Την ενοχή και των δύο κατηγορουμένων, για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, πρότεινε χθες ο εισαγγελέας Εφετών Βασίλης Παπαδάς, στη δίκη για τη δολοφονία του δικηγόρου Σπύρου Ιωάννου.
Νωρίτερα, ο Βορειοηπειρώτης κατηγορούμενος στην απολογία του προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως θύμα σκευωρίας. Στράφηκε και ενάντια στην οικογένεια Ιωάννου, επαναλαμβάνοντας για μια ακόμα φορά ότι γνωρίζει την αλήθεια και την κρύβει. Ισχυρίστηκε μάλιστα πως την αλήθεια την ξέρει κι ο λογιστής και φίλος του δολοφονημένου δικηγόρου, υπονοώντας στο δικαστήριο ότι βγήκε ευνοημένος από το θάνατο του Σπ. Ιωάννου. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η αδελφή του λογιστή έκανε μια μεγάλη υπεξαίρεση στην τράπεζα όπου δούλευε, για να κλείσει ο αδελφός της στόματα.
Ο έτερος, Αλβανός κατηγορούμενος υποστήριξε στην απολογία του πως με τον Βορειοηπειρώτη πήγαν μαζί στο γραφείο του Σπ. Ιωάννου, αλλά ο ίδιος έμεινε στο αυτοκίνητο να τον περιμένει. Στη συνέχεια είπε ότι άκουσε κάτι σαν πυροβολισμό, μπήκε μέσα, είδε το δικηγόρο πεσμένο κάτω με τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του, και τότε τράβηξε τον Βορειοηπειρώτη και έφυγαν.
Χθες η δίκη στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας διακόπηκε για την ερχόμενη Τετάρτη οπότε θα ολοκληρώσουν τις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι υπεράσπισης, ενώ αναμένεται να βγει και η απόφαση του δικαστηρίου.
Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Ο εισαγγελέας ξεκίνησε την αγόρευσή του σκιαγραφώντας το προφίλ του δολοφονημένου δικηγόρου. Χαρακτήρισε τον Σπ. Ιωάννου έναν άνθρωπο της πιάτσας, μαχητικό δικηγόρο και ξεχωριστή προσωπικότητα, που ήθελε να είναι αποτελεσματικός στη δουλειά του. Γι’ αυτό και -όπως είπε- εξαντλούσε κάθε δικονομικό μέσο για να δικαιώσει τους πελάτες του, κι όταν υπήρχε περιουσία από την πλευρά του αντίδικου έφτανε μέχρι την κατάσχεση. Από την άλλη, σημείωσε, ο κατηγορούμενος Βορειοηπειρώτης βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση εκείνη την περίοδο: Είχαν σφραγιστεί επιταγές του και είχε βρεθεί στον «Τειρεσία», οπότε δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τα κεφάλαια για να κλείσει τη μεγάλη δουλειά στην Ηλεία, που οι συνήγοροί του επικαλέστηκαν στη δίκη. Σε πανικό και με το φόβο ότι θα χάσει το σπίτι του και η οικογένειά του θα μείνει χωρίς ένα κεραμίδι, εξαπέλυσε και την απειλή ότι «θα φάει το μαύρο χώμα» όποιον τολμήσει να του το πάρει. Και ο Σπ. Ιωάννου αυτό το ήξερε, είπε ο κ. Παπαδάς, είχε εισπράξει την «αδιόρατη απειλή» από τον Βορειοηπειρώτη και είχε μοιραστεί τις ανησυχίες του με το περιβάλλον του.
