Τη συνταγματικότητα διάταξης του οικογενειακού δικαίου για τη διατροφή έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του της 2ας Μαϊου 2017. Ειδικότερα, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, δικαιοδοσία διατροφής, μετά από απόφαση του ημερ. 9.8.2016, απέστειλε στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος το ακόλουθο νομικό ερώτημα:
«Κατά πόσο το άρθρο 38(2) του Νόμου 216/90 προσκρούει στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.»
Το άρθρο 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90, έχει ως εξής:
«(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:
Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:
Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»
Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, στο οποίο αναφέρεται το Νομικό Ερώτημα, έχει ως εξής:
«2. Έκαστος κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιασδήποτε κατ΄ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.»
Η επίδικη υπόθεση
Σημειώνεται ότι το Νομικό Ερώτημα τέθηκε στο πλαίσιο διαφοράς διαδίκων επί του θέματος της διατροφής, η οποία είχε αρχικά και εκ συμφώνου καταλήξει στην έκδοση διατάγματος επιδίκασης εναντίον του καθ΄ ου η αίτηση και υπέρ της αιτήτριας του ποσού των €700 μηνιαίως για τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Δεκέμβριο από 1.11.2010, καθώς και του ποσού των €1.000 για το μήνα Δεκέμβριο κάθε έτους από 1.12.2010, ως συνεισφορά του καθ΄ ου-πατέρα προς τη διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Μεταγενέστερα, στις 17.12.2014, ο πατέρας καταχώρησε αίτηση επιδιώκοντας τη μείωση των πιο πάνω ποσών διατροφής και ταυτόχρονα δήλωση όπως μη ισχύει η αυτόματη αύξηση επί των ποσών της διατροφής από την ημερομηνία κατά την οποία η διατροφή θα είχε εφαρμογή.
Λόγω μη πληρωμής διαφόρων ποσών διατροφής, η αιτήτρια καταχώρησε στις 24.6.2015 ένορκη δήλωση για έκδοση εντάλματος φυλάκισης του καθ΄ ου προς είσπραξη του ποσού των €2.301, το οποίο αφορούσε την αυτόματη αύξηση κατά 10% επί των ποσών της διατροφής για τις περιόδους που αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση.
Ο καθ΄ ου καταχώρησε ένορκη δήλωση-ένσταση, επικαλούμενος αντισυνταγματικότητα του άρθρου 38(2) του Νόμου αρ. 216/90, χωρίς να αμφισβητεί ταυτόχρονα την εν λόγω οφειλή. Το επιχείρημα του συζύγου ήταν ότι δεν είναι δυνατό ο Πρωτοκολλητής του Οικογενειακού Δικαστηρίου να προσυπογράφει ανά διετία την αύξηση του ποσού της διατροφής κατά 10%, χωρίς να υπάρχει προς τούτο προηγούμενη δικαστική απόφαση.
Η κρίση του Ανώτατου
Το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι «το άρθρο 38(2), ουδόλως αποστερεί τη διάγνωση του δικαιώματος και των υποχρεώσεων του υπόχρεου σε διατροφή, ούτε και του αποστερεί το δικαίωμα ανεπηρέαστης δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου. Ούτε βεβαίως τίθεται θέμα, το αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο να μην θεωρείται ως εκ της χρήσης της διαδικασίας του άρθρου 38(2), ως μη ανεξάρτητο, αμερόληπτο ή αρμόδιο».
Επισημαίνει επίσης το Δικαστήριο ότι δεν τίθεται θέμα διάκρισης των εξουσιών ή επέμβασης του νομοθετικού σώματος στην αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας, δεν τίθεται. Το Άρθρο 30.2, δεν εμπεριέχει ρητά, αυτούσια ή κατ΄ εξοχήν, τη διάκριση εξουσιών. Το Δικαστήριο θεωρείται εγγενώς ότι ενεργεί ως αμερόληπτο και ανεξάρτητο Δικαστήριο διότι εκ του Συντάγματος και της δομής του, η διάκριση των εξουσιών αποτελεί το θεμέλιο λίθο της λειτουργίας του.
Και συνεχίζει το Δικαστήριο: «Το τι επιδίωξε ο νομοθέτης με την τροποποίηση του 2008 να ρυθμίσει, ήταν η αποφυγή αχρείαστων αιτήσεων εκ μέρους των ατόμων που δικαιούντο διατροφή, μητέρα ή πατέρα ανάλογα με την περίπτωση, προς όφελος κυρίως των ανηλίκων τέκνων, ώστε να διασώζεται πολύτιμος δικαστικός χρόνος με αχρείαστες αιτήσεις, ενστάσεις, ακροαματικές διαδικασίες και εφέσεις. Η ρύθμιση του συγκεκριμένου εδαφίου (2) του άρθρου 38, ήταν μια από τις ουσιώδεις τροποποιήσεις που επέφερε ο νομοθέτης στη νομοθεσία περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων.
Ενσωματώθηκαν και άλλες ρυθμίσεις όπως η επιπρόσθετη καταβολή 13ου και 14ου ποσού, όπου ο επιφορτισμένος με τη διατροφή γονέας λαμβάνει τέτοια ποσά (άρθρο 37(3)), καθώς και η δυνατότητα να εκδίδονται διατάγματα αποκοπής απολαβών σύμφωνα με τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, με δυνατότητα ακόμη να γίνεται και μηνιαία ανάληψη από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί ο υπόχρεος σε διατροφή (νέο άρθρο 38Α).
