Και αυτές θα είναι μειωμένες λόγω της προγραμματισμένης εξίσωσης εμπορικών και αντικειμενικών αξιών, αφού ο ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται επί των αντικειμενικών, οι οποίες απέχουν παρασάγγας από τις κατά πολύ χαμηλότερες πραγματικές τιμές που επικρατούν στην αγορά ακινήτων τα τελευταία χρόνια (κατά την τελευταία δεκαετία οι τιμές μειώθηκαν κατά 40% με 45%).
Με βάση το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα, η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η προσέγγισή τους στα επίπεδα των εμπορικών τιμών προσδιορίζεται χρονικώς τον Δεκέμβριο του 2017, όπως συμφώνησαν κυβέρνηση και δανειστές. Η μετάθεση κατά 6 μήνες σε σχέση με το αρχικό πλάνο είναι (καθώς θα δοθεί η ευκαιρία να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία συγκέντρωσης, επεξεργασίας και αποτίμησης των στοιχείων που θα συλλεχθούν) ο ένας από τους τρεις παράγοντες που προοιωνίζονται την τελεσφόρηση ενός εγχειρήματος που αποτυγχάνει επί σειρά ετών.
Τα άλλα δύο, είναι:
Πρώτον, η δημιουργία μιας πλατφόρμας τιμών πανελλαδικώς, από την ίδια την αγορά, και συγκεκριμένα τα στοιχεία που θα προκύψουν από τους ηλεκτρονικούς πειστηριασμούς των τραπεζών. Με βάση τα προβλεπόμενα, οι εν λόγω πλειστηριασμοί θα διενεργούνται μόνο από πιστοποιημένους συμβολαιογράφους μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού, η κυριότητα διοίκησης και διαχείρισης των οποίων θα ανήκει στους κατά τόπους συμβολαιογραφικούς συλλόγους. Επίσης, στους ίδιους αυτούς πλειστηριασμούς θα λαμβάνουν μέρος υποψήφιοι πλειοδότες κατόπιν προηγούμενης πιστοποίησής τους.
Δεύτερον, η ανάσχεση του πολυετούς κύματος υποχώρησης των τιμών που επιτρέπει μια αποτύπωση σχετικά “σταθερότερων” εμπορικών αξιών. Σύμφωνα με εταιρείες εκτιμητών, το α’ τρίμηνο φέτος σταθεροποιήθηκαν οι τιμές έπειτα από μία δεκαετία μείωσης περίπου κατά 40% με 45%. Σημειώνεται ότι η σταθεροποίηση δεν αφορά μόνο τις κατοικίες αλλά και τα εμπορικά κτήρια και γραφεία. Χαρακτηριστικές είναι εν προκειμένω οι αναφορές για επαναφορά του περιβόητου “αέρα” σε καταστήματα του εμπορικού κέντρου, που σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζουν ακόμη και εξαψήφια ποσά, ή τα πρόσφατα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την Τράπεζα της Ελλάδος. Σύμφωνα με αυτά, οι ονομαστικές τιμές των γραφείων υψηλών προδιαγραφών αυξήθηκαν το 2016 κατά 0,6% σε σχέση με το 2015, καταγράφοντας, για πρώτη φορά από το 2010, θετικό ρυθμό μεταβολής. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία, ο αντίστοιχος ρυθμός μεταβολής για το 2015 ήταν -0,1%, ενώ για το 2014 ήταν -3,5%. Ταυτόχρονα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης των τιμών καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών επιβραδύνθηκε σημαντικά, σε 0,4% σε σχέση με τους αντίστοιχους ρυθμούς του 2015 (-3,5%), αλλά και του 2014 (-1,8%). Μάλιστα, κατά το β΄ εξάμηνο του 2016, οι ονομαστικές τιμές καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών παρουσίασαν αύξηση κατά 0,2% για το σύνολο της χώρας σε σχέση με το α΄ εξάμηνο του 2016.
Έτσι, φέτος αναμένεται να είναι η τελευταία χρονιά κατά την οποία ο ΕΝΦΙΑ θα υπολογιστεί με βάση τις εξωπραγματικές αντικειμενικές φορολογητέες αξίες των ακινήτων. Τον Μάρτιο του επομένου έτους (δηλαδή ελάχιστους μήνες αφότου θα έχει ολοκληρωθεί η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ του 2017) θα εκδοθούν, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, και θα αποσταλούν σε περίπου 7 εκατομμύρια φορολογούμενους τα εκκαθαριστικά του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων του έτους 2018, στα οποία ο συγκεκριμένος φόρος θα έχει υπολογιστεί επί των νέων φορολογητέων τιμών των ακινήτων, που θα είναι προσαρμοσμένες στα επίπεδα των αγοραίων τιμών τους. Καθώς όμως οι νέες φορολογητέες αξίες των ακινήτων -που θα προκύψουν από την προσαρμογή των σημερινών αντικειμενικών αξιών στα πραγματικά επίπεδα της κτηματαγοράς- αναμένεται να είναι μειωμένες σε πολλές περιοχές της χώρας, η κυβέρνηση και οι δανειστές συμφώνησαν εντός του 2018 να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις (είτε αθροιστική αύξηση της φοροδοτικής συνεισφοράς των ακριβότερων ακινήτων με το να αυξηθούν οι συντελεστές επιβολής του είτε μαζί με την αύξηση αυτή να περιοριστούν οι απαλλαγές από τον ΕΝΦΙΑ), ώστε τα έσοδα που θα αποδώσει στα ταμεία του κράτους ο συγκεκριμένος φόρος να διατηρηθούν στο επίπεδο των 2,65 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο του νόμου που ψηφίστηκε το βράδυ της Πέμπτης, επέρχεται από 1ης Ιανουαρίου 2020 μείωση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων κατά 10% έως και 30% εφόσον το συνολικό ποσό με το οποίο χρεώνεται ο φορολογούμενος δεν υπερβαίνει τα 700 ευρώ. Πρόκειται για ένα από τα φορολογικά «αντίμετρα» εφόσον επιτευχθεί το 2019 ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.