Η αναταραχή στα Σκόπια έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η αναταραχή δεν οφείλεται αποκλειστικά στη διαμάχη ανάμεσα στους Σλαβομακεδόνες και στους Αλβανομακεδόνες. Υπάρχει αυτή η διάσταση, αλλά η τρέχουσα σύγκρουση έχει σε πρώτο πλάνο τα δύο σλαβομακεδονικά κόμματα, το VMRO-DPMNE και τους Σοσιαλδημοκράτες (SDSM) της αντιπολίτευσης. Ο Γκρούεφσκι, με όχημα το ιδεολόγημα του μακεδονισμού και την αδιάλλακτη θέση του στο ζήτημα της ονομασίας, επιχείρησε να οικοδομήσει αυταρχικό καθεστώς. Αυτό εξώθησε τη σλαβομακεδονική αντιπολίτευση να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να συμπράξει με τα αλβανομακεδονικά κόμματα εναντίον της κυβέρνησης. Παραδοσιακά, για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργαζόταν το σλαβομακεδονικό κόμμα που πλειοψηφούσε με ένα τουλάχιστον αλβανομακεδονικό κόμμα. Με την προτροπή και των Τιράνων, η σταθεροποιητική αυτή παράδοση έσπασε. Ετσι, ο Γκρούεφσκι έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά δεν παραδίδει την εξουσία, με το επιχείρημα ότι προασπίζεται τον «μακεδονικό» χαρακτήρα του κράτους. Με το ίδιο επιχείρημα, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Ιβανόφ αρνείται να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, την οποία συγκροτούν οι Σλαβομακεδόνες σοσιαλδημοκράτες με τα αλβανομακεδονικά κόμματα. Πρόκειται για μία καθαρά αντισυνταγματική στάση, η οποία πυροδότησε περαιτέρω την κρίση.
Οι ΗΠΑ είχαν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία, αλλά η αναγνώριση αυτή ήταν αντάλλαγμα για την υιοθέτηση από τους Σλαβομακεδόνες των συνταγματικών τροποποιήσεων που όριζε η Συμφωνία της Αχρίδας και ήταν υπέρ της αλβανομακεδονικής κοινότητας. Η κυβέρνηση Μπους θα μπορούσε να είχε πιέσει τότε, αποτελεσματικά τον Γκρούεφσκι για λύση στο θέμα της ονομασίας. Δεν το έπραξε. Με την αναγνώριση, τα Σκόπια εκτίμησαν ότι θα επιβάλλουν τις απόψεις τους με τις πλάτες των ΗΠΑ. Τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής στο Βουκουρέστι, το 2008, ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη. Αποδείχθηκε ότι το κλειδί των εξελίξεων για την ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς το κρατά η Αθήνα. Ο Γκρούεφσκι, όμως, θεώρησε ότι ο χρόνος και οι δυτικές πιέσεις θα έκαμπταν την Ελλάδα. Με την κοντόφθαλμη πολιτική του, όμως, αντί να σταθεροποιήσει το κράτος του, τροφοδότησε την αστάθεια και κατέστησε τη ΠΓΔΜ λεία προς αρπαγή. Στο σημείο αυτό είναι σημαντική μια παρένθεση για τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Τα συμπεράσματα που συνέδεσαν το θέμα της ονομασίας με την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, δεν είχαν ως στόχο των αποκλεισμό των Σκοπίων από τους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Είχαν ως στόχο τη δημιουργία διαπραγματευτικού μοχλού για την επίλυση της ονοματοθεσίας. Σήμερα, τα Σκόπια αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο η αποσταθεροποίηση να οδηγήσει σε ομοσπονδοποίηση και εάν και αυτή η επιλογή αποτύχει σε διάλυση του κράτους. Τίθεται το ερώτημα εάν μας συμφέρει ο διαμελισμός.
Θα απαντούσα ότι δεν έχουμε λόγο να αυτοπαγιδευθούμε στο δίλημμα για την εδαφική ακεραιότητα της ΠΓΔΜ. Η κυβέρνηση των Σκοπίων την υπονομεύει με την πολιτική της. Αλλωστε, η Ελλάδα δεν μπορεί ούτε να επιταχύνει ούτε να επιβραδύνει τις εξελίξεις. Τούτου δοθέντος, η Ελλάδα πρέπει να έχει σαφή καθαρή θέση ότι τα σύνορα δεν πρέπει να αλλάξουν.
Την κρίση στη ΠΓΔΜ πυροδοτεί και ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Ράμα. Με δική του προτροπή υιοθετήθηκε από τα τρία αλβανομακεδονικά κόμματα στα Σκόπια η «Συμφωνία των Τιράνων». Η συμφωνία θέτει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή των τριών αυτών κομμάτων σε κυβέρνηση του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας Ζάεφ με αντάλλαγμα την κατοχύρωση της αλβανικής γλώσσας στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ.
O Ράμα παρουσιάζεται ως διανοούμενος ευρωπαϊστής πολιτικός. Εναντι της Ελλάδας, όμως, καλλιεργεί τον ακραίο εθνικισμό. Η αντίδραση της Αθήνας έναντι των αλβανικών προκλήσεων είναι ήπια. Πάντως, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έχει συνδέσει την έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης της Αλβανίας στην Ε.Ε. με την εκπλήρωση πέντε προϋποθέσεων, ανάμεσα στις οποίες είναι η προστασία των μειονοτικών και περιουσιακών δικαιωμάτων.
Οι εξελίξεις στις γειτονικές βαλκανικές χώρες δεν έχουν μόνο γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία για την Ελλάδα. Εχουμε σημαντικά οικονομικά συμφέροντα. Στις σχέσεις μας με τις χώρες των Βαλκανίων δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ιστορικές, στρατηγικές και γεωπολιτικές παραμέτρους και ιδίως τα ισχυρά εθνικιστικά κινήματα που επηρεάζουν είτε θετικά είτε αρνητικά την επιρροή και τις σχέσεις μας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αρκετές ελληνικές εταιρείες αντιμετωπίζουν δυσκολίες και προσκόμματα που άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες δεν αντιμετωπίζουν. Η Ελλάδα δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να επηρεάσει εγγενώς αλληλοσυγκρουόμενα κράτη που συχνά χειραγωγούνται έξωθεν.
Αλλωστε, η δυνατότητα άσκησης επιρροής εξαρτάται περισσότερο από την ισχύ ενός κράτους παρά από τη διπλωματική δεινότητά του. Η σημερινή αποδυναμωμένη πολιτική και οικονομική ισχύς της Ελλάδας είναι προφανές ότι έχει επιπτώσεις. Για την ακρίβεια, η επιρροή μας στο γεωπολιτικό μας περίγυρό καθίσταται εκ των πραγμάτων περιορισμένη.