Την άποψη ότι η μουσουλμανική κοινότητα «δεν είναι αρκετά πρόθυμη» να συνεργαστεί με τις Αρχές για την εκρίζωση της τρομοκρατίας εκφράζει ο Τόνι Πόρτερ, απόστρατος αξιωματικός με λαμπρή σταδιοδρομία στις υπηρεσίες ασφαλείας της Βρετανίας. «Θα θέλαμε περισσότερα μέλη της κοινότητας να επικοινωνούσαν με τις Αρχές όταν βλέπουν κάποιον να ριζοσπαστικοποιείται», εξηγεί στην «Κ» ο Πόρτερ, ο οποίος υπηρέτησε ως επικεφαλής του Special Branch το 2002-06, επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής στη βορειοδυτική Βρετανία και διοικητής αντιτρομοκρατικών ερευνών στους Ολυμπιακούς του 2012. «Δεν είμαστε ακόμη εκεί όπου θα θέλαμε να είμαστε».
Δεν θα μπορούσε και η αστυνομία να κάνει περισσότερα για να βελτιώσει τη σχέση αυτή; «Πάντα μπορεί να κάνει περισσότερα. Χρειάζεται “ήπια” προσόντα, “ήπια” ισχύ, που δεν είναι εύκολη στην εφαρμογή. Αλλά η αστυνομία στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει ένα πλούσιο ιστορικό συνεργασίας με τις κοινότητες της χώρας, που έχει εξελιχθεί κατόπιν δημόσιας κριτικής που έχουμε δεχθεί και έχουμε αφομοιώσει για παλαιότερες πρακτικές μας. Κάνουμε συναντήσεις με τη μουσουλμανική κοινότητα, όπως και με τις άλλες κοινότητες. Ωστόσο οι μουσουλμάνοι είναι πιο κατακερματισμένοι, δεν συντάσσονται υπό μία ενιαία ηγεσία, και αυτό καθιστά δυσκολότερη την επαφή της αστυνομίας μαζί τους. Ειδικά δεδομένου του γεγονότος ότι, παρότι το 99,9% των πιστών της συγκεκριμένης θρησκείας είναι τίμιοι, νομοταγείς άνθρωποι, υπάρχει ενσταλαγμένο εντός της ένα δόγμα που υποστηρίζει την τρομοκρατία».
Οι πολίτες των δυτικών μεγαλουπόλεων πρέπει να αποδεχθούν ότι ο κίνδυνος της τρομοκρατίας θα είναι μέρος της ζωής τους για το ορατό μέλλον, σύμφωνα με τον Πόρτερ. Πώς συγκρίνεται η φύση της τρομοκρατικής απειλής σήμερα σε σχέση με την εποχή των επιθέσεων στο Λονδίνο, τον Ιούλιο του 2005; «Είναι πλέον λιγότερο συντονισμένη από κάποιο κέντρο», απαντά, εξηγώντας ότι προέρχεται περισσότερο από άτομα που «εμπνέονται» από την ιδεολογία της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους. «Αυτό σημαίνει ότι οι πιθανοί δράστες είναι πολύ περισσότεροι και είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν», ενώ είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε μέθοδο θα επιφέρει μαζικές απώλειες.
Μεταξύ των πιο επικίνδυνων εξ αυτών, αναφέρει ο συνομιλητής της «Κ», είναι οι Βρετανοί που επιστρέφουν στη χώρα τους αφού έχουν υπηρετήσει ως μαχητές του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και αλλού. Ωστόσο, «είναι πολύ δύσκολη δουλειά» να τεθούν υπό πλήρη έλεγχο. «Δεν μπορούμε να τους συλλάβουμε αν δεν έχουμε αποδεικτικά στοιχεία. Οσον αφορά την παρακολούθηση, ήδη υπάρχουν αρκετές χιλιάδες άτομα σε λίστες υπόπτων, χωρίς να υπολογίσουμε αυτούς που επιστρέφουν από τη Συρία και το Ιράκ. Χρειάζεται να τεθούν προτεραιότητες, η παρακολούθηση ακόμη και ενός ατόμου απαιτεί τεράστιους πόρους, ενώ συχνά δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε τις μυστικές πηγές των πληροφοριών που διαθέτουμε. Οι υπηρεσίες ασφαλείας στο Ηνωμένο Βασίλειο κάνουν εξαιρετική δουλειά στο να θέτουν τις σωστές προτεραιότητες και να αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους πόρους που διαθέτουν, αλλά αναπόφευκτα κάποια επικίνδυνα άτομα θα μείνουν εκτός του ραντάρ και δεν θα προλάβουμε να τα σταματήσουμε. Ο βομβιστής του Μάντσεστερ, για παράδειγμα, φαίνεται ότι ήταν γνωστός στις Αρχές ως μέλος ενός δικτύου, αλλά στο περιθώριό του…».
Διαδικτυακή προπαγάνδα
Ως γνωστόν, το Ισλαμικό Κράτος χρησιμοποιεί κατά κόρον το Διαδίκτυο, και ιδιαίτερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να στρατολογεί νέους στη σταυροφορία του μίσους που έχει εξαπολύσει. Πόσο επιτυχής είναι η απόπειρα των Αρχών να αποκρούσουν τη διαδικτυακή προπαγάνδα των τζιχαντιστών; Πόσο συνεργάσιμες είναι οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με την αστυνομία;
Ο Πόρτερ παραδέχεται πως η σχέση των Αρχών με τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης χαρακτηρίζεται «παγίως από εντάσεις». «Εταιρείες όπως το Facebook δείχνουν αυξανόμενη προθυμία να αφαιρέσουν αναρτήσεις που προωθούν αυτήν την ιδεολογία», σημειώνει, αλλά η αποτελεσματικότητά τους υπονομεύεται από τον όγκο του περιεχομένου που διαχειρίζονται.
Ο κορυφαίος πρώην αξιωματικός της Αντιτρομοκρατικής αναφέρεται επίσης στη συζήτηση σχετικά με την κρυπτογράφηση των επικοινωνιών. «Οι τρομοκράτες βασίζονται στην ασφάλεια των επικοινωνιών τους, δεν θα μπορούσαν να δράσουν διαφορετικά», λέει. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για τους δημοσιογράφους και τις πηγές τους; «Ναι, όντως. Πρέπει να υπάρξει ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο που να διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξει κατάχρηση των δυνατοτήτων παρακολούθησης. Το πρόβλημα στη μετα-Σνόουντεν εποχή είναι ότι το κράτος δυσκολεύεται πολύ να πείσει τους πολίτες ότι δεν θα γίνουν τέτοιες καταχρήσεις. Εχουν γίνει βήματα για να καταστεί πιο αυστηρό το ρυθμιστικό πλαίσιο (για τις παρακολουθήσεις), και η ευθύνη ανήκει στο κράτος να αποδείξει ότι δεν ξεφεύγει από αυτό το πλαίσιο. Αλλά πιστεύω ότι πρέπει οι Αρχές να έχουν τις δυνατότητες αυτές».