Τι αναφέρει για το συναλλαγματικό κίνδυνο, την ενημέρωση εκ μέρους της Τράπεζας και την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ – Ακύρωση διαταγής πληρωμής εις βάρος δανειολήπτη
Οι ανακόπτοντες (νυν εκκαλούντες), με ανακοπή τους, την οποία απηύθυναν κατά της καθής η ανακοπή Τράπεζας (ήδη εφεσίβλητης) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησαν για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, την ακύρωση της πληττόμενης με την ανακοπή διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους, μετά από αίτηση της καθής Τράπεζας, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, ο μεν πρώτος εξ’ αυτών ως πρωτοφειλέτης, ο δε δεύτερος ως εγγυητής, ποσό ελβετικών φράγκων στο ισάξιο τους σε ευρώ με την επίσημη ισοτιμία ελβετικού φράγκου (CHF – EURO), κατά την ημέρα πληρωμής τους.
Η απαίτηση, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, προέρχονταν από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ζήτησαν ακόμη με την ανακοπή να υποχρεωθεί η εναγομένη να επιδείξει οποιαδήποτε έγγραφο αφορά την διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου με πιστωτικά παράγωγα ή ασφάλιση, για το ποσό, που αυτοί δανείστηκαν από αυτήν αλλά και το σύνολο των εγγράφων, που αφορούν την πιστοποίηση της επαγγελματικής επάρκειας συγκεκριμένης υπαλλήλου της εναγομένης, με την οποίαν συνήψαν την επίδικη σύμβαση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε ότι σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ , αναγνωριστική αγωγή και αγωγή επίδειξης εγγράφων, απέρριψε ως μη νόμιμη την αναγνωριστική αγωγή και ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή επίδειξης εγγράφων και στη συνέχεια, δίκασε την ανακοπή κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 637 – 646 ΚΠολΔ, την οποίαν έκρινε μεν παραδεκτή και νόμιμη την απέρριψε όμως ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση με την οποία οι ανακόπτοντες παραπονέθηκαν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζήτησαν γι’ αυτό να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.
Επί της εφέσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1611/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εδέχθη αναφορικά με την ένδικη διαφορά τα εξής:
1. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2501/31-10-2002 (ΦΕΚ Α’ 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ.5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92 παρ.1 του Ν. 3601/2007), και άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους.
Σύμφωνα με τις γενικές αρχές, που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν: α) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων από συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β’, αριθμ. 2, περίπτωση x, της παραπάνω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), και β) για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β’, αριθμ. 2, περίπτωση xi, της παραπάνω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), δηλαδή η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας.
2. Για την περίπτωση της συνομολογηθείσας σύμβασης σε ξένο νόμισμα (σε Ελβετικό φράγκο) και σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30-4-2014 (υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, (σκέψεις 71-75) για τη θεμελίωση της απαιτούμενης διαφάνειας των σχετικών συμβάσεων πρέπει να παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων και ειδικότερα να διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχωρίου νομίσματος σε ξένο, η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και τυχόν άλλων, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, δηλαδή να διαγνώσει εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων που καλείται να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και για το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ξένου νομίσματος (Ελβετικού φράγκου) διαφοροποιείται σε βάρος του πρώτου.
3. Για τους όρους της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του όρου «Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου, η τράπεζα δικαιούται επίσης (αλλά δεν υποχρεούται) να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου, όπως η τιμή αυτή προκύπτει από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας, την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ και να χρεώνει αυτό με τόκο υπερημερίας», κρίθηκε ότι:
Όλοι οι προδιατυπωμένοι από την καθής όροι που περιλαμβάνονται στους Γ.Ο.Σ. χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιεί ο πιστούχος- πρώτος ανακόπτων καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου του,αλλά και στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης είναι αόριστοι και ασαφείς και ως εκ τούτου καταχρηστικοί και άκυροι. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάζεται από την καθής η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των Γ.Ο.Σ,, η οποία επιτάσσει όλοι οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων την μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356). Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. ΔΕΚ, ό.π., σκέψεις 73-75).
Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η καθής τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου. Επί πλέον δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε προκαταρκτική έρευνα στη χορήγηση του δανείου με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου, προκειμένου να επιτευχθεί προσαρμοσμένη στους ανακόπτοντες πληροφόρηση αναφορικά με την αγορά συναλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη της την αντιληπτική τους ικανότητα, τη μόρφωση, το επίπεδο γνώσης, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση τους.
4. Τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος.
5. Η Τράπεζα όχι μόνο δεν προέβη σε ενημέρωση των δανειοληπτών αναφορικά με τα παραπάνω αλλά δεν προέβη ούτε σε ενημέρωση όσον αφορά τους αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων «φυσική» και «χρηματοοικονομική» αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δυνατότητα χρήσης προγραμμάτων αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, με ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση και το κόστος αυτών, τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου, καθώς, όπως σαφώς κατέθεσε η μάρτυρας της καθής τέτοια προϊόντα η καθής δεν διέθετε. Συνεπώς οι δανειολήπτες, πέραν της μη ενημέρωσης τους, ήταν και εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους.
Ολόκληρη την απόφαση 1611/2017 του Εφετείου Αθηνών μπορείτε να βρείτε εδώ(link is external).