«Θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ»
Ο επίλογος της αποτρόπαιας δολοφονίας της 54χρονης Σοφίας Ανθοπούλου από τον εν διαστάσει σύζυγό της που την κατέσφαξε έξω από το νοσοκομείο Αττικό γράφτηκε, σήμερα, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Το δικαστήριο, έναν περίπου χρόνο μετά τη δολοφονία, καταδίκασε τον κατηγορούμενο, που επέλεξε να μην καθίσει στο εδώλιο αλλά να εκπροσωπηθεί από τους συνηγόρους του ,σε ισόβια κάθειρξη και δυο χρόνια.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Οι δικαστές τον έκριναν ένοχο, κατά πλειοψηφία, χωρίς να του αναγνωρίσουν κανένα ελαφρυντικό ενώ ένας ένορκος είχε την άποψη πως ο κατηγορούμενος έπρεπε να κριθεί με μειωμένο καταλογισμό.
Ο ψυχίατρος που είχε διορισθεί από τον ανακριτή για την υπόθεση κατέθεσε στο δικαστήριο την άποψη πως την μοιραία ημέρα ο άνδρας ήταν σε κρίση όταν μπροστά στα μάτια δεκάδων ανθρώπων έξω από το νοσοκομείο κατακρεούργησε την άτυχη γυναίκα με 16 μαχαιριές στο στήθος καθώς δεν κατάφερε να την πείσει να γίνουν και πάλι ζευγάρι.
«Πάσχει από ένα μείγμα σχιζοφρένειας και βαριάς κατάθλιψης» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε πως «Ο κατηγορούμενος έπαιρνε φάρμακα κατά βούληση. Από το 2004 ήταν σε παρακολούθηση και δεν ακολουθούσε την αγωγή. Τον συνέλαβαν την επομένη μέρα και είχε μεγάλη επιληπτική κρίση, που για να καταφέρει να αναπνεύσω του έβγαλαν δυο δόντια. Μόλις γύρισε από το νοσοκομείο στο αστυνομικό τμήμα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και όταν οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο Κορυδαλλού έκανε πάλι απόπειρα. Σήμερα, αν και παίρνει πολλά φάρμακα, δεν είναι καλύτερα».
Ωστόσο, η επιστήθια φίλη του θύματος υποστήριξε πως δεν είχε αντιληφθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε ψυχολογικά προβλήματα. Μάλιστα, υποστήριξε πως εκείνος διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση και θέλησε να γυρίσει στην φίλη της μετά το χωρισμό του.
«Ήξερα ότι είχε δεσμό με μια μικρότερη του. Αυτός προσπάθησε να γυρίσει πίσω μετά το χωρισμό διότι ήθελε και πίτα ολάκερη και στο σκύλο χορτάτο. Η Σοφία δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Εγώ πιστεύω ότι όσο έβλεπε αυτός την Σοφία να προοδεύει, να σπουδάζει, να ανεβαίνει κοινωνικά και αυτός να πέφτει οικονομικά, δεν το άντεχε. Ξέρω ότι τον τελευταίο καιρό της είχε πει στο τηλέφωνο θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ», είπε η μάρτυρας.
Την ενοχή του κατηγορούμενου, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, ζήτησε η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου εκφράζοντας την πεποίθηση πως κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης δεν βρισκόταν σε κατάσταση βρασμού, ούτε ήταν σε κατάσταση για μειωμένο καταλογισμό.
«Ο δράστης είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα, είχε τον απαιτούμενο δόλο και αυτό προκύπτει. Την ημέρα της πράξης πήγε στο Αττικό, έβαλε το θύμα στο αμάξι και έκλεισε της κλειδαριές γεγονός που αποδεικνύει το δόλο του. Από τα πραγματικά περιστατικά δεν υφίσταται το ζήτημα της πλήρης διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών. Πρέπει να εξετάσουμε αν είχε ελαττωμένη ικανότητα. Όπως προκύπτει είχε γενικά μια καλή ζωή με τη σύζυγο του. Όταν ήρθε σε κατάσταση οικονομικής αδυναμίας δεν ήθελε να τον ζει η σύζυγος του. Αποδείχθηκε όμως ότι είχε και εξωσυζυγικές σχέσεις» τόνισε η εισαγγελέας και κατέληξε λέγοντας ότι «ο κατηγορούμενος ήταν ένας άνθρωπος με οικονομική επιφάνεια, η αιφνίδια οικονομική του πτώση αλλά και η ταυτόχρονη απεξάρτηση του θύματος από αυτόν, καθώς ήθελε να αρχίσει να συνεισφέρει στην οικογένεια, η κοινωνική και επιστημονική της εξέλιξη του δημιούργησε την αίσθηση της απώλειας. Εκπλήρωσε εκείνη την χρονική στιγμή αυτό που κατά καιρούς είχε πει θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ».