Οι προτάσεις του εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑680/15 και C‑681/15 αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001.
Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι η περίπτωση που ο μεταβιβάζων την επιχείρηση δεν ανήκει σε εργοδοτική ένωση που διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε συλλογική σύμβαση και επέλεξε να εντάξει σε συμβάσεις εργασίας των μισθωτών του ρήτρα παραπομπής σε αυτή τη συλλογική σύμβαση. Η εν λόγω ρήτρα παραπομπής έχει δυναμικό χαρακτήρα, στο μέτρο που αφορά τις μελλοντικές τροποποιήσεις της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως.
Κατόπιν της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως του μεταβιβάζοντος, ο διάδοχος εργοδότης φρονεί ότι δεν είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει τους όρους εργασίας που απορρέουν από τις μεταγενέστερες της μεταβιβάσεως τροποποιήσεις της συλλογικής συμβάσεως.
Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν, υπό τις συνθήκες αυτές, ο δυναμικός χαρακτήρας της ρήτρας παραπομπής αντιβαίνει προς την οδηγία 2001/23. Με άλλα λόγια, απαγορεύει η οδηγία αυτή να υποχρεούται ο διάδοχος εργοδότης να εφαρμόσει τους όρους εργασίας που απορρέουν από τις μελλοντικές τροποποιήσεις της συλλογικής συμβάσεως στην οποία παραπέμπουν οι συμβάσεις εργασίας;
Με τα αιτιολογικά που περιγράφονται στην εν λόγω πρόταση του εισαγγελέα δίνεται καταφατική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.
I – Το νομικό πλαίσιο
Α –Το δίκαιο της Ένωσης
16. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, η οποία αντικαθιστά και κωδικοποιεί την οδηγία 77/187/ΕΟΚ (3), προβλέπει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα [συμφωνίας περί μεταβίβασης] ή συγχώνευσης.»
17. Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο εργοδότη].
[…]
3. Μετά τη μεταβίβαση, ο [διάδοχος εργοδότης] εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του [μεταβιβάζοντος], σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.
Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.
[…]»
18. Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμό[ζ]ουν ή να εισάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή να προωθούν ή επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των [κοινωνικών] εταίρων.»
II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Οι ενάγοντες απασχολούνται στο νοσοκομείο του Dreieich-Lange (Γερμανία) ως επιστάτης/κηπουρός από το 1978 και ως νοσηλεύτρια από το 1986, αντιστοίχως. Μετά τη μεταβίβαση, το 1995, του νοσοκομείου από το διαμέρισμα του Offenbach (Γερμανία), που είναι οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως (δήμος), σε μια GmbH (εταιρία περιορισμένης ευθύνης) ιδιωτικού δικαίου, το τμήμα της εγκαταστάσεως στο οποίο απασχολούνται οι ενάγοντες μεταβιβάσθηκε το 1997 στην επιχείρηση KLS Facility Management GmbH (στο εξής: KLS FM).
Η KLS FM, η οποία δεν ήταν μέλος εργοδοτικής ενώσεως, συνομολόγησε, με ατομική σύμβαση εργασίας, με τους ενάγοντες ότι η εργασιακή σχέση θα ρυθμιζόταν –όπως και πριν από τη μεταβίβαση– από την Bundesmanteltarifvertrag für Arbeiter gemeindlicher Verwaltungen und Betriebe (συλλογική σύμβαση εργασίας συναφθείσα για τον δημόσιο τομέα, στο εξής: BMT‑G II) καθώς και από τις συλλογικές συμβάσεις που θα την συμπλήρωναν, τροποποιούσαν και αντικαθιστούσαν.
Στη συνέχεια, η KLS FM εντάχθηκε στον όμιλο Asklepios. Στον όμιλο αυτό ανήκουν πολλές επιχειρήσεις του νοσοκομειακού τομέα.
Την 1η Ιουλίου 2008 το τμήμα εγκαταστάσεως στο οποίο απασχολούνταν οι ενάγοντες μεταβιβάσθηκε από την KLS FM σε άλλη εταιρία του ομίλου, συγκεκριμένα δε την Asklepios. Η εταιρία αυτή επίσης δεν δεσμευόταν ούτε δεσμεύεται μέχρι σήμερα διά της συμμετοχής σε εργοδοτική ένωση από την BMT‑G II ούτε από την Tarifvertrag für den öffentlichen Dienst (συλλογική σύμβαση για τους δημοσίους υπαλλήλους, στο εξής: TVöD), η οποία την αντικαθιστά από την 1η Οκτωβρίου 2005, ούτε από την Tarifvertrag zur Überleitung der Beschäftigten der kommunalen Arbeitgeber in den TVöD und zur Regelung des Übergangsrechts (συλλογική σύμβαση περί των όρων μεταβάσεως στο νέο σύστημα αμοιβών των συμβασιούχων υπαλλήλων των οργανισμων τοπικής αυτοδιοικήσεως σύμφωνα με την TVöD και περί μεταβατικών διατάξεων, στο εξής: TVÜ‑VKA).
