Απόφαση 3 / 2017 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ασπασία Καρέλλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό – Εισηγητή, Γεώργιο Λέκκα, Ειρήνη Καλού, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα, Σοφία Καρυστηναίου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Μαρία Νικολακέα, Αβροκόμη Θούα, Νικήτα Χριστόπουλο, Ιωάννη Φιοράκη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Γεώργιο Μιχολιά, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αγγελική Τζαβάρα, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Νικόλαο Τσάκο, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Θεόδωρο Τζανάκη, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Παπασωτηρίου, Νικόλαο Πιπιλίγκα και Γεώργιο Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (κωλυομένης της Εισαγγελέως Ξένης Δημητρίου – Βασιλοπούλου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – καλούσας: Μ. Μ. του Β., κατοίκου …, ατομικά και ως καθολικής διαδόχου και μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του Β. Μ. του Σ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Χατζόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αργυρώ Γρατσία – Πλατή, Γεώργιο Μανουσάκη και Βασίλειο Κούρτη, που κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/4/2002 αγωγή αποζημίωσης της ήδη αναιρεσείουσας και του ήδη αποβιώσαντος Β. Μ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η 23829/2004 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και η 243/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια ασκήθηκαν οι από 29/5/2006 δύο ανακοπές επί της από 16/5/2006 επιταγής προς πληρωμή του ήδη αναιρεσιβλήτου (με αρ. κατάθεσης …/2006 και …/2006), που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3317/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5038/2010 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 17/6/2012 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 630/2015 απόφαση του Α’ 1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον δεύτερο λόγο, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της από 17/06/2012 αίτησης για αναίρεση της 5038/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Mε την από 20/7/2015 κλήση της αναιρεσείουσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Καλαματιανός ανέγνωσε την από 30/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο ανωτέρω παραπεμφθείς στην Ολομέλεια δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης της Μ. Μ., να αναιρεθεί η 5038/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ανωτέρω Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η απόφασή αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο στο οποίο δεν θα λάβουν μέρος οι δικαστές που δίκασαν προηγουμένως. Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους του αναιρεσιβλήτου, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Kατά την 16η Μαρτίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες η Αντιπρόεδρος Δήμητρα Μπουρνάκα και ο Αρεοπαγίτης Νικόλαος Τσάκος, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί..
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθ. 630/2015 ομόφωνη απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β’ του Κ.Πολ.Δ. και 23 παρ. 2 εδ. γ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), ο δεύτερος από το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγος της από 17-6-2012 αίτησης της Μ. Μ. του Β. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5038/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, αφού απορρίφθηκαν οι λοιποί λόγοι του αναιρετηρίου, γιατί με το λόγο αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και συγκεκριμένα το ζήτημα εάν η ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 489/1976 (π.δ. 237/1986), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το όρθρο 3 παρ.3 του ν. 2837/2000, με την οποία καθιερώνεται για το ανακόπτον ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ επιτόκιο 6% για τους πάσης φύσεως τόκους που υποχρεούται να καταβάλει στους δανειστές του, είναι ή όχι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ 1, 2 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και την ήδη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ( άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας. Η υπόθεση νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την. από 20-7-2015 κλήση της αναιρεσείουσας.
Στην προκειμένη περίπτωση, από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και από τα παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., ελεγχόμενα διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τις από 29-5-2006 δύο ανακοπές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που στρέφονταν, η μία κατά της ήδη αναιρεσείουσας και η άλλη κατά του, ήδη θανόντος συζύγου της Β. Μ., του οποίου αυτή είναι καθολική διάδοχος, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, το εν λόγω ανακόπτον ζήτησε την ακύρωση των από 16-5-2006 επιταγών προς πληρωμή των καθ’ ών εναντίον του, που είχαν συνταχθεί κάτω από αντίγραφο εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της 243/2006 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επί των εν λόγω ανακοπών εκδόθηκε η 3317/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχαν γίνει εν μέρει δεκτές και είχαν ακυρωθεί κατά ένα μέρος οι προαναφερθείσες επιταγές προς πληρωμή, και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από την …/8-4-2009 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας και του, θανόντος την 6-6-2011, συζύγου της, η αναιρεσιβαλλόμενη 5038/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση.
