Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δικαίωσε Γερμανό δικηγόρο και καταδίκασε τη Γερμανία για παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής) επιδικάζοντας του το ποσό των 4000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης (αρ. προσφυγής 73607/13) ο δικηγόρος-ποινικολόγος Ούλριχ Ζόμερ, διαμαρτυρήθηκε για τον έλεγχο στον επαγγελματικό του τραπεζικό λογαριασμό που έγινε από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Η εντολή ελέγχου του λογαριασμού από τις εισαγγελικές αρχές έγινε στα πλαίσια ποινικής έρευνας για οργανωμένη απάτη όπου ένας από τους υπόπτους ήταν πελάτης του δικηγόρου.
Ειδικότερα, το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2011, ο γενικός εισαγγελέας ζήτησε από την τράπεζα όπου διατηρούσε ο δικηγόρος το λογαριασμό, πληροφορίες για τις μεταφορές που έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια, βάσει του άρθρου 161 του γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο εισαγγελέας υποπτευόταν ότι τα χρήματα που είχαν μεταφερθεί από την αρραβωνιαστικιά ενός πελάτη του που θεωρείτο ύποπτος από τις Αρχές, προέρχονταν από παράνομες δραστηριότητες. Επίσης ζητήθηκε από την τράπεζα να μην ενημερώσει το δικηγόρο για τη συγκεκριμένη ενέργεια. Η τράπεζα συμμορφώθηκε και παρέδωσε στον Εισαγγελέα μια λίστα με 53 τραπεζικές κινήσεις, η οποία αποτέλεσε μέρος της δικογραφίας ως αποδεικτικό στοιχείο.
Ο δικηγόρος έλαβε γνώση των παραπάνω γεγονότων όταν απέκτησε πρόσβαση στη δικογραφία ως υπερασπιστής του κατηγορούμενου εντολέα του τον Ιανουάριο του 2012 και ζήτησε την επιστροφή των τραπεζικών δεδομένων τόσο από τις εισαγγελικές αρχές όσο και από το δικαστήριο, στο οποίο είχε ήδη πάει η δικογραφία, καθώς η ποινική διαδικασία για την υπόθεση είχε ξεκινήσει.
Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του, θεωρώντας την ποινική έρευνα καθ’ όλα νόμιμη και ότι η τράπεζα είχε παραδώσει τα επίμαχα δεδομένα με τη θέλησή της. Η υπόθεση πήγε στο εφετείο, το οποίο έκρινε ότι τα μέτρα προστασίας –ήτοι η προνομιακή σχέση πελάτη-δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 160α σε συνδ. με τα άρθρα 54 και 53α του γερμ.ΚΠΔ- όσον αφορά στην κατάσχεση εγγράφων που εμπιστεύεται ο πελάτης στο δικηγόρο του- δεν ήταν εφαρμοστέα στην συγκεκριμένη περίπτωση. Εν συνεχεία, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του ποινικολόγου.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι οι γερμανικές αρχές χωρίς νόμιμο λόγο συνέλλεξαν, αποθήκευσαν και κατέστησαν διαθέσιμες πληροφορίες για τον επαγγελματικό του τραπεζικό λογαριασμό και με αυτό τον τρόπο αποκάλυψαν πληροφορίες για τους πελάτες του και γι αυτό επικαλέστηκε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Κατ’αρχήν το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η συλλογή, αποθήκευση και διαθεσιμότητα των κινήσεων του επαγγελματικού τραπεζικού λογαριασμού του ποινικολόγου προσέβαλε το δικαίωμα σεβασμού της επαγγελματικής του εχεμύθειας και της ιδιωτικής του ζωής. Η δικαιολόγηση για αυτήν την προσβολή, δηλαδή η πρόληψη του εγκλήματος και η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων καθώς και η οικονομική ευημερία της χώρας είναι νόμιμη.
Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έκταση του αιτήματος των εισαγγελικών αρχών ήταν πολύ ευρεία και ότι το αίτημα αυτό, περιορισμένο μόνο χρονικά, κάλυπτε όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον επαγγελματικό λογαριασμό και τις τραπεζικές κινήσεις του δικηγόρου. Πράγματι, οι πληροφορίες που δόθηκαν από την τράπεζα στον Εισαγγελέα και στην Αστυνομία περιείχαν πλήρη εικόνα της επαγγελματικής δραστηριότητας του ποινικολόγου και πολύ περισσότερο πληροφορίες για τους πελάτες του.
Επιπλέον τα μειονεκτήματα ενός αιτήματος για πληροφορίες δεν αντισταθμίστηκαν από κατάλληλες δικονομικές εγγυήσεις. Κατά πρώτον, το άρθρο 161 του γερμανικού ΚΠΔ που είναι το νομικό υπόβαθρο για το αίτημα παροχής, συλλογής και αποθήκευσης πληροφοριών δεν παρείχε κάποιες ειδικές εγγυήσεις και αυτό γιατί το όριο για την έρευνα του λογαριασμού του προσφεύγοντος σύμφωνα με αυτή τη διάταξη ήταν χαμηλό, καθώς επέτρεπε σχετικά χαμηλά επίπεδα προσβολής εφόσον υπήρχαν ενδείξεις για διάπραξη εγκλήματος.
Δεύτερον, παρότι οι ειδικές εγγυήσεις για δικηγόρους σύμφωνα με το άρθρο 160 του γερμ.ΚΠΔ που αφορούν την προνομιακή σχέση δικηγόρου-πελάτη, θα μπορούσαν να ανασταλούν σε περίπτωση που συγκεκριμένα περιστατικά τεκμηριώνουν ένδειξη συμμετοχής σε εγκληματική πράξη, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η υποψία εναντίον του δικηγόρου ήταν αρκετά αόριστη.
Τέλος, η έρευνα δεν διατάχθηκε από δικαστήριο και δεν λήφθηκαν ειδικές δικονομικές εγγυήσεις ώστε να προστατευθεί το επαγγελματικό προνόμιο του δικηγόρου. Ακόμα και αν υπήρχε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των μέτρων εναντίον του, αυτός ο έλεγχος θα ήταν αναδρομικός καθώς ο ποινικολόγος έλαβε γνώση των μέτρων τυχαία, καθώς ούτε η τράπεζα ούτε οι εισαγγελικές αρχές τον είχαν ενημερώσει για την έρευνα.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι η έρευνα στον τραπεζικό λογαριασμό του δικηγόρου Ούλριχ Ζόμερ δεν ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, γι αυτό και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής).[legalnews24.gr]