Στη μία περίπτωση ήταν το βαμβάκι που ζύγιζε σαν να ήταν ατσάλι. Στην άλλη μια αγελάδα που έκανε τον γύρο του χωριού για να επιδοτηθεί τέσσερις και πέντε φορές. Στην τρίτη, διαβόητη, περίπτωση ήταν το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι που βαπτίστηκε ελληνικό για να επιδοτηθεί από την ΕΟΚ.
Αυτές –και άλλες εξίσου κραυγαλέες– ιστορίες εξαπάτησης των κοινοτικών υπηρεσιών και κατασπατάλησης των ευρωπαϊκών πόρων συνθέτουν το στερεότυπο της αδιόρθωτης Ελλάδας. Το στερεότυπο του κράτους που αποδεικνύεται διαχρονικά ανίκανο να προσαρμοστεί στις προδιαγραφές της συμμετοχής στην Ε.Ε., χάνοντας το ένα «πακέτο» μετά το άλλο.
Τι έφταιξε που, 30 χρόνια πριν από τη χρεοκοπία του 2010, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και να συγκλίνει με το ευρωπαϊκό υπόδειγμα; Είναι ένα από τα περισσότερο συζητημένα ερωτήματα των τελευταίων ετών. Επιδέχεται όμως νέες απαντήσεις.
Το στερεότυπο της αποτυχημένης Ελλάδας εμπεριέχει –όπως και κάθε στερεότυπο– και δόσεις παραπλανητικής υπερβολής. Σύμφωνα με τον ερευνητή του Ινστιτούτου Bruegel, Zsolt Darvas, που έχει μελετήσει ειδικά τον θεσμό των διαρθρωτικών προγραμμάτων, η υπερβολή έγκειται στην ισοπεδωτική εκτίμηση ότι τα κονδύλια «χάθηκαν». «Αν συγκρίνει κανείς τη σημερινή Ελλάδα με την Ελλάδα πριν από 35 χρόνια θα δει τη μακροπρόθεσμη ωφέλεια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, θα δει τις υποδομές, τους δρόμους, τα αεροδρόμια. Το αληθινό αποτέλεσμα των ενισχύσεων είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί», εκτιμά ο Darvas.
Με τη βασική αυτή εκτίμηση συμφωνεί και ο Ξενοφών Γιατάγανας, πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – διετέλεσε, μεταξύ άλλων, νομικός σύμβουλος της Κομισιόν και επικεφαλής του τμήματος δημοσιονομικής πολιτικής της Διεύθυνσης Προϋπολογισμού της Ε.Ε. «Δεν χάθηκαν όλα τα λεφτά», λέει ο Γιαταγάνας που σήμερα διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Κανείς όμως δεν μπορεί να πει με ακρίβεια σε τι ποσοστό αξιοποιήθηκαν».
Οι βασικοί λόγοι, λέει, της μη αξιοποίησης είναι οι ανεπάρκειες της ελληνικής διοίκησης («άγνοια διαδικασιών, καθυστερήσεις, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις») και αυτό που κατ’ ευφημισμόν ονομάζει «εφευρετικότητα» των ληπτών των επιδοτήσεων. «Τις περισσότερες φορές υπήρξε και συνέργεια των δύο αυτών παραγόντων: Η διοίκηση έκλεινε τα μάτια μπροστά στις άνομες ενέργειες των πολιτών/πελατών της πολιτικής ηγεσίας των διαφόρων υπουργείων. Αρκετές ακόμα φορές αργυρώνητοι δημόσιοι υπάλληλοι διευκόλυναν με το αζημίωτο τους παραβάτες της κοινοτικής νομοθεσίας».
Ετσι προέκυψε «το βαμβάκι που διπλο- και τριπλοζυγιζόταν, οι επιδοτούμενες εκτάσεις που έφτασαν να έχουν το μέγεθος της Γαλλίας και τα αγροτικά προϊόντα τρίτων χωρών βαφτίζονταν ελληνικά και επανεξάγονταν προκειμένου να εισπραχθούν παράνομα οι επιδοτήσεις στην εξαγωγή».
