Σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο, η κυβέρνηση θα πρέπει να νομοθετήσει ή να εκδώσει αποφάσεις για 78 προαπαιτούμενα, όπως προκύπτει από την λίστα που αποκαλύπτει σήμερα 6 Μαίου του 2017 το «bankingnews».
Δείτε εδώ τη λίστα με τα προαπαιτούμενα.
Ειδικότερα, για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση πρέπει να κλείσουν 140 δράσεις, εκ των οποίων 40 έχουν ήδη ολοκληρωθεί, ενώ για 78 πρέπει να νομοθετηθούν ή να εκδοθούν αποφάσεις.
Τα υπόλοιπα 20 χαρακτηρίζονται τεχνικού χαρακτήρα.
Ακόμα και αν υπάρξει συμφωνία στις 22 Μαΐου απαιτούνται 4-5 εβδομάδες για την εκταμίευση της δόσης (7 δισ. για λήξεις ομολόγων συν κεφάλαια για πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων) και περίπου άλλες 5-6 εβδομάδες για την απόφαση του ΔΝΤ, προκειμένου να ενταχθεί στο πρόγραμμα, δήλωσε ο ίδιος αξιωματούχος.
Μεταξύ των κυριότερων προαπαιτουμένων που εκκρεμούν είναι:*Ο νέος οδικός χάρτης από την Τράπεζα της Ελλάδος για την χαλάρωση των capital controls.
* Εκ νέου υπολογισμός και επεξεργασία των αιτήσεων συνταξιοδότησης σύμφωνα με τους νέους κανόνες περί παροχών (νόμος 4387/2016). Τουλάχιστον το 10% όλων των αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβλήθηκαν μεταξύ 13 Μαΐου και Δεκεμβρίου 2016 θα πρέπει να υπολογιστούν εκ νέου.
* Υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης των πολιτών.
* Σχέδιο καταπολέμησης του λαθρεμπορίου προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.
* Σχέδιο εκκαθάρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών της ΔΕΗ.
* Δημοπράτηση του 16% των ποσοτήτων αερίου της ΔΕΠΑ .
* Επιχειρηματικά σχέδια από ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και των βασικών κεφαλαιακών έργων για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Στο μεσοδιάστημα, η ελληνική κυβέρνηση θα πιέζει τους δανειστές προκειμένου να ξεκαθαρίσει το ταχύτερο δυνατό το τοπίο γύρω από τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, αλλά και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, προκειμένου να ολοκληρωθεί η συμφωνία και να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Επόμενο σταθμό για το χρέος αποτελεί η υπουργική σύνοδος των G7 η οποία θα πραγματοποιηθεί 11 με 13 Μαΐου στα Μπάρι της Ιταλίας, αν και η ανακοίνωση της περασμένης Πέμπτης από το EuroWorkingGroup (EWG), δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για άμεσες αποφάσεις, παραπέμποντας ουσιαστικά για μετά τις γερμανικές εκλογές του Φθινοπώρου.
Οι εκπρόσωποι των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης απέφυγαν να πουν κάτι παραπάνω από τα όσα έχει ακούσει μέχρι τώρα η Αθήνα από τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιπλε.
Η ευρωομάδα στη χθεσινή της έκτακτη συνεδρίαση αρκέστηκε στο να εγκρίνει την προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Και αυτό ενόψει της υπουργικής συνόδου των 19 που θα συνέλθει στις 22 Μαΐου για τη λήψη πολιτικής απόφασης που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να εισπράξει την δόση των 7 – 8 δισ. ευρώ με την οποία θα πληρώσει τις υποχρεώσεις του καλοκαιριού.
Βασική προϋπόθεση είναι να έχουν ψηφιστεί νωρίτερα από το Βουλή όλα τα μέτρα και αντίμετρα που προβλέπει η προκαταρτική συμφωνία (μειώσεις συντάξεων, αφορολόγητου κλπ).
Επίσης το EWG ανέλαβε να προετοιμάσει το Washington Group στο πλαίσιο της υπουργικής συνόδου των G7 στην οποία θα κυριαρχήσει το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Στο Μπάρι θα βρεθoυν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ζήτημα.
Από τον Βόλγκανγκ Σόϊμπλε, την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και τον πρόεδρος της ευρωζώνης Γερούν Ντάισελμπλουμ ,μέχρι τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι τον Επίτροπο Πιέρ Μοσκοβισί και φυσικά οι δύο αξιωματούχοι που ταυτίζονται με τις θέσεις του Β. Σόϊμπλε:
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ και ο Αυστριακός επικεφαλής του EWG Τόμας Βίζερ.
Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι στην Ιταλία μπορεί να μπει το περίγραμμα για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα γίνει ποσοτικοποίηση που αποτελεί και την πιο δύσκολη πτυχή του όλου θέματος.
Αυτό δεν θα συμβεί πριν το καλοκαίρι του 2018 οπότε λήγει και το τρίτο μνημόνιο.
Μαζί με το χρέος θα πρέπει να οριστικοποιηθούν και οι στόχοι στα πρωτογενή πλεονάσματα, όπου η Γερμανία επιμένει στην διατήρηση του 3,5% για 10 χρόνια ως το 2029 και όχι για μία τετραετία ως το 2022 που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση.