Η αύξηση λοιπόν του 10%, που κατά την πρόταση νόμου ήταν 8%, ήταν μια από τις ρυθμίσεις που έγιναν σφαιρικά για να επιλυθούν τα πρακτικά προβλήματα τα οποία διαπίστωσαν οι Κοινοβουλευτικές Επιτροπές για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Νομικών σε σχέση με την καταβολή των διατροφών, πολλές εκ των οποίων παρέμεναν ανεκτέλεστες είτε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, είτε και διαρκώς.
Το άρθρο 38(2) σε καμία περίπτωση δεν προκαθορίζει δικαιώματα διά νόμου χωρίς προηγούμενη ακρόαση ενώπιον του αρμοδίου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η αυτόματη αύξηση του 10% υπεισέρχεται στην εικόνα μόνο εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση διατάγματος διατροφής κατά το άρθρο 36 του Νόμου, υπό το φως και των προνοιών του άρθρου 37 και τελεί πάντοτε υπό την αίρεση του εδαφίου (1) του άρθρου 38, ότι το Δικαστήριο με σχετική αίτηση μπορεί να τροποποιήσει το διάταγμα διατροφής ή και να τερματίσει τη διατροφή, αν έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες έκδοσης του σχετικού διατάγματος.
Έπεται ότι το ίδιο το διάταγμα διατροφής μπορεί να τύχει ανά πάσα στιγμή επανεξέτασης, ενώ ακόμη και η ρύθμιση της αυτόματης αύξησης του 10% ανά περίοδο 24 μηνών, υπόκειται σε διαφοροποίηση είτε εξ ολοκλήρου, είτε με περιορισμό του ύψους της, εφόσον αιτηθεί προς τούτο ο υπόχρεος διατροφής.
Ο νομοθέτης έχει επίσης προνοήσει ότι όταν υποβληθεί τέτοια αίτηση, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης για την περίοδο των 3 μηνών εντός της οποίας το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφαση του. Η απόφαση δυνατό να έχει και αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του εδαφίου.
Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι η ρύθμιση του άρθρου 38(2) έγινε απλώς για σκοπούς υποβοήθησης της καταβολής της διατροφής χωρίς να παρίσταται ανάγκη συνεχόμενων αιτήσεων για επανακαθορισμό αυτής και ουδαμώς αποστερεί τον υπόχρεο διατροφής από του να αιτηθεί στο Δικαστήριο οποτεδήποτε για να μην ισχύει η αύξηση αυτή, ή, να περιοριστεί το ύψος της. Όλα αυτά εν πάση περιπτώσει πρέπει να ιδωθούν και υπό το φως της εν γένει εξουσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επανεξετάζει, να διαφοροποιεί και, ακόμη, να τερματίζει την ίδια την υποχρέωση διατροφής.
Το άρθρο 38(2) δεν έχει δημιουργήσει κάποιο μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο. Δεν υπάρχει εδώ, η διά νόμου πρόβλεψη περί αναγωγής ορισμένων εννόμων συνεπειών από ορισμένα υποθετικά πραγματικά στοιχεία. Απλώς έχει μεταθέσει το βάρος στον υπόχρεο διατροφής να αποτείνεται εκείνος σε περίπτωση που δεν επιθυμεί την αύξηση αυτή, αύξηση που είναι εν πάση περιπτώσει προς όφελος του δικαιούχου και κυρίως των ανηλίκων τέκνων. Τέτοια μετάθεση βάρους δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα, ούτε σε οποιοδήποτε Νόμο. Ούτε και απαγορεύεται η δικαστική προσβολή της ρυθμίσεως που έχει γίνει, ώστε να είναι αδύνατη η δικαστική προστασία, (Π.Δ. Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Β΄ σελ. 1210-1211, παρ. 1526)».
Τέλος, το Δικαστήριο θεώρησε κατακριτέα την έγερση συνταγματικού θέματος παρεμπιπτόντως, όταν το θέμα της ασυμβατότητας του άρθρου 38(2), τέθηκε, για πρώτη φορά, υπό το πρίσμα της εξέτασης της διάκρισης των εξουσιών.
Ενόψει αυτόν το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία έκρινε ότι το άρθρο 38(2) του Νόμου αρ. 216/90, δεν αντίκειται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Η κρίσης της μειοψηφίας
Ωστόσο υπήρξε και ισχυρή αντίθετη μειοψηφία τεσσάρων Δικαστών, σύμφωνα με τους οποίους, «το Αρθρο 30.2 του Συντάγματος εμπεριέχει, στη ρίζα του, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων ή της ποινικής ευθύνης των πολιτών εναποτίθεται στα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο προκαθορισμός διά νόμου δικαιωμάτων, χωρίς τη δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου και στην απουσία προηγούμενης άσκησης δικαστικής κρίσης, προσβάλλει ευθέως την αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας από τη νομοθετική.
Στην υπό κρίση περίπτωση, η εκ του νόμου αυτόματη αύξηση, κατά συγκεκριμένο μάλιστα ποσοστό και ασχέτως μεταβολής οποιωνδήποτε συνθηκών, συνιστά παραβίαση τόσο του Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, όσο και της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί».
Σύμφωνα, επομένως, με τη μειοψηφία, το άρθρο 38(2) του νόμου 216/90 είναι αντισυνταγματικό, αφού προσκρούει στις διατάξεις του Αρθρου 30.2 του Συντάγματος και στην Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. (δημοσίευση απόφασης: cylaw.com)