ΤΗ ΜΟΙΡΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
Ο εισαγγελέας σε άλλο σημείο της αγόρευσής του είπε ότι η επίθεση θα ήταν «αναγκαστικά θανατηφόρα», γιατί ο Βορειοηπειρώτης είχε απειλήσει τον Σπ. Ιωάννου, και όσες προφυλάξεις κι αν έπαιρνε ήταν βέβαιο ότι εκείνος θα τον αναγνώριζε. Ετσι, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, η δολοφονία του ήταν μονόδρομος, γι’ αυτό και ο Βορειοηπειρώτης χρειαζόταν ένα συμμέτοχο – κι αυτός θα ήταν ένας άνθρωπος με σωματική ρώμη και… βλάκας: χαρακτηριστικά τα οποία -όπως είπε ο κ. Παπαδάς- διαθέτει ο έτερος κατηγορούμενος και τον καθιστούν ένα «καλό εργαλείο».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, στο γραφείο μπήκαν και οι δύο, αλλά επειδή ένας βλάκας δεν είναι ελεγχόμενος, άφησε το αποτύπωμά του στο χαρτί και έτσι έφτασε η Αστυνομία στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Είπε ακόμα ότι τα χτυπήματα που δέχτηκε ο Σπ. Ιωάννου στο κεφάλι ήταν αλλεπάλληλα και καταιγιστικά, και είτε έγιναν με ράβδο ή άλλο αντικείμενο, είτε με γροθιές, αρκούσαν για να τον τραυματίσουν θανάσιμα και οι δολοφόνοι του να φύγουν σίγουροι ότι δεν θα ζήσει.
ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ
Ο 41χρονος Βορειοηπειρώτης αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με τη δολοφονία του Σπύρου Ιωάννου. Ο ίδιος, όπως και οι συνήγοροί του νωρίτερα το πρωί, ζήτησε να έρθουν μάρτυρες στη δίκη «για να δώσουν φως», αλλά το δικαστήριο είχε ήδη απορρίψει τα αιτήματα αυτά, που αφορούσαν μέχρι και υπόπτους για το φόνο ενώ ήταν σε εξέλιξη ακόμα η αστυνομική έρευνα. Ο κατηγορούμενος, μάλιστα, σχεδόν είπε πως του στέρησαν τα δικαιώματά του και αναρωτήθηκε «είναι δίκη αυτή;».
Σε άλλο σημείο της απολογίας του είπε ότι ο Σπ. Ιωάννου ήταν τσακωμένος με όλη την Κυπαρισσία και ο ίδιος ήταν ο ένας από τους συνολικά 5 ανθρώπους με τους οποίους ο μακαρίτης μιλούσε. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι είναι θύμα σκευωρίας κυκλώματος τοκογλύφων και κατηγόρησε το φίλο του δολοφονηθέντος -τον λογιστή ο οποίος βρήκε βαριά χτυπημένο στο γραφείο του τον Ιωάννου και είχε καταθέσει ότι ο δικηγόρος “έδωσε” τον Βορειοηπειρώτη ως το δολοφόνο του στο Νοσοκομείο Κυπαρισσίας-, ότι μπορεί και να ήθελε τον Σπ. Ιωάννου νεκρό. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε μάλιστα στο δικαστήριο πως για να κρατηθούν τα στόματα κλειστά η αδελφή του λογιστή υπεξαίρεσε από την τράπεζα 1,5 εκατ. ευρώ. Επίσης, κατηγόρησε και την οικογένεια Ιωάννου πως γνωρίζει την αλήθεια και την κρύβει· ποια αλήθεια όμως κρύβει η οικογένεια, δεν μπόρεσε να εξηγήσει στο δικαστήριο. Απαντώντας δε σε ερώτηση της έδρας, γιατί να υποδείξει αυτόν ως ένοχο ο συγκατηγορούμενός του, ισχυρίστηκε ότι τον επηρεάζει κάποιος από την οικογένεια του δολοφονημένου ή ακόμα και η Αστυνομία. Οταν πιέστηκε να δώσει μια αληθοφανή έστω εξήγηση για αυτό, υποστήριξε ότι ο ίδιος τους προκάλεσε επειδή έκανε μήνυση για τοκογλυφία στο κύκλωμα που τον ενέπλεξε, ενώ είπε ακόμη ότι θέλουν να αποκρύψουν πως ο Σπ. Ιωάννου έβγαζε παράνομα χαρτιά σε αλλοδαπούς.