Το θέμα του ρύθμισης του χρέους αποτελεί μείζον ζήτημα τόσο για την κυβέρνηση όσο και για το ΔΝΤ, το οποίο επιμένει ότι δεν πρόκειται να μπει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα εάν δεν διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.
Ήδη ένα πρώτο βήμα έγινε με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, αλλά αυτά δεν είναι αρκετά. Μέσω αυτών περιορίζεται το «βουνό» των υποχρεώσεων της χώρας έως το 2060 κατά περίπου 45 δισ. ευρώ.
Από μόνα τους όμως τα βραχυπρόθεσμα μέτρα δεν επαρκούν για να χαρακτηριστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος:
Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο θα πρέπει πρώτα να καθοριστεί ο χρονικός ορίζοντας που θα υποχρεωθεί η Ελλάδα να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για την περίοδο μετά το 2018.
Η Αθήνα θέλει να πετύχει μέσα από τις διαπραγματεύσεις αυτός ο ορίζοντας να μην ξεπερνά τα 3-4 χρόνια.
Εφόσον καθοριστεί το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, ύστερα θα είναι πιο βατός ο υπολογισμός της ελάφρυνσης που θα απαιτηθεί για να αποκτήσει η Ελλάδα βιώσιμο χρέος.
Έτσι, το επόμενο βήμα είναι να υιοθετηθούν μεσοπρόθεσμα μέτρα διευθέτησης του ελληνικού χρέους, που θα επιτρέψουν οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης των αναγκών της χώρας να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ (δηλαδή τα περίπου 25 δισ. ευρώ), κάτι που καθιστά βιώσιμο το χρέος.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, στο πακέτο των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος εξετάζεται:
1. Το ενδεχόμενο να υπάρξει μερική εξόφληση των υφιστάμενων δανείων προς την Ελλάδα με την ενεργοποίηση των 19,4 δισ. ευρώ που έχουν απομείνει από το δάνειο των 25 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που ολοκληρώθηκε το 2015.
Με τα χρήματα αυτά μπορούν να εξαγοραστούν το 2018 δάνεια του ΔΝΤ, για τα οποία το σημερινό επιτόκιο είναι περίπου 3%, μεγαλύτερο από αυτό που προσφέρει ο ESM.
2. Η χρήση των κερδών του 2014 (περίπου 1,8 δισ. ευρώ) από τον ESM και την ΕΚΤ, αλλά και των κερδών από τα ομόλογα των προγραμμάτων ANFA και SMP που έχουν στην κατοχή τους η ΕΚΤ και οι άλλες Κεντρικές Τράπεζες και υπολογίζονται περίπου στα 14 δισ. ευρώ από το 2013 μέχρι και σήμερα.
3. Η κατάργηση του περιθωρίου επιτοκίου που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους των 33 δισ. του 2012 με στόχο χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού και ομαλοποίηση των πληρωμών.
4. Και εάν κριθεί απαραίτητο, μπορεί να υπάρξει κάποια πρόσθετη στοχευμένη αναδιαμόρφωση του EFSF (π.χ. επέκταση της μέσης σταθμισμένης διάρκειας, εκ νέου απόσβεση του προφίλ του EFSF, καθώς και μείωση ή αναβολή των πληρωμών τόκων).
Στα μακροπρόθεσμα μέτρα το πιο σοβαρό είναι ο μηχανισμός που πρότεινε ο ESM και προβλέπει έναν «περιοριστή» του επιτοκίου αποπληρωμής των ευρωπαϊκών δανείων της Ελλάδας ώστε να σταθεροποιηθούν οι πληρωμές, οι οποίες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση.
Όταν λοιπόν σφραγιστεί και με την βούλα του Eurogroup το μεσοπρόθεσμο πακέτο για το χρέος που θα το καθιστά βιώσιμο, τότε η Ελλάδα περνάει στην επόμενη και πλέον καθοριστική φάση για την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία:
Αυτή της ένταξής της στο περιβόητο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Μάριο Ντράγκι, το λεγόμενο QE.
Τι θα σημάνει η ενεργοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος για την ελληνική οικονομία; Ζεστό χρήμα στην αγορά!
Όταν ανάψει ο Μάριο Ντράγκι «πράσινο φως» για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπολογίζεται πως θα αγοράσει ομόλογα (αξίας περίπου 5 δισ.), διοχετεύοντας ρευστότητα στις τράπεζες που με τη σειρά τους θα μπορέσουν να δανειοδοτήσουν επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Θα δοθεί όμως και ένα «σήμα» στους διεθνείς επενδυτές ότι η Ελλάδα απολαμβάνει και πάλι της εμπιστοσύνης της Ευρώπης, κάτι που πιθανότατα θα οδηγήσει σε ενεργοποίησή τους και σε αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Εφόσον οι αποδόσεις περιοριστούν αρκετά θα δοθεί και η δυνατότητα στην χώρα να βρει και πάλι τον δρόμο για τις αγορές με απώτερο στόχο να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μετά τον Αύγουστο του 2018, καθώς μέχρι τότε οι δανειακές ανάγκες καλύπτονται από τα δάνεια του ESM.