Νέα τροπή παίρνει η πολύκροτη υπόθεση του ταχύπλοου DUENDE, το οποίο είχε προσκρούσει στις 16 Αυγούστου 2016 σε τουριστική λάντζα, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο τέσσερις άνθρωποι.
Οι ναυαγοσώστες που είχαν σπεύσει σε βοήθεια με τα σωστικά πλωτά τους μέσα και τον εξοπλισμό τους, κατέθεσαν αγωγή κατά του ιδιοκτήτη του ταχύπλοου Γ.Κ., ο οποίος είχε παραχωρήσει τη χρήση του σκάφους στον Θρασύβουλο Λυκουρέζο. Στην πολυσέλιδη αγωγή τους, τα αδέλφια που διατηρούν εταιρεία καταδυτικών εργασιών και παροχή διευκολύνσεων και βοήθειας σε σκάφη που κινδυνεύουν, ζητούν την οικονομική τους αποζημίωση, ύψους 23.800 ευρώ, ως συνέπεια των υπηρεσιών τους για τη διάσωση του ταχύπλοου.
«Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι χωρίς την έγκαιρη και σωτήρια επέμβασή μας και των συνεργατών μας με χρήση των κατάλληλων πλωτών μέσων και εξοπλισμού, το DUENDE θα είχε παρασυρθεί προς την ανοιχτή θαλάσσια περιοχή της χερσονήσου των Μεθάνων, θα είχε καταποντισθεί σε μεγάλα βάθη και θα είχε απολεσθεί ολοσχερώς, εκτός εάν τα ρεύματα το είχαν στρίψει και το είχαν ρίξει στα βράχια της Μονής. Σε κάθε περίπτωση η ζωή των τεσσάρων προσώπων μεγάλης ηλικίας που επέβαιναν σ’ αυτό θα είχε εκτεθεί σε πολύ μεγάλο κίνδυνο», αναφέρεται στην αγωγή των αδελφών. Επιπλέον, επικαλούνται και τη σημασία διάσωσης του ταχύπλοου για τις έρευνες που έγιναν αργότερα από τις ανακριτικές Αρχές. Οπως υποστηρίζουν, χάρη στη δική τους σωτήρια επέμβαση και λύτρωση του DUENDE από τον άμεσο και βέβαιο κίνδυνο ολικής απώλειας, δεν θα υπήρχε τίποτα για να γίνει αντικείμενο σχολαστικών επιθεωρήσεων από πλήθος παραγόντων στα πλαίσια της διενεργούμενης έρευνας για τα αίτια και τις συνθήκες της σύγκρουσης.
Οι ενάγοντες προσέφυγαν στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ώστε να διασφαλίσουν ότι θα τους καταβληθεί η νόμιμη αμοιβή τους, καθώς ο ιδιοκτήτης του σκάφους, παρά τις οχλήσεις δεν ανταποκρίθηκε θετικά. Στο δικόγραφο έχουν υποβάλει αναλυτική περιγραφή των γεγονότων της 16ης Αυγούστου, ημέρας που συνέβη το τραγικό δυστύχημα, μέσα από το οποίο αποκαλύπτονται νέα στοιχεία για την υπόθεση.
Το πρώτο είναι ότι στις 19 Οκτωβρίου 2016, οι Αρχές αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν αυτοψία στο ταχύπλοο για να διακριβωθεί εάν θα βυθιζόταν. «Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις μας, το διασωθέν DUENDE, στην κατάσταση που βρισκόταν με το ορατό ρήγμα στον πυθμένα του, επανακαθελκύστηκε στη θάλασσα για να διαπιστωθεί εάν ένα πλοίο με διαμπερές ρήγμα στον πυθμένα του βυθίζεται ή επιπλέει κανονικά!!! Δηλαδή αν ένα τρύπιο πλοίο βουλιάζει.
Κατά το σχετικό πείραμα αποδείχθηκε το αυτονόητο. Ενα πλοίο με μεγάλη ορατή τρύπα στον πυθμένα του πάντα βουλιάζει», αναγράφεται στην αγωγή των ιδιοκτητών του διασωστικού συνεργείου.
