Τα επεισόδια εντός και εκτός του κοινοβουλίου της ΠΓΔΜ την περασμένη εβδομάδα, η διεύρυνση της επιρροής των Τιράνων στο Κόσοβο και στα Σκόπια και η αναταραχή στη Βοσνία υπενθυμίζουν πως, εκτός της τουρκικής απειλής, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να βρίσκεται σε ετοιμότητα και στα Βαλκάνια.
Ωστόσο, ειδικά οι εξελίξεις στην ΠΓΔΜ, περιέχουν την -έμμεση- θετική πτυχή της διάλυσης ενός ακόμα πολυετούς μύθου της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ότι, δηλαδή, η επιμονή στην υιοθέτηση ονομασίας που δεν θα κρύβει, αναπαράγει ή διευκολύνει τον αλυτρωτισμό-επεκτατισμό των Σκοπίων αποτελεί πλάνη κάποιων «ακραίων» στην Ελλάδα, ενώ μια υποχώρηση της Αθήνας θα έλυνε, ως δια μαγείας, τα προβλήματα.
Ο νέος, εν εξελίξει, κύκλος αναταραχής αποδεικνύει όσα σοφά είχε υπογραμμίσει το 1992 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε απόρρητο υπόμνημά του προς χρήση από το υπουργείο Εξωτερικών: «αν τα Σκόπια δεν αποτελούν απειλή, αυτή τη στιγμή, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει και εγγυηθεί ποιοι συνδυασμοί δυνάμεων θα προκύψουν, στο εγγύς ή απώτερο μέλλον, στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Αν αυτές οι δυνάμεις θελήσουν να χρησιμοποιήσουν πάλι το Μακεδονικό, γιατί η διεθνής κοινότης θα πρέπει να τους έχει δώσει, εκ των προτέρων, τίτλο νομιμότητας για να το πράξουν»; Προφανώς, κοντά σε αυτό το σταυροδρόμι βρισκόμαστε 25 χρόνια μετά.
Με την εξαίρεση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, που ως εμπειρογνώμων και πρώην πολιτικό στέλεχος του ιδίου υπουργείου γνωρίζει άριστα τις βαλκανικές υποθέσεις, και του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου, που έχει σταθερή θέση στα θέματα εθνικής ασφάλειας, θα περίμενε κανείς πως τα μέλη της σημερινής κυβέρνησης θα έσπευδαν να κλείσουν βιαστικά το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, όπως διακήρυσσαν επί σειρά ετών. Ευτυχώς, όπως και στο Κυπριακό τον Ιανουάριο, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειώθηκαν στην πραγματικότητα και κατανοούν ότι το ζήτημα της ΠΓΔΜ είναι πιο περίπλοκο. Διαλύθηκε άλλη μια αυταπάτη!
Παράλληλα, μια στοιχειωδώς αντικειμενική ανάλυση της 25ετίας απορρίπτει τη θεωρία ότι «η Ελλάδα προκάλεσε μόνη την πληγή και αρνήθηκε να την επουλώσει για λόγους εσωτερικών μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων», όπως π.χ. υποστηρίζει στο προ μηνός εκδοθέν βιβλίο του ο πρώην μόνιμος αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ πρέσβης Β. Κασκαρέλης.
Όσοι έχουν παρόμοιες αντιλήψεις, κρύβουν ότι, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, τα Σκόπια απέρριψαν το «πακέτο Πινέιρο» και ποικίλες παρασκηνιακές πρωτοβουλίες. Επί Ανδρέα Παπανδρέου, η ΠΓΔΜ δεν συμβιβάστηκε μολονότι η Αθήνα δικαιώθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα οικονομικά αντίμετρα και ρίσκαρε με την Ενδιάμεση Συμφωνία.
Επί Κωστα Σημίτη, η γειτονική χώρα δεν δέχθηκε εναλλακτικά σχέδια συμφωνίας έστω κι αν ο («πονηρός» και απολαμβάνων την καλή ζωή σε θέρετρα του Αιγαίου) τότε πρωθυπουργός Γκεοργκιέφσκι ισχυρίστηκε ότι δεν πρόλαβε λόγω του εμφυλίου με την αλβανική κοινότητα. Επί Κώστα Καραμανλή, τα Σκόπια δεν εκτίμησαν το πλαίσιο της Απόφασης του Βουκουρεστίου με την αλλαγή στάσης της Αθήνας (ως αφετηρία συνολικής διαπραγμάτευσης) που θα τους άνοιγε το δρόμο προς το ΝΑΤΟ.
Επί Γιώργου Παπανδρέου δεν συγκινήθηκαν από τη διαλλακτικότητά του και επί Αντώνη Σαμαρά δεν συμμορφώθηκαν στις αρχές καλής γειτονίας της ΕΕ. Επομένως, όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί (ανεξαρτήτως κινήτρων) προσπάθησαν. Υπεύθυνοι της μη επούλωσης της πληγής είναι η ΠΓΔΜ και οι προστάτες της.
Πλέον, η Αθήνα δεν έχει άλλες επιλογές από το πλαίσιο της Απόφασης του Βουκουρεστίου και την απαίτηση εκπλήρωσης όλων των προϋποθέσεων σύνδεσης με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Πολλά θα κριθούν από την ισορροπία Αθήνας-Τιράνων και από την πολιτική του αλβανικού παράγοντα στα Βαλκάνια.