Στην Ελλάδα, οι πολιτικοί και οι ιστορικοί επιστήμονες έχουν την τάση να αναπαράγουν μια περίεργη εικονολογία της ελληνικής κοινωνίας, στη διαχρονία ή στη συγχρονία της. Οι μεν την αντιλαμβάνονται ως εκλογικό σώμα, ενώ γύρω από τα αποτελέσματα των ερευνών γνώμης στήνεται κάθε φορά μια επιδερμική συζήτηση για διάφορα γούστα της κοινωνίας, που πάντως μικρή σχέση έχουν με τις βαθιές πολιτισμικές αλλαγές της, σε στιγμές κρίσης. Οι δε την κατανοούν μέσα από τις ηρωικές στιγμές της: στους πολέμους, στις δικτατορίες, στις απεργιακές διεκδικήσεις της. Οι λόγοι γι’ αυτή την ηρωική/αντιστασιακή απεικόνιση της κοινωνίας είναι βαθιά ιδεολογικοί, έχουν νομιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ελληνική ιστοριογραφία αλλά δεν είναι της παρούσης να τους αναλύσουμε. Σημασία έχει ότι κατά αυτό τον τρόπο, η κοινωνική ιστορία μετατρέπεται συχνά σε έναν καμβά απεικόνισης «των κοινωνικών αγώνων υπέρ του δίκαιου και του αδυνάτου».
Ακόμη κι έτσι, πάντως, η «από τα κάτω» θέαση των πραγμάτων παραμένει απαραίτητη, παρότι η χρήση όρων όπως προοδευτικός ή συντηρητικός, είναι ερευνητικά έωλη. Και τούτο διότι, πράγματι, όταν μελετάμε τον κόσμο από τα κάτω, βοηθάμε κάπως αυτός ο κόσμος να λειτουργεί πιο δίκαια. Ομως τι ακριβώς πρέπει να μελετάμε για να ισχύει αυτό; Διότι η ηρωοποίησή της το μόνο που βοηθά να φτιαχτεί είναι μια καρικατούρα της κοινωνίας. Η κοινωνία είναι μια δομημένη αταξία, και σε αυτή την απίθανη περιπλοκότητα τα απλοϊκά σχήματα, θυμάτων και θυτών, δεν έχουν θέση. Ταυτόχρονα, υπάρχει πάντα σε αντίστιξη με το κράτος, είναι ο ωκεανός των ιδιωτικών συμφερόντων έναντι του δημοσίου συμφέροντος το οποίο θεωρητικά προασπίζεται αυτό το τέρας του Λεβιάθαν, που είναι μαζί καταπιεστικό και χρήσιμο.
Εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη συνεισφορά του Δ.Α. Σωτηρόπουλου, ενός πολιτικού επιστήμονα με κλίση στη διεπιστημονική εποπτεία των θεμάτων του. Ο Δ.Σ. μελετά φυσικά εδώ και χρόνια την εξέλιξη της κοινωνίας των πολιτών στην ελληνική περίπτωση, παρότι δεν είναι ο πρώτος με αυτό το ενδιαφέρον. Εχοντας πλήρη εξοικείωση με τη σχετική διεθνή συζήτηση, ενδιαφέρεται ειδικά στην ελληνική περίπτωση να εξετάσει την κοινωνία πολιτών χωρίς εξιδανίκευση, από την οποία υποφέρει αρκετά η ίδια. Κατανοεί, π.χ., ότι εκεί εντάσσονται κάλλιστα και οργανώσεις που δεν είναι «προοδευτικές» όπως μια παραθρησκευτική σέκτα ή ένα νεοναζιστικό κλαμπ. Αν είμαστε συνεπείς, πρέπει να τα εξετάσουμε όλα αυτά, χωρίς ιδεολογικούς αποκλεισμούς. Κρισιμότερο ωστόσο είναι για εκείνον κάτι άλλο: η σχέση που αναπτύσσει το ελληνικό κράτος με τις κοινωνικές αυτές συσσωματώσεις που προωθούν δημοσίως κάποια υπόθεση ευρύτερου ενδιαφέροντος.
