Είχαν περάσει μόλις δύο ημέρες από τη σφαγή των αμάχων. Σχεδόν όλοι οι άρρενες κάτοικοι των Καλαβρύτων είχαν σκοτωθεί, σπίτια είχαν λεηλατηθεί και πυρποληθεί από τη δική του μεραρχία σε αντίποινα για την εκτέλεση Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ. Στις 15 Δεκεμβρίου 1943, όμως, ένας Γερμανός λοχίας της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, στην επιστολή που έγραφε από την Κόρινθο για την οικογένειά του μιλούσε για τον καιρό: «Κάνει ακόμα πολύ ζέστη εδώ, όπως σ’ εμάς το καλοκαίρι. Μπορούμε να πηγαίνουμε για μπάνιο στη θάλασσα ακόμα κάθε μέρα (…)».
Ούτε στις επόμενες γραμμές περιέγραφε άμεσα τα πρόσφατα γεγονότα στην Πελοπόννησο. «Εχουν φερθεί πολύ άσχημα και οι αεροπόροι στο Βερολίνο και στο Μάνχαϊμ· οι καημένοι πολίτες. Ενας πόλεμος κατά των ανυπεράσπιστων γυναικών και των αθώων παιδιών· αυτό δεν είναι πια πόλεμος, αλλά γενοκτονία (…)» σημείωνε, αναφερόμενος σε συμμαχικούς βομβαρδισμούς στη Γερμανία. Το Μάνχαϊμ, όμως, είχε πληγεί τρεις μήνες νωρίτερα, τη νύχτα της 5ης προς 6ης Σεπτεμβρίου.
Αυτό είναι ένα από τα πολλά αποσπάσματα στρατιωτικής αλληλογραφίας που έχει μελετήσει ο ιστορικός Βαλεντίν Σνάιντερ ως πηγές στην έρευνά του για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα. Οι επιστολές –παρά την πιθανή αυτολογοκρισία των συντακτών τους– αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο για τον 34χρονο Γερμανό ιστορικό. Μέσω αυτών επιχειρεί να μάθει περισσότερα για τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των κατοχικών δυνάμεων. «Είναι ένα μέσο για να καταλάβουμε την επίδραση της προπαγάνδας και της ναζιστικής ιδεολογίας στη μάζα και στη συμπεριφορά των ανθρώπων», λέει στην «Κ». «Ενας τρόπος για να διαπιστώσουμε πώς τα στερεότυπα μπορεί πραγματικά να οδηγήσουν σε βία και εγκλήματα».
Δισεκατομμύρια επιστολές διακινήθηκαν μεταξύ των Γερμανών στρατιωτών και των οικογενειών και φίλων τους από το 1939 έως και το 1944, με το 75% όπως παρατηρεί ο Σνάιντερ να είχε σταλεί προς το μέτωπο. Η Βέρμαχτ από την αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε δημιουργήσει την υπηρεσία του «εκστρατευτικού ταχυδρομείου» για να μεταφερθεί οργανωμένα όλος αυτός ο όγκος των γραμμάτων. Οι υπάλληλοι αυτής της υπηρεσίας έφταναν τις 12.000 διασκορπισμένοι σε 400 γραφεία στη Γερμανία και την κατεχόμενη Ευρώπη. Σε κάθε μονάδα του γερμανικού στρατού αντιστοιχούσε ένας μοναδικός αριθμός, οπότε ο αποστολέας αρκούσε να σημειώσει το όνομα του στρατιώτη και το συγκεκριμένο νούμερο για να φτάσει το γράμμα στον προορισμό του.
Σήμερα, περίπου 90.000 πρωτότυπες στρατιωτικές επιστολές φυλάσσονται στο Ιδρυμα Μουσείου Ταχυδρομείου και Τηλεπικοινωνίας του Βερολίνου. Αλλη μεγάλη συλλογή με 25.000 επιστολές βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης στη Στουτγκάρδη. Υπάρχουν βέβαια και γράμματα που παραμένουν στα χέρια οικογενειών. Τα τελευταία χρόνια, όμως, όπως διαπιστώνει και ο Σνάιντερ, κάποιοι διαθέτουν αυτά τα τεκμήρια –ακόμη και οικογενειακά άλμπουμ– προς πώληση στο Ιντερνετ, σε μια προσπάθεια να διαγράψουν κάθε σύνδεση του ονόματός τους με το ναζιστικό παρελθόν.