Τα δύο αδέλφια, που έχουν ναυτικές γνώσεις, είναι πρώην ΟΥΚάδες, έχουν πτυχία αυτοδύτη και αποτελούν πιστοποιημένους εθελοντές έρευνας και διάσωσης του υπουργείου Ναυτιλίας, χαρακτηρίζουν άσκοπο το πείραμα που είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί περαιτέρω η «περιουσία» που διέσωσαν και βάσει νόμου δικαιούνται αμοιβή που προκύπτει από τη διασωθείσα εμπορική αξία του σκάφους.
Η εκ νέου βύθισή του κατέστρεψε ζωτικά στοιχεία του εξοπλισμού του, χωρίς να έχουν συναινέσει οι ίδιοι ως πρόσωπα που συνδέονται οικονομικά με το σκάφος, υποστηρίζουν στην αγωγή τους.
Το δεύτερο στοιχείο που προκύπτει είναι η κατάθεση του χρονικού των σωστικών υπηρεσιών που προσέφεραν εκείνη την ημέρα.
Τα δύο αδέλφια περιγράφουν με μεγάλη ακρίβεια και εξαιρετικά αναλυτικά τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την πρόσκρουση του DUENDE με την τουριστική λάντζα ΑΝΤΩΝΙΑ.
Μετά τη σύγκρουση
Οπως υποστηρίζουν, ο Γ.Π. ήταν ο άνθρωπος που τους ειδοποίησε να μεταβούν στο σημείο της σύγκρουσης. «Γίναμε μάρτυρες ενός πρωτόγνωρου σκηνικού.
Στην επιφάνεια της θάλασσας έπλεαν αναρίθμητα αντικείμενα, τεμάχια ξύλου, ατομικά σωσίβια, σχεδίες, μπιτόνια, μία αυτοτελής ξύλινη κατασκευή με μικρό ιστό που έφερε μικρή ελληνική σημαία και φώτα ναυσιπλοΐας (…) Παρασύρονταν γρήγορα από τον άνεμο και το ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα (…) κοντά στα τρία σκάφη (λάντζες) παρατηρήθηκε αριθμός προσώπων στη θάλασσα να κολυμπούν. Μεταξύ των συντριμμιών που επέπλεαν παρατηρήθηκε η σορός αγνώστου, η οποία επέπλεε σε πρηνή θέση με το πρόσωπο στο νερό (…) Το ταχύπλοο σκάφος παρασυρόταν ακυβέρνητο περί τα 500 και πλέον μέτρα νότια του σημείου όπου βρίσκονταν οι ναυαγοί», αναφέρουν τα μέλη του ναυαγοσωστικού συνεργείου για τα πρώτα λεπτά που ακολούθησαν τη σύγκρουση.
Στο χρονικό που συμπεριλαμβάνεται στην αγωγή, υπάρχει πλήρες ιστορικό των ατόμων που ενεπλάκησαν στη διάσωση, των τηλεφωνικών κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν, οι κινήσεις όλων των ατόμων και των σκαφών που συμμετείχαν. Προκύπτει με μεγάλη βεβαιότητα ότι εκείνη την ημέρα επικρατούσε μεγάλη σύγχυση, ακόμη και μεταξύ των έμπειρων ατόμων που συμμετείχαν στη διάσωση των επιβατών του ΑΝΤΩΝΙΑ.
Από την αγωγή προκύπτει ότι οι ηλικιωμένοι επιβάτες του DUENDE βρίσκονταν σε πανικό. «Η ξανθιά κυρία, σε κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης, ούρλιαζε υστερικά και μόλις είδε το σκάφος έκανε κίνηση να πηδήξει μέσα…», αναφέρεται στο δικόγραφο. Ακολούθως, γίνεται ειδική μνεία στις προσπάθειες που κατεβλήθησαν να απαντληθούν τα νερά (ακόμα και με κουβάδες) από το DUENDE που είχε «νεκρώσει», ώστε να μη βουλιάξει και να μπορεί να ρυμουλκηθεί στο λιμάνι της Αίγινας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο όπου οι διασώστες αναφέρουν την προσέγγιση του σκάφους τους που ρυμουλκούσε το DUENDE από διαφορετικό ιδιωτικό μικρό φουσκωτό λευκού χρώματος, στο οποίο μετεπιβιβάστηκε ο Θρ. Λυκουρέζος που είχε πλέον «κουραστεί ή μεταπεισθεί από τον Γ.Π. ότι δεν υπήρχε νόημα να παραμένει στο σκάφος του».