Ετσι, ενώ δεν αμφισβητεί το παλιό συμπέρασμα ότι η ελληνική κοινωνία των πολιτών είναι σχετικά αναιμική με βάση και το ευρωπαϊκό συγκριτικό πλαίσιο –παρότι σπεύδει να εξηγήσει ότι είναι περισσότερο ισχυρή από ό,τι ίσως πιστεύαμε– εκείνο που έχει μεγαλύτερη πρωτοτυπία είναι η διαπίστωσή του πως εξίσου αδύναμο είναι και το ελληνικό κράτος. Ενώ δηλαδή αυτό μπορεί να είναι ισχυρό από άποψη δεσποτική (ανάλογα βέβαια με την ιστορική περίοδο), αποδεικνύεται σαφώς πιο αδύναμο σε ό,τι αφορά την επιτέλεση των συντονιστικών καθηκόντων του. Κατά συνέπεια, η διαχείριση των διαφόρων αιτημάτων των ομάδων συμφερόντων και των συνδικάτων, ιδίως στη μεταπολίτευση, δεν υπήρξε το δυνατό του σημείο. Υποτάχθηκε σε αυτά, μέσα από ένα παρασκηνιακό παιχνίδι στρεβλής συναλλαγής. Αντίθετα, τείνει να αδιαφορεί για τον πραγματικό διάλογο και τη διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών χάνοντας έτσι την ευκαιρία να επωφεληθεί από την τεχνογνωσία και τη νομιμοποίηση μιας δημόσιας πολιτικής που προωθεί. Αυτό, ορισμένες φορές εξηγεί και την αστοχία πολλών μεταρρυθμίσεων, όπως και άλλες φορές, τον μικρό βαθμό αποδοχής τους από τους κυβερνώμενους.
Βεβαίως, οι Ελληνες πολίτες δεν είναι χωρίς μερίδιο ευθύνης. Πρώτα και κύρια, η δική τους συμμετοχή στις ομάδες της κοινωνίας των πολιτών συνήθως περιορίζεται στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, και τούτο για τη διεκδίκηση συχνά αντικοινωνικών αιτημάτων από το κράτος. Ο συντεχνιακός αυτός κατακερματισμός των συμφερόντων γίνεται ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα εξαιτίας της διείσδυσης των πολιτικών κομμάτων σε αυτές τις οργανώσεις, και την ποδηγέτησή τους με βάση προτεραιότητες κομμάτων που είναι κρατικιστικά. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια παλιά ιστορική κληρονομιά που εξηγείται από τη ροπή της ελληνικής κοινωνίας στον οικογενειακό ατομισμό, στις στρατηγικές πελατειακής ένταξης στο σύστημα προνομιούχων που αυτός ακολουθεί, και στην κουλτούρα ανομίας που επίσης αυτός συνεπάγεται.
Οι δύο εκδοχές
Αλλαξε, άραγε, κάτι με την κρίση, αναρωτιέται ο συγγραφέας. Ναι και όχι είναι η απάντηση. Γεγονός είναι πως αν επικεντρωθούμε στην άτυπη κοινωνία των πολιτών, η κρίση ενίσχυσε την παρουσία της είτε στο πεδίο της προώθησης προνοιακών δράσεων, όσο το κράτος πρόνοιας αποδυναμωνόταν, είτε και στο επίπεδο της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Και στις δύο αυτές εκδοχές της υπήρξαν, ωστόσο, κάποια καινούργια στοιχεία. Στις μεν προνοιακές δράσεις εκδηλώθηκε από την πλευρά τους μια συνειδητή άρνηση της εμπλοκής του κράτους σε αυτές, σημάδι ενός υγιούς «αντικρατισμού» σε ένα πεδίο που το κράτος μονοπωλούσε για δεκαετίες. Στη δε κοινωνική διαμαρτυρία, από τους Αγανακτισμένους μέχρι τον αντιμεταναστευτικό ακτιβισμό της ακροδεξιάς, αναδύθηκε μια αντιδημοκρατική κοινωνία των πολιτών (uncivil society) που μέχρι το 2014 τουλάχιστον, όπου και ανακόπηκε κάπως, έδειχνε να αναπτύσσει μια δυναμική με άγνωστο ταβάνι.
Απέναντι στο τελευταίο, ο συγγραφέας δείχνει πολύ προβληματισμένος. Και είναι εδώ που ο επιστήμονας συναντά τον διανοούμενο και τις αγωνίες του. Ενας ερευνητής που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της επιστημονικής του δουλειάς, υποστηρίζοντας τη σημασία της ανάπτυξης μιας ισχυρής κοινωνίας των πολιτών σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι μια δημοκρατία σε κρίση σημαίνει ότι την ίδια στιγμή νοσεί και μέρος της κοινωνίας των πολιτών της. Και ότι, όπως ακριβώς η αναιμική παρουσία της τελευταίας δεν επέτρεπε στη δημοκρατία να θωρακιστεί περαιτέρω στα χρόνια της ανάπτυξης, έτσι και η αντιδημοκρατική της ενίσχυση στα χρόνια της καθίζησης θέτει επιπρόσθετα εμπόδια στην υπέρβαση της παρακμής. Εχει δίκιο συνεπώς ο Δ.Σ. να δίνει τόση σημασία στην «από τα κάτω» θέαση. Αυτό είναι το θερμόμετρο των σύγχρονων δημοκρατιών, εκεί αντιλαμβάνεται κανείς τις παθογένειές τους. Και δεν πρέπει άλλο να τις κρύβουμε.
Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».