράτη έμειναν σύμμαχοι εντός του ΝΑΤΟ. Το εμπάργκο δεν κατάφερε να αλλάξει την τουρκική πολιτική στην Κύπρο αλλά έδειξε στους Τούρκους ότι η άμυνα και η ασφάλειά τους εξαρτάται από την Αμερική και γενικότερα από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
[1] Αντώνης Κλάψης, «Το κυπριακό ζήτημα. Από την εγκαθίδρυση της βρετανικής κυριαρχίας (1878) μέχρι σήμερα (2004)», Εξωτερικά Θέματα, (2004) 13, σσ. 84-94.
[2] H.W. Brands, Jr., “America Enters the Cyprus Tangle, 1964”, Middle Eastern Studies, vol. 23, No. 3, July 1987, p. 350.
[3] Άγγελος Χρυσοστόμου, Τα 13 Σημεία του Μακαρίου, Η καθημερινή, http://www.kathimerini.gr/859860/article/epikairothta/kosmos/ta-13-shmeia-toy-makarioy. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[4] Στο ίδιο.
[5] Σωτήρης Ριζάς, Το Σχέδιο Άτσεσον για το Κυπριακό, Η Καθημερινή, 7 Ιουνίου 2016, http://www.kathimerini.gr/870314/article/epikairothta/kosmos/to-sxedio-atseson-gia-to-kypriako. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[6] Στο ίδιο.
[7] Ιστορικό Λεύκωμα 1967, Η Καθημερινή, Αθήνα.
[8] Στο ίδιο.
[9] Το Πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, Σαν Σήμερα, https://www.sansimera.gr/articles/645. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[10] Β. Θεωδορόπουλος (1988) , Οι Τούρκοι και Εμείς, Αθήνα: ο Τύπος Α.Ε.
[11] Nasuh Uslu (2003), Τhe Turkish-American Relationship between 1947 and 2003, New York: Nova Science Publishers, Inc, pp. 200-201.
[12] Μάριος Ευρυβιάδης, Κύπρος 1974: 5 μύθοι για το πραξικόπημα, Ινφογνώμων Πολιτικά, http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2012/07/1974_21.html. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[13] Markides, The Rise and Fall of the Cyprus Republic, p. 181.
[14] Mahmut Durmaz, The U.S. Arms Embargo of 1975-78 and its effects on the development of the Turkish Defence Industry, September 2014, Naval Postgraduate School, http://calhoun.nps.edu/bitstream/handle/10945/43905/14Sep_Durmaz_Mahmut.pdf?sequence=1. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[15] Γιαννάκης Ομήρου, Ιδού η αλήθεια για το αμερικανικό εμπάργκο, Η Σημερινή, http://www.sigmalive.com/simerini/analiseis/224264/idou-i-alitheia-gia-to-amerikaniko-empargko. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[16] Μακάριος Δρουσιώτης, Η Εισβολή στην Κύπρο και το Διπλό Παιχνίδι της ΕΣΣΔ, Το Βήμα, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=616886. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[17] Nasuh Uslu (2003), Τhe Turkish-American Relationship between 1947 and 2003, New York: Nova Science Publishers, Inc.
[18] Mahmut Durmaz, The U.S. Arms Embargo of 1975-78 and its effects on the development of the Turkish Defence Industry, September 2014, Naval Postgraduate School, http://calhoun.nps.edu/bitstream/handle/10945/43905/14Sep_Durmaz_Mahmut.pdf?sequence=1. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.
[19] The Defence and Economic Cooperation Agreement- U.S. Interests and Turkish Needs, http://www.gao.gov/products/ID-82-31. Πρόσβαση στις 14 Απριλίου 2017.