«Η Ελλάδα δεν είναι εξαίρεση»
Είναι αυτές οι θεσμικές και διοικητικές αδυναμίες ελληνική ιδιαιτερότητα; Οχι, είναι η απάντηση που δίνει ο ερευνητής του Bruegel. Τα ίδια προβλήματα διαφθοράς και κατασπατάλησης έχουν παρατηρηθεί και σε άλλα κράτη-μέλη. «Παντού οι επιχειρήσεις έχουν την τάση να βλέπουν το βραχυπρόθεσμο κέρδος, εις βάρος των μακροπρόθεσμων, αποδοτικών επενδύσεων», λέει ο Darvas. Υπάρχουν μεν διαφορετικού επιπέδου διοικήσεις στα κράτη-μέλη, αλλά η Ελλάδα δεν είναι εξαίρεση στην κακή χρήση των κονδυλίων.
Πάντως, η διοικητική και πολιτική κουλτούρα κάθε κράτους-μέλους δεν είναι άμοιρη σημασίας για το πώς και πού διοχετεύονται τα κονδύλια. Στην ελληνική περίπτωση, ο Μιχάλης Ιωαννίδης, ερευνητής του Ινστιτούτου Max Planck με έδρα τη Χαϊδελβέργη, διαπιστώνει «μηχανιστική εμμονή» με τον ποσοτικό δείκτη απορρόφησης των κονδυλίων, εμμονή που λειτουργούσε εις βάρος της ποιοτικής τους αξιοποίησης.
Ο ίδιος υπενθυμίζει ότι το 2002 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επισημάνει σε έκθεσή της τα διοικητικά ελλείμματα της Ελλάδας. Οι υπηρεσίες χαρακτηρίζονταν απροετοίμαστες όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, τα νομικά εργαλεία και την εξειδικευμένη τεχνογνωσία που απαιτούσε η διαχείριση επενδύσεων του μεγέθους του 2ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. «Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν βοήθησαν να μετριαστούν οι αδυναμίες και να βελτιωθούν πρακτικές (σημαντικά σε ορισμένες περιπτώσεις). Σημαίνει όμως ότι τα ευρωπαϊκά χρήματα που έφταναν στην Ελλάδα είχαν σημαντικά μικρότερη απόδοση από εκείνα που πήγαιναν σε χώρες με μεγαλύτερη θεσμική επάρκεια (όπως π.χ. η Ιρλανδία που έλαβε επίσης μεγάλο ποσοστό ευρωπαϊκών κονδυλίων)», παρατηρεί ο Ιωαννίδης.
Φταίνε μόνο τα κράτη-μέλη; Οι κοινοτικές αρχές δεν έχουν ευθύνη; Το ερώτημα είναι εύλογο σύμφωνα με τον Γιαταγάνα. Η Ε.Ε. ήταν δέσμια των κανόνων της. «Ο έλεγχος (για την ορθή χρήση των κονδυλίων) γινόταν εκ των υστέρων και με τρόπο δειγματοληπτικό», εξηγεί ο Γιαταγάνας, «δεδομένου ότι η Ε.Ε. δεν μπορούσε να ελέγξει εκ των προτέρων τα στοιχεία που δίδονταν από την ελληνική διοίκηση. Το άρθρο 5 και κατόπιν το άρθρο 10 της Συνθήκης προέβλεπε την αμοιβαία εμπιστοσύνη των δύο μερών».
Τα διαρθρωτικά κονδύλια αντιπροσωπεύουν το 40% του κοινοτικού προϋπολογισμού. «Μιλάμε», λέει ο Darvas, «για χιλιάδες προγράμματα που είναι αδύνατο να ελεγχθούν κεντρικά. Τέτοια επιτήρηση θα απαιτούσε τερατώδη γραφειοκρατία». Η λύση που προτείνει ο ίδιος θα ήταν η αύξηση του ποσοστού της συμμετοχής των κρατών-μελών και των ιδιωτικών φορέων που λαμβάνουν ενισχύσεις. Και ίσως η αντικατάστασή τους από δάνεια πολύ μεγάλης ωρίμανσης. «Ενας τέτοιος μηχανισμός (μακροπρόθεσμων δανειοδοτήσεων αντί επιδοτήσεων) θα σήμαινε ότι οι δανειολήπτες θα είχαν συμφέρον να χρησιμοποιήσουν τα κονδύλια αποδοτικά», λέει.