Η ευθύνη των συμμετεχουσών σε καρτέλ επιχειρήσεων και η ακριβής έκταση αυτής είναι ένα ζήτημα που, λόγω και των σοβαρών οικονομικών επιπτώσεών του, επανέρχεται συχνά και σε διάφορες εκφάνσεις του στη νομική επικαιρότητα. Πρόσφατα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔικΕΕ), επιβεβαιώνοντας προγενέστερη σχετική νομολογία του, έκρινε ότι η ευθύνη μιας επιχείρησης από τη συμμετοχή της σε παράνομη σύμπραξη μπορεί να καλύπτει όχι μόνο την άμεση συμμετοχή αυτής στην αντιανταγωνιστική σύμπραξη, αλλά και παραβατικές συμπεριφορές που δεν αφορούν προϊόντα ή γεωγραφική αγορά που υπάγονται στην επιχειρηματική δραστηριότητα της εν λόγω επιχείρησης, οι οποίες εκδηλώνονται από τις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.
Προϋπόθεση για τον καταλογισμό ευθύνης σε μια επιχείρηση για το σύνολο των αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών είναι να εντάσσονται σε μια «ενιαία και διαρκή παράβαση», υπό την έννοια του συνολικού σχεδίου περιορισμού ή νόθευσης του ανταγωνισμού, στους κοινούς σκοπούς του οποίου είχε την πρόθεση να συμβάλει η εν λόγω επιχείρηση. Θα πρέπει περαιτέρω αυτή η επιχείρηση να συμμετείχε άμεσα έστω και σε ένα μέρος των αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών, καθώς και να γνώριζε ή να μπορούσε ευλόγως να προβλέψει και τις λοιπές παραβατικές συμπεριφορές των εμπλεκομένων στο καρτέλ επιχειρήσεων που εντάσσονται στον συνολικό σχεδιασμό και να αποδεχόταν το σχετικό ρίσκο. Η μόνη γνώση, με άλλα λόγια, ή και η δυνατότητα γνώσης, αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών άλλων επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσει σε ευθύνη μιας επιχείρησης και γι’ αυτές τις συμπεριφορές, ακόμη και αν αυτές αφορούν σχετική αγορά στην οποία δεν δραστηριοποιείται ευθέως.
Η διεύρυνση αυτή της ευθύνης μιας εμπλεκόμενης σε καρτέλ επιχείρησης μπορεί να επιτείνει ακόμη περισσότερο τις εις βάρος της οικονομικές συνέπειες. Πέραν των επιπτώσεων στην επιμέτρηση των διοικητικών προστίμων, ενδιαφέρουσες είναι και οι συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η θέση αυτή του ΔικΕΕ στο πλαίσιο και της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων του ανταγωνισμού. Στην περίπτωση που μια επιχείρηση κριθεί υπεύθυνη για συμμετοχή σε ενιαία παράβαση, θα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με αγωγές αποζημίωσης από ιδιώτες (επιχειρήσεις, καταναλωτές, ενώσεις καταναλωτών), ακόμη και αν αυτές αφορούν αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα της ενιαίας παράβασης σε σχετικές αγορές στις οποίες αυτή δεν εμφανίζει επιχειρηματική δραστηριότητα, ή αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές στις οποίες ουδέποτε συμμετείχε άμεσα. Ειδικά στην περίπτωση παράλληλης εφαρμογής εθνικού και ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού, όπου εφαρμόζεται και η οδηγία 2014/104/ΕΕ περί αγωγών αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού (η μεταφορά της οποίας στην ελληνική έννομη τάξη ακόμη εκκρεμεί, παρά την πάροδο της σχετικής προθεσμίας), μπορεί μια επιχείρηση να κληθεί να καταβάλει την πλήρη αποζημίωση για το σύνολο της ζημίας που προκύπτει από την ενιαία παράβαση και να ζητήσει σε μεταγενέστερο στάδιο την αναλογούσα συνεισφορά από τις λοιπές συμμετέχουσες επιχειρήσεις, εξαναγκαζόμενη έτσι σε συχνά χρονοβόρες και πολυέξοδες διαδικασίες.
Η πρακτική εφαρμογή των ανωτέρω θεωρητικών υποθέσεων στην ελληνική έννομη τάξη, σε συνδυασμό και με την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των κανόνων για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης από παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, μένει να διαπιστωθεί. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η διεύρυνση της ευθύνης των συμμετεχουσών σε καρτέλ επιχειρήσεων ενδεχομένως αποτελέσει επιπλέον κίνητρο για τη συμμετοχή στα προγράμματα επιείκειας και διευθέτησης διαφορών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με σκοπό τον μετριασμό των οικονομικών συνεπειών που επιφέρει μια καταδίκη λόγω παράβασης.