Το Ανώτατο Δικαστήριο επιφύλαξε σήμερα την έκδοση της απόφασης του στην αίτηση που καταχώρησε ενώπιον του ο Ρίκκος Ερωτοκρίτου για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο επιδιώκει την άμεση αποφυλάκισή του.
Ο δικηγόρος του καταδικασθέντα τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, Παύλος Αγγελίδης και ο Εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, δικηγόρος Ηλίας Στεφάνου, προέβησαν σήμερα στις τελικές τους αγορεύσεις επί των γραπτών θέσεων που καταχώρησαν επί της ένστασης.
Πρώτος αγόρευσε ο δικηγόρος του Ρίκκου Ερωτοκρίτου, ο οποίος καταχώρησε προχθές και συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία προβάλλει, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία να τον δικάσει λόγω ασυλίας, χαρακτηρίζοντας δε την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να του επιβάλει ποινή φυλάκισης 3,5 χρόνια “παράνομη και οφθαλμοφανώς λανθασμένη”.
Κατά την αγόρευση του ενώπιον της Δικαστού του Ανωτάτου Περσεφόνης Παναγή Κλεάνθους, στην παρουσία και του Ρίκκου Ερωτοκρίτου, ο κ. Αγγελίδης ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «είναι γνωστό ότι τα προνομιακά διατάγματα εκδίδονται σε περιπτώσεις όπου έκδηλα ο αιτητής έχει στερηθεί του δικαιώματος να παρουσιάσει την υπόθεση του ή έκδηλα το Δικαστήριο χωρίς δικαιοδοσία ή από εμφανέστατο λάθος επέβαλε ποινή είτε πέραν από εκείνη που δικαιούταν ή για αδίκημα που δεν είχε δικαίωμα να εκδικάσει».
«Η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει στην τελευταία περίπτωση, όπου δηλαδή ο αιτητής έχει καταδικασθεί για μια σειρά πράξεων ενώ καλυπτόταν από ασυλία δυνάμει του Συντάγματος και του Νόμου τόσο από ποινικές όσο και από αστικές διώξεις», υποστήριξε.
Ανέφερε επίσης ότι όσο αφορά τη θεσμική λειτουργία και νομιμότητα τους, «ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας απολάβουν των ιδίων ελευθεριών και ασυλιών, ως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου», προσθέτοντας ότι «είναι ολοφάνερη και έκδηλη η ομοιότητα και η ευρύτητα της προστασίας των Δικαστικών Λειτουργών από ποινικές διώξεις που ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο καλύπτουν και τον Γενικό Εισαγγελέα ως και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, αφού και οι 2 έχουν την ίδια θεσμική ισότητα και προστασία με τους Δικαστές/Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Ο κ. Αγγελίδης ανέφερε ότι «η καθαρή λογική που εκφράζεται, μέσα στο αξίωμα ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι ανεξάρτητη, επιβάλλει ότι ο Δικαστής, οποιουδήποτε βαθμού ο Γενικός Εισαγγελέας ή ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέα να δρουν ελεύθερα και όχι κάτω από την πίεση της ενδεχόμενης τιμωρίας εάν έχουν διαπράξει λάθος είτε στην εκτίμηση της μαρτυρίας που έχουν στα χέρια τους, είτε στις νομικές αρχές που πιστεύουν ότι διέπουν της υπόθεση που χειρίζονται». Διαφορετικά, όπως είπε, « το σύστημα θα παρήγε φοβισμένους Δικαστές και τρομοκρατημένους Εισαγγελείς που όποτε αντιμετώπιζαν μια σοβαρή ποινική υπόθεση, κυριολεκτικά θα έτρεμαν μπροστά στο βάρος της αποφάσεως να αποφασίσουν την ποινική δίωξη κάποιου υπόπτου».
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, είπε, « αν υπάρχει ποινικά επιλήψιμη πράξη που δύναται να διωχθεί, ακόμα και μετά την αποχώρηση τους, σίγουρα, κάτι τέτοιο απαγορεύεται ενόσω οι δικαστικοί λειτουργοί παραμένουν στο αξίωμα τους».
Ο κ. Αγγελίδης αναφέρει ακόμη στην αγόρευση του ότι « και αν ακόμα, θα μπορούσε να πει κάποιος, πως η παρούσα Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, το ισοζύγιο της ζημιάς που επέρχεται σε βάρος του Αιτητή με το να παραμείνει εντός των φυλακών, για πολλούς μήνες, για να δικαστεί το παρών ζήτημα με έφεση, είναι κάτι που δεν πρέπει να επιτραπεί να γίνει σε βάρος του Αιτητή».
«Εκείνο που μπορεί να βγει ως συμπέρασμα», υποστηρίζει, «είναι ότι η αίτηση για προνομιακό διάταγμα είναι δυνατή και όχι αδύνατη, φτάνει ο Αιτητής να επιδείξει ότι στην περίπτωση του υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες εξαιρετικές περιστάσεις συντρέχουν στην περίπτωση του Αιτητή».
«Ποιες περισσότερες εξαιρετικές περιστάσεις θα μπορούσαν να υπάρχουν πέραν από τον συνεχιζόμενο εγκλεισμό του Αιτητή στην φυλακή και τον συνακόλουθο εξευτελισμό του που ήταν το αποτέλεσμα μιας δίκης που δεν μπορούσε όχι μόνο να διεξαχθεί αλλά ούτε καν να αρχίσει με βάση το Σύνταγμα και τον Νόμο; Και πέρα από αυτό πώς ο Γενικός Εισαγγελέας στην υπόθεση 3092/2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπου ήταν εναγόμενος σε αστική διαδικασία επικαλέσθη το άρθρο 112.4 του Συντάγματος για να αποφύγει την αστική αγωγή; Μήπως τα δικαιώματα που παρέχει το άρθρο 112 προσφέρονται αλά καρτ; Γιατί ο Γενικός Εισαγγελέας έσπευσε να εκμεταλλευτεί τη νομομάθεια του ενάγοντος Δικηγόρου κ. Παύλου Αγγελίδη και αφού πέτυχε νομότυπα απαλλαγή του εαυτού του επιμένει εντελώς αδικαιολόγητα και χωρίς έρεισμα ότι το άρθρο 112.4 του Συντάγματος και το άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 δεν καλύπτουν τον Αιτητή»; καταλήγει στην αγόρευση του.
Από την πλευρά του ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, δικηγόρος Ηλίας Στεφάνου, παρέθεσε και ανέλυσε τους οκτώ συνολικά λόγους ένστασης που ήγειρε η πλευρά του Εισαγγελέα στην αίτηση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου.
Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:
1.Προδικαστικά δεν χωρεί έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Habeas Corbus γιατί ο αιτητής εκτίει ποινή που επιβλήθηκε νόμιμα, μετά από την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Συγκεκριμένα, κρατείται στη βάση εντάλματος φυλάκισης καταδικασθέντος, το οποίο εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας μετά την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και 6 μηνών, για σειρά αδικημάτων. Το Habeas Corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου ούτε για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αναθεωρήσει την απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας μέσω προνομιακού εντάλματος.
2. Προδικαστικά δεν χωρεί έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως του Habeas Corbus γιατί υπάρχει η υπαλλακτική θεραπεία της Έφεσης, την οποία και ο αιτητής έχει ήδη καταχωρήσει στις 7/3/2017, η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση.
3. Προδικαστικά, δεν χωρεί έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως του Habeas Corpus, καθότι το επίδικο διάβημα συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, τόσο υπό την έννοια ότι, ο αιτητής έχει ήδη ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης επί της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και επειδή καμία αναφορά ή ισχυρισμός δεν έγινε στην πρωτόδικη διαδικασία που να αφορά ασυλία ή το ποινικά ανεύθυνο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, τα οποία ο αιτητής επικαλείται στην παρούσα διαδικασία.
4. Η κράτηση του αιτητή είναι νόμιμη ενόψει της απόφασης Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, το οποίο ενήργησε καθ` όλα νόμιμα όσον αφορά την αρμοδιότητα αλλά και τη δικαιοδοσία του.
5. Το άρθρο 112 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο καθορίζει υπό ποιες προϋποθέσεις υπηρετεί ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα δεν παραπέμπει στην άμεση ή έμμεση εφαρμογή του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ.154 και δεν προβλέπει την ασυλία ή το ποινικά ανεύθυνο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.
6. Επί της ουσίας, τα υποκείμενα του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ . 154, δεν απολαμβάνουν προστασίας, επί αδικημάτων της φύσεως αυτών για τα οποία καταδικάστηκε νομίμως και αρμοδίως ο αιτητής.
7. Το άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα καλύπτει μόνο Δικαστές και ενδεχομένως δικαστικούς επιδότες, κατά την ενάσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων, ενώ ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα δεν θεωρείται Δικαστικός Λειτουργός αλλά είναι Νομικός Λειτουργός.
8.Ο Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως είναι νομικοί λειτουργοί και όχι δικαστικοί λειτουργοί.
Καταλήγοντας, ο κ. Στεφάνου σημειώνει ότι το άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα το οποίο επικαλείται ο αιτητής, δεν εκτείνεται στην προστασία του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. “Η προσεκτική ανάλυση του άρθρου μπορεί να καταλήξει σε ένα και μόνο συμπέρασμα.
Ότι τα υποκείμενα τα οποία απολαμβάνουν την προστασία αυτής της διάταξης, πρέπει πρώτον, να είναι δικαστικοί λειτουργοί και σωρευτικά δεύτερον, η προστασία αυτή τους παρέχεται εφόσον, οι πράξεις ή παραλείψεις τους βρίσκονται στο πλαίσιο των δικαστικών τους καθηκόντων. Οι ποινικά κολάσιμες πράξεις που το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας κατέληξε ότι ο αιτητής διέπραξε δεν τελέστηκαν από δικαστικό λειτουργό και ούτε βέβαια κατά την ενάσκηση των δικαστικών του καθηκόντων”, κατέληξε.