Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Λουξεμβούργο, 16 Μαίου 2017
Απόφαση στην υπόθεση T-122/15 Landeskreditbank Baden-Wurttemberg – Forderbank κατά ΕΚΤ
Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ απορρίπτει την προσφυγή της Landeskreditbank Baden-WUrttemberg η οποία στρέφεται κατά της υπαγωγής της στην άμεση
εποπτεία της ΕΚΤ
Η ΕΚΤ ορθώς χαρακτήρισε την εν λόγω γερμανική δημόσια τράπεζα ως «σημαντική οντότητα»
Η Landeskreditbank Baden-Wurttemberg – Forderbank είναι η τράπεζα επενδύσεων και ανάπτυξης του ομόσπονδου κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης (Γερμανία), το οποίο είναι και ο μοναδικός μέτοχός της. Η αξία του ενεργητικού της υπερβαίνει τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Landeskreditbank άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφυγή κατά της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με την οποία χαρακτηρίστηκε ως «σημαντική οντότητα». Λόγω του χαρακτηρισμού αυτού υπόκειται, στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ)[1], στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ. Αντιθέτως, οι οντότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «λιγότερο σημαντικές» εμπίπτουν, στο πλαίσιο του ΕΕΜ, κατά βάση στην άμεση εποπτεία των εθνικών αρχών.
Η Landeskreditbank εκτιμά ειδικότερα ότι, δεδομένου του χαμηλού κινδύνου προφίλ της[2], η εποπτεία από τις γερμανικές αρχές[3] προστατεύει επαρκώς την επιδιωκόμενη χρηματοοικονομική σταθερότητα, οπότε θα έπρεπε να χαρακτηριστεί εκ νέου ως οντότητα «λιγότερο σημαντική».
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο (πενταμελές τμήμα) απορρίπτει την προσφυγή της Landeskreditbank.
Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η άμεση εποπτεία των «λιγότερο σημαντικών οντοτήτων», η οποία ασκείται από τις εθνικές αρχές στο πλαίσιο του ΕΕΜ, δεν συνιστά άσκηση αυτοτελούς αρμοδιότητας, αλλά αποκεντρωμένη άσκηση αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΚΤ.
Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία[4], μια τράπεζα, πλην ειδικών περιστάσεων, χαρακτηρίζεται ως « σημαντική οντότητα» και, ως εκ τούτου, υπόκειται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, όταν μεταξύ άλλων[5] η αξία του ενεργητικού της υπερβαίνει τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ.
Κατά το Γενικό Δικαστήριο, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν χωρεί μόνον εφόσον, λόγω ιδιαίτερων και πραγματικών συνθηκών, η άμεση εποπτεία από τις εθνικές αρχές είναι περισσότερο ενδεδειγμένη
για την εκπλήρωση των σκοπών και των αρχών της οικείας νομοθεσίας και δη της ανάγκης διασφαλίσεως της συνεπούς εφαρμογής υψηλών προτύπων προληπτικής εποπτείας.
Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι η Landeskreditbank δεν προέβαλε ότι οι γερμανικές αρχές ήταν περισσότερο ενδεδειγμένες για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών και αρχών, αλλά απλώς επιδίωξε να αποδείξει ότι η εποπτεία από τις αρχές αυτές ήταν επαρκής.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί αναίρεση, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα, ενώπιον του Δικαστηρίου, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Γενικό
Δικαστήριο
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA από την ημερομηνία
δημοσιεύσεώς της
Επικοινωνία: Estella Cigna-Αγγελίδη @ (+352) 4303 2582
[1] Ο ΕΕΜ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές.
[2] Υποστηρίζεται ότι το χαμηλού κινδύνου προφίλ της Landeskreditbank οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι είναι αδύνατο στην πράξη η τράπεζα αυτή να τεθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
[3] Η Landeskreditbank αναφέρει συναφώς την Bundesanstalt fQr Finanzdienstleistungsaufsicht (Bafin) (γερμανική ομοσπονδιακή αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας), την Bundesbank (ομοσπονδιακή τράπεζα της Γερμανίας) και το υπουργείο οικονομικών του ομόσπονδου κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης.
[4] Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), και κανονισμός (ΕΕ) 468/2014 της ΕΚΤ, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (EE 2014, L141, σ. 1).
[5] Ο χαρακτηρισμός της σημασίας ενός τραπεζικού ιδρύματος στηρίζεται σε τρία κύρια εναλλακτικά κριτήρια: στο μέγεθος του ιδρύματος, στη σημασία του για την οικονομία της ΕΕ ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους και στο φάσμα των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του ιδρύματος.