Με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης, που η ηττηθείσα εκκαλούσα-καθ’ ής άσκησε για τον εαυτό της και ως καθολική διάδοχος του συζύγου της, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, παραπέμφθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, με την ως άνω απόφαση του ΑΙ Πολιτικού Τμήματος, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το δικάσαν Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγου αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση και ειδικότερα για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 π.δ. 237/1986, την οποία δεν έπρεπε να εφαρμόσει, διότι έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ 1, 2 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το όρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και την ήδη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.
Με το v. 489/1976, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 01-01-1978 (ήδη π.δ. 237/1986) καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης, με σκοπό την πληρέστερη ικανοποίηση των ζημιωθέντων από ατύχημα. Η ύπαρξη φερέγγυου ασφαλιστή αποτελεί μια ισχυρή εγγύηση για την εξασφάλιση των θυμάτων από αυτοκινητικά ατυχήματα, με βάση τις διατάξεις του ν. 489/1976, η οποία όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ζημιογόνο αυτοκίνητο δεν είναι ασφαλισμένο, ο ευθυνόμενος κατά νόμο για το ατύχημα είναι άγνωστος, υπάρχει αποκλεισμός ευθύνης του ασφαλιστή γιατί το ατύχημα προκλήθηκε από πρόθεση του αντισυμβαλλομένου ή του ασφαλισμένου ή ο ασφαλιστής κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μειώνονται οι πιθανότητες του ζημιωθέντος για αποζημίωση. Έτσι, προς αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών, με το άρθρο 16 του ν. 489/1976 συνεστήθη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων”, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορίου (άρθρο 16), σκοπός του οποίου είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα στις αναφερόμενες στο άρθρο 19 περιπτώσεις (άρθρο 17), δηλαδή όταν αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο, ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που προκάλεσε από πρόθεση το ατύχημα, ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παράβασης νόμου. Κατά το άρθρο 18 του νόμου αυτού “1. Μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ. στ’ του παρόντος, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας εφόσον τα αυτοκίνητά τους εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου.3 του νόμου αυτού.” Κατά δε το άρθρο 20 παρ. 3 του ίδιου νόμου “Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου εκδιδομένης κατά μήνα Δεκέμβριον εκάστου έτους και δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ΤΑΕ και ΕΠΕ) καθορίζεται κατά λόγον της εισφοράς εκάστου μέλους, ο αριθμός των κατά το επόμενον έτος διατιθεμένων υπ’ αυτών εν τη συνελεύσει ψήφων.”. Με το άρθρο 19 παρ. 2 εδ.β’ του ως άνω νόμου, που προστέθηκε με το όρθρο 10 παρ. 5 περ.θ’ του ν. 2741/1999 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2837/2000 ορίσθηκε ότι “Οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως”. Η ίδια ρύθμιση επαναλήφθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 εδ.στ’ παρ. 5 του νεότερου νόμου 4092/2012. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008). Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ, οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, που επίσης κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους”. Οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. Στην, κατά τα ανωτέρω, προεκτεινόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά” (Ολ.Α.Π. 31/2007, Ολ.Α.Π. 40/1998). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (Ολ. Α.Π. 12/2013, Ολ. Α.Π. 4/2012, αναφορικά με το Ν.Π.Ι.Δ. της Ε.Ρ.Τ., της οποίας αποκλειστικός μέτοχος ήταν το Δημόσιο και η οποία έχει ως έσοδα και έκτακτες επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, Ολ. Α.Π. 5/2011, που αφορά στην Ο.Λ.Π. Α.Ε.). Κατά συνέπεια και οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους άλλους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση α) με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Ε.