Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 148/2017 (πολ.): Η νέα ρύθμιση της παραγραφής του άρθρου 261 ΑΚ. Ο Ν. 4139/2013, προβλέποντας ότι το άρθρο 261 ΑΚ εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει την άσκηση έφεσης από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, να επικαλεσθεί ως λόγο έφεσης την “εσφαλμένη” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς αποδοχή της ένστασης παραγραφής, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις του νέου άρθρου 261 ΑΚ. Αναιρεί την απόφαση του Εφετείου που είχε απορρίψει την αγωγή νομής λόγω συμπληρώσεως, κατά τη διάρκεια της επιδικίας, της ενιαύσιας παραγραφής.
“Επειδή παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μία αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο. Με τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσας ως φυσική ή ατελής ενοχή. Εξάλλου η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν πρότασής της από τον οφειλέτη, ο οποίος λόγω της συμπλήρωσής της μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (ΑΚ 272).
Ο θεσμός της “εν επιδικία” παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επήρχετο μέχρι σήμερα με την “έγερση” της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. ‘Οριζε λοιπόν το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής (αποτελώντας μεταφορά του άρθρου 2 του Ν. ΓΧΞ’/1910) “την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”.
Από την τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διεκόπτετο με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. ‘Ετσι επί αξιώσεως που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπέκειτο μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας.
Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει, εκ νέου, η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων.
Τούτο δε γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (ΑΚ 247 επ.) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ότι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο.
Γι’αυτό ο νόμος αναγνώριζε σοβαρούς λόγους συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής ήταν και είναι, κατ’άρθρο 255 ΑΚ, το δικαιοστάσιο, η ανωτέρω βία και ο δόλος του υποχρέου. Ανωτέρα βία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά και η κατάθεση της έκθεσης, της κατά τα άρθρα 368 επ ΚΠολΔικ δικαστικής πραγ/νης, σε χρόνο πέραν εκείνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής, αφού ο διάδικος δεν έχει την δυνατότητα να ενεργήσει κάποια διαδικαστική πράξη, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει την διακοπή της παραγραφής.
Η παραπάνω διάταξη, όπως προαναφέρθηκε, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη και τις παραγράφους 1 και 3 που ενδιαφέρουν την ένδικη διαφορά “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’άλλον τρόπο περάτωση της δίκης 3.Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”.
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από τον σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής.
Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο.
Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία όπως πχ οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής κλπ.
Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (ΚΠολΔικ 293), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΚΠολΔικ 294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ.
Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ ορίζει ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.
Εξ ετέρου κατ’εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔικ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει κατ’αρχήν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος εφέσεως εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι αυτός εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα.
Εν προκειμένω, ο Ν. 4139/2013, προβλέποντας ότι το άρθρο 261 ΑΚ εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει την άσκηση εφέσεως από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, να επικαλεσθεί ως λόγο εφέσεως την “εσφαλμένη” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς αποδοχή της ενστάσεως παραγραφής, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις του νέου άρθρου 261 ΑΚ….
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Εφετείο Πατρών, δέχθηκε ως προς την υποβληθείσα το πρώτον στο Εφετείο ένσταση περί παραγραφής εν επιδικία της αξιώσεως της αναιρεσείουσας, περί προσβολής της με μερική αποβολή, από τους αναιρεσιβλήτους – εναγομένους, από την ένδικη οιονεί νομή δουλείας διόδου, τα ακόλουθα:
Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες – εναγόμενοι ισχυρίζονται με το σχετικό λόγο της υπό κρίση έφεσης ότι η ένδικη αξίωση της εφεσίβλητης – ενάγουσας από την επικαλούμενη στην αγωγή της αποβολή από την οιονεί νομή δουλείας διόδου, υπέπεσε μετά τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 39/2008 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 992 ΑΚ.
Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι από την 1-8-2008, ημερομηνία δημοσίευσης της ως άνω απόφασης, η οποία διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από τοπογράφο – μηχανικό, μέχρι τις 23-11-2010, οπότε τους επιδόθηκε από την αντίδικο τους η από 9-8-2010 αίτηση – κλήση της για προσδιορισμό νέας δικασίμου μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συνεπώς η ένδικη αξίωση της εφεσίβλητης – ενάγουσας υπέπεσε σε παραγραφή και ζητούν για το λόγο αυτό την απόρριψη της αγωγής.
Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά την ένσταση του άρθρου 992 ΑΚ περί ενιαύσιας παραγραφής της αγωγής αποβολής από την οιονεί νομή, προτείνεται παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 αρ. 3 και 269 § 2περ.γ’ ΚΠολΔ, καθότι αποδεικνύεται εγγράφως με επίκληση της ως άνω μη οριστικής απόφασης και της επίδοσης της αίτησης – κλήσης στο δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης (βλ. ΕφΘεσ 2435/1997, Αρμ 1997, 992).
Η εφεσίβλητη – ενάγουσα ισχυρίζεται με τις επ’ ακροατηρίου κατατεθείσες προτάσεις της, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, ότι εν προκειμένω πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101§1 Ν.4139/2013, σύμφωνα με το οποίο την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η οποία αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης.
Επίσης, ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έκδοση του Ν. 4139/2013 υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, σε κάθε περίπτωση δε, αφού παραθέτει μία σειρά διαδικαστικών πράξεων με αντίστοιχες ημερομηνίες, κατά τις οποίες, αυτές διενεργήθηκαν, ότι “…η ενιαύσιος παραγραφή διεκόπτετο και κάθε φορά άρχιζε νέα παραγραφή, είτε με την έκδοση αποφάσεως, είτε με την εγγραφή της αίτησης – κλήσεως εις το πινάκιο της τακτικής διαδικασίας, είτε με την εκφώνηση της υποθέσεως εκ του πινακίου και την αναβολή, ή ματαίωση της συζητήσεως της, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να μην έχει διατρέξει χρόνος υπέρ του έτους κάθε φορά”.
Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, που προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι πράγματι κατά τις ως άνω ημερομηνίες αφενός δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 39/2008 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφετέρου επιδόθηκαν αντίγραφα της από 9-8-2010 και με αριθμό κατάθεσης 64/10-8-2010 αίτησης – κλήσης στους εκκαλούντες, μεσολάβησε δηλαδή χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.
Περαιτέρω, ο ως άνω ισχυρισμός της εφεσίβλητης – ενάγουσας, που προτείνεται ως αντένσταση διακοπής της παραγραφής, κατά το κύριο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η διακοπή της παραγραφής που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής και διαρκεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης, προϋποθέτει αυτονόητα στα πλαίσια εκκρεμούς ακόμα υπόθεσης να μην έχει ήδη παραγραφεί η ένδικη αξίωση κατά τη δημοσίευση του Ν. 4139/2013, που έλαβε χώρα στις 20-3-2013.
Η προϋπόθεση αυτή όμως δεν ισχύει εν προκειμένω, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε. επήλθε παραγραφή της ένδικης αξίωσης ήδη με την παρέλευση έτους από τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 39/2008 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 1-8-2008, αφού ξεκίνησε την επομένη της δημοσίευσης ήτοι στις 2-8-2008 και συμπληρώθηκε στις 2-8-2009, χωρίς στο μεταξύ να γίνεται επίκληση από την εφεσίβλητη – ενάγουσα διαδικαστικής πράξης που να έλαβε χώρα κατά το διάστημα αυτό, η οποία να επέφερε τη διακοπή της παραγραφής, δεδομένου ότι οι λοιπές αναφερόμενες στις προτάσεις της διαδικαστικές πράξεις διενεργήθηκαν είτε πριν τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 39/2008 απόφασης (όπως η κατάθεση της υπό κρίση αγωγής στις 13-3- 2007), είτε μετά τη συμπλήρωση της ενιαύσιας παραγραφής (όπως η κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30-12- 2009, η κατάθεση της αίτησης – κλήσης για τον προσδιορισμό δικασίμου για την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης μετά την πραγματογνωμοσύνη στις 30-12-2009, η επίδοση αντιγράφου των κλήσεων αυτών στους εφεσιβλήτους στις 25-2-2010, η προσδιορισθείσα δικάσιμος της 3-5-2010, κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε, η εκ νέου κατάθεση αίτησης – κλήσης και εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της τακτικής διαδικασίας στις 10-8-2010, και οι εκ νέου προσδιορισθείσες δικάσιμοι της 7-2-2011 και της μετ’ αναβολής 10-10-2011, οπότε συζητήθηκε η υπόθεση, και τέλος η δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 23-2-2012).
Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η σχετική ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, που προτάθηκε από τους εκκαλούντες – εναγόμενους ως λόγος της υπό κρίση έφεσης, και να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης, και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ), και να απορριφθεί η αγωγή για τον ως άνω λόγο ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Σημειώνεται ότι η αντένσταση αναστολής της παραγραφής, που προτάθηκε από την εφεσίβλητη – ενάγουσα το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών της, που κατατέθηκε στις 9-5-2014, δεν λαμβάνεται υπόψη, καθότι αυτή έπρεπε να προταθεί με τις προτάσεις της.”
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση των εναγομένων – αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη που είχε δεχθεί την αγωγή, δίκασε αυτήν εκ νέου και την απέρριψε λόγω συμπληρώσεως, κατά τη διάρκεια της επιδικίας, της βραχυπρόθεσμης ενιαύσιας παραγραφής, της καταχθείσας σε δίκη αξιώσεως της ενάγουσας – αναιρεσείουσας προς προστασία της προσβληθείσας με μερική αποβολή οιονεί νομής της, επί της ένδικης διόδου (ΑΚ 987, 992), δεχθέν ως ουσιαστικό βάσιμο τον προβληθέντα το πρώτον με λόγο εφέσεως ενώπιον του Εφετείου, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 παρ. 2 ΚΠολΔικ, προαναφερθέντα οψιγενή από το άρθρο 261 ΑΚ ισχυρισμό και όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2014.
Ειδικότερα το Εφετείο έκρινε ότι εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση είναι το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του, γιατί η εφαρμογή της παρ. 3 της νέας διατάξεως προϋποθέτει “αυτονόητα” ότι η ένδικη αξίωση δεν είχε ήδη κατά τη δημοσίευση του Ν. 4139/2013, ήτοι στις 20.3.2013 παραγραφεί.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις προδιαληφθείσες και επικαλούμενες διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 261 ΑΚ και όπως, μετά την προαναφερθείσα τροποποίησή του ίσχυε, καθόσον δεν τις εφάρμοσε μολονότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
Ειδικότερα η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής στις 20.3.2013 που τέθηκε σε ισχύ η αντικατασταθείσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, καθόσον επί της καταχθείσας σε δίκη, με την από 9.3.2007 αγωγή της αναιρεσείουσας, ένδικης αξίωσης δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ούτε είχε περατωθεί με άλλο τρόπο η δίκη και συνακόλουθα η διακοπείσα με την άσκηση της ένδικης αγωγής παραγραφή τελούσε σε αναστολή, ενώ η αντικατασταθείσα διάταξη δεν θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της τα απαιτηθέντα με την προσβαλλομένη απόφαση, ήτοι τη μη συμπλήρωση της παραγραφής κατά το χρόνο ισχύος του Ν. 4139/20.3.2013.
Ενόψει τούτων ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός (παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών) ως ουσιαστικά βάσιμος και αφού αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστή άλλον από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που αυτή έχει καταθέσει (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό… Αναιρεί την υπ’αριθμ. 260/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών» (areiospagos.gr)