Μπορεί ένα στέλεχος επιχείρησης να καταλήξει, έπειτα από εξωλογιστικό προσδιορισμό του ΦΠΑ από την εφορία, επειδή χάθηκαν τα βιβλία της επιχείρησης, σε καταδίκη με πενταετή κάθειρξη, ενώ έχει παραιτηθεί από την εταιρεία;
Η νομολογία δύο ανώτερων ποινικών δικαστηρίων λέει πως «όχι». Ομως το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) δέχεται ότι για τις χρήσεις έως το 2013, αν τα βιβλία είναι ελλιπή, μπορεί να υπολογισθεί εξωλογιστικά ο φόρος και να πολλαπλασιασθεί με έναν συντελεστή κέρδους 85%. Το γινόμενο, κατ’ αυτήν τη λογική, καταλογίζεται στην εταιρεία και στους υπευθύνους της. Αν αυτοί δεν βρεθούν, στους προκατόχους τους.
Η ιστορία που θα σας διηγηθούμε παρακάτω το… αποδεικνύει στην πράξη:
Ο Μ. ήταν διευθύνων σύμβουλος σε εταιρεία ομίλου με δικαστικές εμπλοκές του βασικού μετόχου. Ο εν λόγω, λοιπόν, παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 2011. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τότε, συγκροτήθηκαν δύο διοικητικά συμβούλια της εταιρείας, στα οποία δεν συμμετέχει.
Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2013, η εφορία κάνει έλεγχο. Καθώς κανείς δεν αναλαμβάνει την επαφή με τις Αρχές, τα βιβλία της εταιρείας δεν παρουσιάζονται στον έλεγχο. Ακολουθεί εξωλογιστικός προσδιορισμός του ΦΠΑ, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν κανένα έξοδο της εταιρείας.
Υπολογίζεται, λοιπόν, μη καταβολή ΦΠΑ, ύψους περίπου 2.000.000, για τη χρήση του 2010, όταν ο Μ. ήταν διευθύνων σύμβουλος.
Ο Μ. μόλις ενημερώνεται, κι αυτό, επειδή του δεσμεύθηκαν λογαριασμοί, ζητεί με εξώδικο από τους διαδόχους του να προσκομίσουν τα βιβλία και, επειδή δεν ανταποκρίνονται, υποβάλλει μήνυση εναντίον τους. Αποφασίζεται η παραπομπή τους για υπεξαγωγή εγγράφων. Η δίκη τους είχε ορισθεί να γίνει στο Ζ΄ Πλημμελειοδικείο Αθηνών τον Οκτώβριο του 2017.
Τα αξιοπερίεργα
Εν τω μεταξύ, η εφορία μηνύει τον Μ., που παραπέμπεται στο ακροατήριο. Εκεί συμβαίνουν τα εξής αξιοπερίεργα: Ο μάρτυρας εφοριακός αναγνωρίζει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαίωμα και δυνατότητα πρόσβασης στα βιβλία, αφού δεν ήταν πια διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Αντικειμενικά, αδυνατούσε να παράσχει τα βιβλία που είχαν εξαφανισθεί. Αν είχαν βρεθεί, θα ήταν άλλος ο υπολογισμός του φόρου. Ο μάρτυρας δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ότι, αφού δεν τα ήλεγξε, τα βιβλία να ήταν εντάξει. Ακόμα και ο ΦΠΑ να είναι πιστωτικός. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι θεωρεί τον κατηγορούμενο θύμα. Να σημειωθεί ότι ο ΦΠΑ στις 31 Δεκεμβρίου 2010 ήταν πιστωτικός (2.242.852 ευρώ) και το α΄ τρίμηνο του 2011 επίσης πιστωτικός (1.770.003 ευρώ).
Οι μάρτυρες υπεράσπισης, μεταξύ των οποίων και ο λογιστής της επιχείρησης, καταθέτουν ότι όλες οι δηλώσεις για την εκκαθάριση του ΦΠΑ είχαν έγκαιρα κατατεθεί και ότι ο ΦΠΑ ήταν πιστωτικός, διότι η εταιρεία είχε αγοράσει μια επιχείρηση και μόλις τότε είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται.
Συνεπώς, σε αυτό το χρονικό σημείο ο κύκλος των πωλήσεων ήταν ακόμα χαμηλής έντασης και, αντίστοιχα, μικρός ο κύκλος εργασιών.
Eπίκληση νομολογίας
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου επικαλέσθηκε νομολογία και, ειδικότερα, δύο αποφάσεις εφετείων, σύμφωνα με την οποία ο εξωλογιστικός προσδιορισμός συνιστά διοικητική κύρωση.
Σε αυτές αναφέρεται ότι «…όταν ο καταλογισμός του ποσού του οφειλόμενου ΦΠΑ χωρήσει με βάση διοικητικο-φορολογικό “αντικειμενικό” προσδιορισμό του… τότε υπόκειται, ουσιαστικώς, πλασματικός υπολογισμός μη αποδοθέντος ποσού ΦΠΑ, ώστε στην περίπτωση αυτή δεν συγκροτείται το έγκλημα της φοροδιαφυγής διά της μη καταβολής ΦΠΑ» – αποφάσεις Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (3313/2011), Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων (254/2010) και Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς (504/2014).
Με απλά λόγια δεν υπάρχει έγκλημα επί του οποίου να αποφανθεί το δικαστήριο, αλλά, σύμφωνα με νομικούς με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, κανένα δικαστήριο δεν αμφισβητεί τις πράξεις της φορολογικής διοίκησης, με αποτέλεσμα οι σχετικές διαδικασίες να υποβαθμίζονται σε μηχανισμούς επιβεβαίωσης των συμπερασμάτων της διοίκησης.
Κατηγορείται γιατί τα έκανε όλα ως ώφειλε
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί τον εξωλογιστικό προσδιορισμό με αποφάσεις του και μετά το 2013, αλλά τον έχει περιγράψει ως παραδεκτή τεχνική προσδιορισμού του φόρου και όχι ως μέρος των αντικειμενικών ή υποκειμενικών προϋποθέσεων ενός εγκλήματος. «Δεν μπορούμε να μετατρέπουμε τον ελεγχόμενο σε αντικείμενο επιβολής ποινής», συνηθίζει να λέει ο κ. Γ. Δημήτραινας, πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης και ένας από τους κορυφαίους νομικούς σε ζητήματα φορολογικού εγκλήματος.
Κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης, που αναφέρεται παραπλεύρως, η πρόεδρος του δικαστηρίου ρωτά τον Μ.: «Γιατί δεν φροντίσατε να καλύψετε τα νώτα σας;».
«Τι να έκανα;», ρωτά ο κατηγορούμενος, μάλλον έκπληκτος.
«Να φωνάζατε την εφορία να κάνει έλεγχο όταν παραιτηθήκατε», του προτείνει η πρόεδρος του δικαστηρίου.
Επανεξετάζεται ο μάρτυρας εφοριακός, που καταθέτει ότι και αν εκαλούντο, δεν θα πήγαιναν αμέσως, και αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο στην πράξη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κατηγορούμενος, που τα έκανε όλα ως ώφειλε, καταδικάζεται σε πενταετή κάθειρξη, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθεί ποιος είναι ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του…