Αποδοκιμασίες
Σύμφωνα με την εξιστόρηση των διασωστών, όταν το ρυμουλκό έφθασε με το DUENDE στο λιμάνι της Αίγινας, πλήθος κόσμου που θεώρησε ότι ο χειριστής του ταχύπλοου βρισκόταν εντός του σκάφους, προέβη σε φραστικές αποδοκιμασίες. «Εγιναν αντιληπτοί δύο άνδρες να στέκονται κοντά στο ρυμουλκό, με τον έναν απ’ αυτούς που είχε μουστάκι και στρογγυλό μούσι στο πιγούνι, να φέρει εκδορές στο πρόσωπο και να κρατάει στο χέρι του ένα μακρύ τεμάχιο ξύλου. Πλησίασε και με βλοσυρό ύφος ρώτησε ποιος ήταν ο κυβερνήτης του DUENDE κατά το συμβάν. Ακούστηκε ότι ήταν ναυαγός του σκάφους ΑΝΤΩΝΙΑ», όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες.
Στην αγωγή διεκδίκησης αποζημίωσης, που φέρνει στο φως της δημοσιότητας το «Εθνος της Κυριακής», εντοπίζεται ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο που μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικής σημασίας για την εξέλιξη των ερευνών για τη διακρίβωση των συνθηκών της σύγκρουσης.
Το ένα από τα δύο αδέλφια, μετά τη ρυμούλκηση του DUENDE επέστρεψε στο σημείο της τραγωδίας αναζητώντας ναυαγούς και το σκάφος ΑΝΤΩΝΙΑ.
Με έγχρωμο βυθόμετρο-ανιχνευτή ψαριών εξέτασε την ανωμαλία του βυθού και εντόπισε τη λάντζα. «Μετά από σχολαστική έρευνα εντοπίσθηκε το ναυάγιο του ΑΝΤΩΝΙΑ να κάθεται στο βυθό, σε όρθια θέση με την τρόπιδά του προς τα κάτω και το κατάστρωμά του προς την επιφάνεια της θάλασσας (όπως δηλαδή όταν πλέει κανονικά). Ολες οι υπερκατασκευές του σκάφους έλειπαν από τη θέση τους, ενώ η θέση του χειριστή περί το κέντρο του σκάφους παρατηρήθηκε να έχει δεχθεί χτύπημα.
Η ρόδα του τιμονιού παρατηρήθηκε στρεβλωμένη, εκτός συνήθους θέσεως, ενώ τα χειριστήρια της μηχανής και ρεβέρσας παρατηρήθηκαν στη θέση ”πρόσω ολοταχώς”». Οπως φαίνεται, η μηχανή της λάντζας ΑΝΤΩΝΙΑ ήταν στο φουλ την ώρα της σύγκρουσης, στοιχείο που θα αξιολογηθεί από τους τεχνικούς και εμπειρογνώμονες.
Κατά την επισήμανση του ναυαγίου ήταν που εντοπίσθηκε στον βυθό η σορός του άτυχου Ουκρανού τουρίστα… Κατά την ανάσυρση της σορού, παρόν ήταν και κλιμάκιο βατραχανθρώπων που είχε μεταβεί στην περιοχή από τον Αγιο Κοσμά.
Οι ιδιοκτήτες της εταιρείας καταδυτικών εργασιών και παροχής διευκολύνσεων και βοήθειας σε σκάφη που κινδυνεύουν έχουν επιβαρυνθεί και με τα έξοδα φύλαξης του DUENDE στις εγκαταστάσεις τους.