Οι ενάγοντες ζήτησαν από τα δικαστήρια να αναγνωρίσουν ότι οι διατάξεις της TVöD και των συλλογικών συμβάσεων που τη συμπληρώνουν, όπως αυτές της TVÜ‑VKA, εφαρμόζονται στη εργασιακή σχέση τους, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν αντιστοίχως, δηλαδή τυγχάνουν δυναμικής εφαρμογής.
Η Asklepios υποστήριξε ότι η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο έννομη συνέπεια της δυναμικής εφαρμογής των κανόνων των συλλογικών συμβάσεων των δημοσίων υπαλλήλων στις οποίες παραπέμπει η σύμβαση εργασίας αντιβαίνει στην οδηγία 2001/23 και στο άρθρο 16 του Χάρτη. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα, κατά την ίδια, μετά τη μεταβίβαση, στη στατική και μόνον εφαρμογή στην εργασιακή σχέση των όρων εργασίας που συνομολογήθηκαν με τη σύμβαση εργασίας και αντλούνται από τις συλλογικές συμβάσεις που παρατίθενται στην εν λόγω σύμβαση.
Τα κατώτερα δικαστήρια δέχθηκαν τις αγωγές που άσκησαν οι ενάγοντες.
Το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία), το οποίο επελήφθη αιτήσεως αναιρέσεως, ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:
«Ι.
1. Αντιβαίνει στο άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23 εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, όλοι οι όροι εργασίας που ο μεταβιβάζων και ο εργαζόμενος έχουν συμφωνήσει με ατομική σύμβαση και στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας μεταφέρονται αμετάβλητοι στον διάδοχο εργοδότη, ως εάν να είχε συνάψει ο ίδιος ατομική σύμβαση με τον εργαζόμενο, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει για τον διάδοχο δυνατότητες προσαρμογής των όρων εργασίας, τόσο από κοινού με τον εργαζόμενο, όσο και μονομερώς;
2.Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος εν γένει ή εν μέρει για συγκεκριμένη ομάδα ατομικώς συμφωνηθέντων όρων εργασίας από τη σύμβαση εργασίας μεταξύ μεταβιβάζοντος και εργαζομένου:
Προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23 ότι συγκεκριμένοι όροι εργασίας που μεταβιβάζων και εργαζόμενος έχουν συμφωνήσει στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας πρέπει να εξαιρούνται από την αμετάβλητη μεταβίβαση στον διάδοχο και να υπόκεινται σε προσαρμογή εκ μόνης της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως;
3.Εάν, με γνώμονα τις απαντήσεις του Δικαστηρίου επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος, προκύπτει ότι στον διάδοχο δεν μεταφέρεται αμετάβλητη συμφωνηθείσα με ατομική σύμβαση ρήτρα παραπομπής, δυνάμει της οποίας συγκεκριμένες ρυθμίσεις συλλογικής συμβάσεως καθίστανται κατά τρόπο δυναμικό, στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας, περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως:
α)Ισχύει το ανωτέρω και σε περίπτωση που ούτε ο μεταβιβάζων ούτε ο διάδοχος είναι ή ανήκουν στους συμβαλλομένους συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ήτοι εάν οι απορρέουσες από συλλογική σύμβαση ρυθμίσεις δεν θα εφαρμόζονταν στη σχέση εργασίας με τον μεταβιβάζοντα ούτε προ της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως χωρίς τη συνομολόγηση ρήτρας παραπομπής με ατομική σύμβαση στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας;
β)Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του ερωτήματος αυτού:
Ισχύει το ανωτέρω και σε περίπτωση που μεταβιβάζων και διάδοχος εργοδότης αποτελούν επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου;
Οι προτάσεις του Εισαγγελέα για τα προδικαστικά ερωτήματα.
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) ως εξής:
Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, όπου η σύμβαση εργασίας η οποία συνήφθη μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων περιέχει ρήτρα παραπομπής στους όρους εργασίας τους οποίους καθορίζει συλλογική σύμβαση εργασίας και όπου ούτε ο μεταβιβάζων ούτε ο διάδοχος εργοδότης μπορούν να μετάσχουν στη διαδικασία διαπραγματεύσεως της συλλογικής αυτής συμβάσεως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι απαγορεύει να έχει μια τέτοια ρήτρα, μετά τη μεταβίβαση εγκαταστάσεως, δυναμικό χαρακτήρα, δηλαδή να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παραπέμπει και στις μελλοντικές προσαρμογές της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως.
Αντιθέτως, ο συνδυασμός των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23 απαιτεί να υπόκειται η παραπομπή που περιέχει η ρήτρα η οποία περιλαμβάνεται στη σύμβαση εργασίας στους χρονικούς περιορισμούς του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, οι οποίοι εφαρμόζονται στους όρους εργασίας που συμφωνήθηκαν με συλλογική σύμβαση.
Δείτε ολοκληρωμένη την πρόταση του εισαγγελέα του ΔΕΚ στο φορολογικό αρχείο του κόμβου