Με την υπ’ αρίθμ. 16/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δημιουργήθηκε μείζον θέμα με την ευδοκίμηση αιτήσεων υπαγωγής οφειλετών στο νόμο περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς κρίθηκε ότι είναι άκυρες οι επιδόσεις των σχετικών δικογράφων αν αυτές δεν γίνονται σε εξουσιοδοτημένους προς τούτο υπαλλήλους των κεντρικών καταστημάτων των τραπεζών!
Επί σειράν ετών οι επιδόσεις των σχετικών αιτήσεων γίνονται στα υποκαταστήματα των τραπεζών της Ρόδου ενώ δεν υπήρξε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, άρνηση αποδοχής των επιδόσεων από τους δικαστικούς υπαλλήλους.
Σε περίπτωση, που κριθεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση είναι ορθή και δημιουργηθεί στην πορεία δεδικασμένο, θα πρέπει να αναμένεται μαζική ακύρωση σχετικών αιτήσεων, ενώ ταυτόχρονα οι υπερχρεωμένοι θα επιβαρυνθούν με πρόσθετα έξοδα επιδόσεων των αιτήσεών τους στα κεντρικά καταστήματα τραπεζών στην Αθήνα.
Στο σκεπτικό της απόφασης, που έχει προκαλέσει αναστάτωση σε δικηγορικούς κύκλους του νησιού, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 εδ. δ’ , 128, 129 και 139 Κ.Πολ.Δ συνάγεται, ότι για είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, όπως είναι η ανώνυμη εταιρεία , πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπο του, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου.
Αν ο άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίνεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στο διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες.
Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κ.λ.π. γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ. 4 του άρθρου 128 Κ.Πολ.Δ.
Περαιτέρω, σε περίπτωση επίδοσης εγγράφου σε νομικό πρόσωπο πρέπει το έγγραφο αυτό να παραδίδεται σε εκείνον που είναι εκπρόσωπος του κατά το νόμο ή το καταστατικό (άρθ. 126§1 εδ. δ’ ΚΠολΔ), αν δε αυτός δεν βρεθεί στο κατά το άρθρο 124§2 κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, το έγγραφο παραδίδεται σε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στη διάταξη του άρθ. 129§1, δηλ. τον διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή εργαστηρίου ή σε κάποιο συνεταίρο, συνεργάτη, υπάλληλο ή υπηρέτη (ως υπαλλήλων ή υπηρετών νοουμένων των υπαλλήλων ή υπηρετών του νομικού προσώπου, προς το οποίο γίνεται η επίδοση, ΑΠ 1232/2012), του οποίου (προσώπου) η ιδιότητα και το ονοματεπώνυμο πρέπει και αρκεί να αναγράφεται στη σχετική έκθεση επίδοσης, ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί, αν είναι από εκείνα τα πρόσωπα που ορίζονται από το άρθ. 129§1 (ΑΠ 1153/2005), ενώ εκείνος που ενεργεί την επίδοση δεν είναι υποχρεωμένος να τηρήσει οποιαδήποτε σειρά μεταξύ των ως άνω αρμόδιων για την παραλαβή του εγγράφου προσώπων, αφού η διάταξη του άρθρου 129§1 δεν απαιτεί τούτο (όπως, αντιθέτως, το επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 128§1 του ίδιου ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για επίδοση σε κατοικία, στην οποία δεν βρίσκεται ο παραλήπτης του επιδιδόμενου εγγράφου, ΑΠ 700/2008). Σε κάθε περίπτωση, ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου (και γενικότερα τα καταστατικά όργανα διοίκησης και εκπροσώπηση αυτού) δικαιούται, εντός του πλαισίου της γενικής προς εκπροσώπηση του νομικού προσώπου εξουσίας του, να ορίσει κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως υπάλληλο κλπ., ως αρμόδιο για την παραλαβή δικογράφων, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση ο εξουσιοδοτηθείς μπορεί να παραλαμβάνει δικόγραφα, σαν να ήταν ο ίδιος ο εκπρόσωπος (ΑΠ 1153/2006), χωρίς άλλη προϋπόθεση ή διαδικασία (ΑΠ 882/1989).