Οι επιδράσεις της ναζιστικής ιδεολογίας
Σε επιστολές που είχαν σταλεί από την κατεχόμενη Ελλάδα, ο Σνάιντερ διαπιστώνει πως Γερμανοί στρατιώτες είχαν επηρεαστεί από τη ρατσιστική ιδεολογία περί φυλετικής καθαρότητας. «Σήμερα είναι οχτώ μέρες που είμαστε στο καινούργιο περιβάλλον. Πάντως φανταζόμουν αλλιώς την πόλη. Τα πάντα είναι βρώμικα και λιγδιάρικα. Δεν είναι μια πόλη σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια. Είναι έντονα παρούσα η Ανατολή», γράφει σε επιστολή του από την Αθήνα στις 29 Σεπτεμβρίου 1942 Γερμανός δεκανέας. «Οι σημερινοί Ελληνες δεν είναι αυτοί του καιρού του Περικλή, του Λεωνίδα, αλλά ένας ανακατεμένος λαός, που το μόνο κοινό που έχει με τους αρχαίους Ελληνες είναι η γραφή, η γλώσσα και η χώρα», σημειώνει σε επιστολή του στις 6 Ιουνίου 1941 Γερμανός γιατρός, μέλος του Συντάγματος Πυροβολικού 79 της 1ης Ορεινής Μεραρχίας. Σε άλλες επιστολές που μελέτησε ο Σνάιντερ παρατήρησε αρκετές αναφορές στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας και στα απομεινάρια του αρχαίου πολιτισμού.
Και ο λιμός τον χειμώνα του 1941-42 πάντως αντανακλάται σε επιστολές στρατιωτικών. Κάποιοι προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει. «Εχεις ακούσει για την έλλειψη τροφίμων στην Ελλάδα; Στην Αθήνα πεθαίνουν κάθε μέρα διακόσια άτομα από λιμοκτονία. Αυτό είναι γεγονός! Πέφτουν στον δρόμο! Καταστροφή!» γράφει στη γυναίκα του Γερμανός υπολοχαγός.
Οι ίδιες εικόνες όμως ενοχλούν συμπατριώτη του. «Ο ελληνικός λαός, κάποτε ένας λαός πολιτισμού που τον θαύμαζε όλος ο κόσμος, είναι σήμερα ένας λαός σαλτιμπάγκων και απατεώνων. Η ζωή στους δρόμους εκτός από τα κέντρα των μικρών πόλεων, απερίγραπτη. Διαμερίσματα της μιζέριας, πιο φρικτά σχεδόν από τη Ρωσία. Στους δρόμους περπατάνε άνθρωποι στους οποίους μπορούμε να δούμε ότι οι ώρες τους είναι μετρημένες. Οταν περπατάς 200 μέτρα στον δρόμο, σίγουρα θα βρεις έναν άνθρωπο που ζει τις τελευταίες στιγμές του. Δεν υπάρχει οίκτος σε τέτοια περίπτωση. Ετσι το θέλανε, αυτοί οι άνθρωποι ως εθνική ενότητα. Σου κλέβουν τα πράγματα από πάνω σου μέρα μεσημέρι. Ζητιάνοι και μαυραγορίτες σε ενοχλούν και γίνονται μαρτύριο, μόνο με βία μπορείς να ξεφορτωθείς αυτό τον λαό που βρωμάει σκόρδο», γράφει Γερμανός στρατιώτης σε επιστολή του στις 9 Ιανουαρίου 1942.
Σαν επίλυση γρίφου
Ο ιστορικός Βαλεντίν Σνάιντερ παρομοιάζει τη διαδικασία ανάγνωσης κάποιων επιστολών με επίλυση γρίφου. Για ένα γράμμα επτά σελίδων χρειάστηκε επτά ημέρες δουλειάς μέχρι να κατανοήσει τον γραφικό χαρακτήρα. Υπάρχουν όμως και άλλα πολύτιμα σημάδια που μπορεί να οδηγήσουν σε συμπεράσματα για τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφεται μια επιστολή. Οπως έχει παρατηρήσει ο Σνάιντερ ένα γράμμα που έχει συνταχθεί με μολύβι ή ξυλομπογιά σε σελίδες σημειωματαρίου «υποδεικνύει την έλλειψη γραφικής ύλης και την ανασφαλή κατάσταση του συντάκτη». Μια επιστολή όμως γραμμένη σε γραφομηχανή ή με πένα δείχνει ότι ο συντάκτης απείχε από το μέτωπο ή τη δράση.