Ο ΕΤΕΡΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
Ο 36χρονος Αλβανός κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ο ίδιος περίμενε τον Βορειοηπειρώτη έξω από το γραφείο του Σπ. Ιωάννου – και όταν άκουσε κάτι σαν πυροβολισμό, μπήκε μέσα κι αντίκρισε τον δικηγόρο πεσμένο στο πάτωμα μπροστά από το γραφείο του, με τα χέρια στο πρόσωπο για να προστατευτεί από τον Βορειοηπειρώτη που τον χτυπούσε με ένα μεγάλο βιβλίο. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι ο Ιωάννου είχε μόνο λίγο αίμα στη μύτη και έβριζε «μη με χτυπάς αλήτη, θα σε βρω!». Τότε -όπως υποστήριξε- τράβηξε τον Βορειοηπειρώτη για να φύγουν· αλλά δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει πώς βρέθηκε το αποτύπωμα από τον αντίχειρά του πάνω στο χαρτί.
Κάπου 8 λεπτά νωρίτερα, ο κατηγορούμενος είχε υποστηρίξει ότι ο Βορειοηπειρώτης μπήκε στο γραφείο με γάντια, μαύρη φόρμα με κουκούλα που την είχε σηκώσει για να μην φαίνεται το πρόσωπό του, και ένα πιστόλι.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε σε άλλο σημείο της απολογίας του ότι συναντήθηκαν τυχαία σε μια καφετέρια με τον Βορειοηπειρώτη, το πρωί της μέρας που έγινε η δολοφονία. Είπε ότι ο Βορειοηπειρώτης του ζήτησε δανεικά – άλλωστε οι δυο τους γνωρίζονταν από παλιά γιατί δούλευαν μαζί. Χώρισαν μεσημέρι, αφού πρώτα τον πήγε με το αυτοκίνητό του στο συνεργείο για να πάρει ο Βορειοηπειρώτης το δικό του. Το ίδιο απόγευμα οι δρόμοι τους αντάμωσαν πάλι, και όπως υποστήριξε ο Αλβανός κατηγορούμενος, ο Βορειοηπειρώτης του πρότεινε να πάνε μαζί στο Δώριο και στη διαδρομή τού μίλησε για τις επιταγές και τον Σπ. Ιωάννου – λέγοντάς του ότι ο δικηγόρος θέλει να τον καταστρέψει, να του πάρει το σπίτι και να βγάλει τα παιδιά του στο δρόμο. «Μιλούσε με μίσος για το δικηγόρο», υποστήριξε ο κατηγορούμενος. Συνεχίζοντας την απολογία του ο Αλβανός είπε ότι ο Βορειοηπειρώτης του ζήτησε στην αρχή να πάρει το αυτοκίνητό του, γιατί το δικό του το γνώριζαν, για να πάει να ρίξει δυο μπουνιές στον Σπ. Ιωάννου. Αρχικά αρνήθηκε αλλά τελικά λυπήθηκε -κατά τους ισχυρισμούς του- τα παιδιά του Βορειοηπειρώτη και συμφώνησε να τον πάει αυτός, κι έτσι συναντήθηκαν μεταξύ 9.50 και 10.10 το βράδυ, γνωρίζοντας ότι ο δικηγόρος φεύγει γύρω στις 10 από το γραφείο του.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε μάλιστα πως, όταν έμαθε πως ο Ιωάννου πέθανε, πίεσε τον συγκατηγορούμενό του να μιλήσουν στην Αστυνομία. Τότε, υποστήριξε, εκείνος άρχισε να τον απειλεί – ενώ όταν είδε πως δεν περνούν οι απειλές του, προσπάθησε να τον δωροδοκήσει με 20.000 ευρώ, για να πάρει ο Αλβανός όλη την ευθύνη πάνω του.