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθ. 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαλαμβανομένη στην έκθεση επίδοσης βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή που αφορά την ιδιότητα του παραλαβόντος προσώπου ως υπαλλήλου του νομικού προσώπου αποτελεί πλήρη απόδειξη, αφού το γεγονός αυτό είναι από εκείνα, των οποίων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της έκθεσης επίδοσης δικαστικός επιμελητής, επιτρέπεται, όμως, ως προς αυτήν ανταπόδειξη από εκείνον που αμφισβητεί την ως άνω ιδιότητα του παραλαβόντος προσώπου ως υπαλλήλου ή διευθυντή ή συνεργάτη κλπ. με τα επιτρεπόμενα από την οικεία διαδικασία αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1916/2006,1005/2005, 928/2004), ενώ ως προς όσα βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης οτι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του ανταπόδειξη χωρεί μόνο με την προσβολή της έκθεσης ως πλαστής (ΑΠ 1916/2006 ).
Εξάλλου, ειδικά για τις ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, από το άρθρο 983 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε με το άρθρο 57 Ν. 3994/2011) και σύμφωνα με το οποίο «Για την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου το έγγραφο επιδίδεται στην έδρα του ή σε οποιοδήποτε κατάστημα του» προκύπτει αβιάστως ότι μόνον για την εξαιρετική περίπτωση της κατάσχεσης εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης προβλέπεται ότι αρμόδιος για την παραλαβή του σχετικού εγγράφου και για τη σχετική δήλωση του τρίτου είναι ο διευθυντής του υποκαταστήματος οπού τηρείται ο σχετικός λογαριασμός (πριν από το Ν. 3994/2011 κατ’ αποκλειστικότητα, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 90 του νομοθετικού διατάγματος της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» το οποίο άρθρο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ισχύ του ΚΠολΔ (άρ. 52 αρ.3 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ). «όπως εδέχθησαν οι ΑΠ 347/2013, και ΑΠ 1183/2015) ενώ μετά το Ν. 3994/2011 αρμόδιο για την παραλαβή του εγγράφου είναι είτε η έδρα είτε οποιοδήποτε κατάστημα. Αντιθέτως, για όλες τις άλλες επιδόσεις στα πλαίσια της εκτέλεσης αρμόδια είναι η κεντρική διοίκηση, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις. Γι’ αυτό και ορθά στη νομολογία (ΑΠ 347/2013, ΑΠ 1383/2012, ΑΠ 117/2011, ΑΠ 884/2010, ΠΠρΑΘ 2661/2014 σε ΝΟΜΟΣ) γίνεται δεκτό ότι με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 δεν προσδίδεται νομική προσωπικότητα αλλά απλώς προσδίδεται νομική αυτοτέλεια στα καταστήματα ή υποκαταστήματα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής δήλωσης του τρίτου. Στη θέση του τρίτου τοποθετείται το αρμόδιο για την πληρωμή της απαίτησης κατάστημα ή υποκατάστημα, στο οποίο προσδίδεται κάποια νομική αυθυπαρξία, καίτοι δεν αποτελεί αυτοτελές νομικό πρόσωπο, χωρίς βεβαίως αυτό να αποκτά ιδία νομική προσωπικότητα.
Η επίδοση πρέπει να γίνει στο Διευθυντή του καταστήματος ή υποκαταστήματος, που προβαίνει και στην κατά το άρθρο 985 δήλωση.
Ο Διευθυντής του καταστήματος ή υποκαταστήματος είναι όργανο και εκπροσωπεί την τραπεζική εταιρία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τα δικόγραφα των δικών περί την εκτέλεση, όμως, απευθύνονται προς το νομικό πρόσωπο και κοινοποιούνται στη διοίκηση αυτού, κατά το κοινό δίκαιο (αρθρ. 126 παρ.1 περ.δ Κ.Πολ.Δ.), ενώ διάδικο είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Εξάλλου, και στη θεωρία υποστηρίζεται ότι επί επίδοσης σε ανώνυμη εταιρεία που διατηρεί περισσότερα καταστήματα, η επίδοση πρέπει να γίνεται στο κατάστημα όπου εδρεύει η διοίκηση της και κατά συνέπεια ο εκπρόσωπος της (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α, 1996, άρθρο 126 πλ. αρ. 33, σελ. 774). Περαιτέρω, σε καμία από τις διατάξεις του Ν. 3869/2010 περί υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων δεν προκύπτει κάποια διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τα προεκτεθέντα και γενικώς ισχύοντα».
Ενδιαφέρουσες Αποφάσεις και Νομικές Ειδήσεις Τραπεζικά θέματα Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά-Ρυθμίσεις-Πτώχευση
Μείζον θέμα με την επίδοση δικογράφων στις τράπεζες!
Επόμενο άρθρο Συμβασιούχοι Κατερίνης: Θα πληρωθούν όλα τα δεδουλευμένα