Γράμμα για την ανάγνωση του οποίου χρειάστηκε κόπος.
Οπως εξηγεί ο Γερμανός ιστορικός, όσα έχει διαβάσει δεν αποτυπώνουν την πλήρη εικόνα στην κατεχόμενη Ελλάδα – είναι άλλωστε τεράστιος ο όγκος των δεδομένων που δεν έχουν ακόμη αναγνωστεί. Ανάλογα με τον συντάκτη τα γράμματα κινούνται μεταξύ μίσους, θαυμασμού και αδιαφορίας για τον κατεχόμενο λαό. Αρκετά γράμματα απλά περιγράφουν μια μονότονη καθημερινότητα ή συναναστροφές με τον ντόπιο πληθυσμό καθώς παίζει ρόλο και σε ποιον απευθύνονται κάθε φορά οι συντάκτες (συζύγους, συγγενείς). Γι’ αυτό και ο ιστορικός προσπαθεί να προβεί σε προσωπογραφική ανάλυση των συντακτών, αναζητώντας το οικογενειακό υπόβαθρο, το μορφωτικό επίπεδο, την ηλικία, τον τόπο καταγωγής.
Η στρατιωτική αλληλογραφία περνούσε τότε από δειγματοληπτικό έλεγχο για να διαπιστωθεί ότι δεν περιέχονταν μυστικά που θα μπορούσαν να καταλήξουν στα χέρια αντιπάλων. Γι’ αυτό και σε κάποιες ή αρκετές περιπτώσεις μπορεί να υπήρχε και αυτολογοκρισία. Ισως για τον ίδιο λόγο, ο κ. Σνάιντερ παρατήρησε ότι στις επιστολές που έχει μελετήσει μέχρι στιγμής δεν γίνεται αναφορά σε εκτελέσεις ή άλλα εγκλήματα πολέμου. Εκτός από γράμματα Γερμανών στρατιωτών στη Γαλλία στα οποία ο ιστορικός διάβασε βάναυσες περιγραφές για σφαγές μαύρων στρατιωτών που είχαν σταλεί για να πολεμήσουν από τις γαλλικές αποικίες.
Ο Σνάιντερ γεννήθηκε στη Δυτική Γερμανία και σε ηλικία 12 ετών μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Νορμανδία. Εκεί εκτέθηκε για πρώτη φορά τόσο έντονα στις αναμνήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ιστορικός Βαλεντίν Σνάιντερ.
Σπούδασε Ιστορία, πραγματοποίησε έρευνες στη Γαλλία και τα τελευταία τέσσερα χρόνια συνεχίζει τη δουλειά του στην Ελλάδα όπου έχει εγκατασταθεί. Η στρατιωτική αλληλογραφία είναι μία από τις πηγές που μελετά καθώς αξιοποιεί και στρατιωτικά αρχεία, επίσημα έγγραφα και άλλα ντοκουμέντα της εποχής.
Πρόσφατα, σε μια από τις επισκέψεις του στο πλαίσιο της έρευνάς του στο γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου αντίκρισε μεταξύ χιλιάδων επιγραφών ένα απρόσμενο όνομα χαραγμένο σε επιτύμβια στήλη: «Κωνσταντίν Αθανασίου». «Ηταν Ελληνας που είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία, παντρεύτηκε εκεί και φαίνεται από τα αρχεία ότι είχε εκπαιδευθεί στη γερμανική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών», λέει ο ιστορικός.
Η πλάκα με το ελληνικό όνομα.
Στα αρχεία αναφέρεται ότι ο Αθανασίου πέθανε τον Ιούλιο του 1944 από σκωληκοειδίτιδα. Για την ώρα δεν έχουν γίνει γνωστά άλλα στοιχεία για το ρόλο του και την αποστολή του στην Ελλάδα. Ο Σνάιντερ όμως σκοπεύει να μάθει περισσότερα.