Κ. ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, β) με την διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του δανειστή του Ε.Κ. (στην προκειμένη περίπτωση της αναιρεσείουσας), χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, δοθέντος ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου, δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον, και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλουν ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός, ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που επιτελεί μεν κοινωνικό έργο αλλά είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015) και γ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (Ολ. Α.Π. 4/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση το ανακόπτον (“Επικουρικό Κεφάλαιο”), με τον δεύτερο λόγο της ένδικης κατά της Μ. Μ. ανακοπής του ισχυρίσθηκε ότι η καθ’ ής με την προρρηθείσα από 16-5- 2006 επιταγή προς πληρωμή παράνομα το επιτάσσει να της καταβάλει το ποσό των 11.277,03 ευρώ για τόκους κεφαλαίου για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής (17-9-2002) μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή (16-5-2006), αφού οι τόκοι που το ανακόπτον Ν.Π.Ι.Δ. οφείλει στην καθ’ ής για την αιτία αυτή δεν υπερβαίνουν το ποσό των 6.601,18 ευρώ, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2837/2000, καθιερώνεται για το ανακόπτον επιτόκιο 6% ετησίως, με βάση το οποίο έπρεπε να υπολογιστούν οι τόκοι από την καθ’ ής και όχι με επιτόκιο 12%, όπως αυτή τους υπολόγισε. Ομοίως, με τον αντίστοιχο λόγο της ένδικης κατά του Β. Μ. ανακοπής ισχυρίσθηκε και πάλι το ανακόπτον, ότι μη νόμιμα επιτάσσεται με την προρρηθείσα επιταγή προς πληρωμή από τον καθ’ ού να του καταβάλει το ποσό των 20.973 ευρώ για τόκους του επιδικασθέντος σ’ αυτόν κεφαλαίου των 42.595 ευρώ για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, καθώς και το ποσό των 8.427,05 ευρώ για τόκους των μηνιαίων επιδικασθεισών παροχών προς αυτόν, αφού, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, οι τόκοι που πράγματι οφείλει το ανακόπτον στον καθ’ ού δεν υπερβαίνουν για μεν το επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 9.385,09 ευρώ, για δε τις μηνιαίες περιοδικές παροχές που ανάγονται στο χρόνο πριν από την άσκηση της αγωγής το ποσό των 1.966,48 ευρώ και γι’ αυτές που ανάγονται στο χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής στο ποσό των 3.051,87 ευρώ και συνολικά για τις μηνιαίες περιοδικές παροχές οι οφειλόμενοι τόκοι δεν υπερβαίνουν το ποσό των 5.018,35 ευρώ. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή έκρινε νόμιμους τους λόγους αυτούς των ανακοπών, με την αιτιολογία ότι μη νόμιμα επιτάσσεται το ανακόπτον να πληρώσει στους καθ’ ών τα προαναφερόμενα ποσά για τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με το ισχύον επιτόκιο του τόκου υπερημερίας που είναι 12%, ενώ σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 4,89/1976, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2837/2000, έπρεπε οι τόκοι που επιτάσσεται το ανακόπτον να πληρώσει στους καθ’ ών με τις άνω επιταγές προς πληρωμή να υπολογισθούν με επιτόκιο 6%. Ακολούθως δε δέχθηκε, ότι η ανακοπτομένη επιταγή της καθ’ ής Μ. Μ. είναι άκυρη για το πέραν των 6.601,38 ευρώ επιτασσόμενο ποσόν των τόκων υπερημερίας, αντίστοιχα δε και η ανακοπτόμενη επιταγή του καθ’ ού Β. Μ. είναι άκυρη όσον αφορά το επιτασσόμενο κονδύλιο των τόκων υπερημερίας του επιδικασθέντος κεφαλαίου για το πέραν των 9.385,09 ευρώ ποσό, όσον δε αφορά τις μηνιαίες περιοδικές παροχές για. το χρονικό διάστημα πριν από την άσκηση της αγωγής για το πέραν των 1.966,48 ευρώ ποσό και για το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής για το πέραν των 3.051,87 ευρώ ποσό, συνολικά δε για τους τόκους των μηνιαίων περιοδικών παροχών η επιταγή του καθ’ ού είναι άκυρη για το πέραν των 5.018,35 ευρώ επιτασσόμενο ποσό, κρίνοντας περαιτέρω ότι ο ισχυρισμός των καθ’ ών περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3 παρ, 3 του ν. 2837/2000, με τον οποίο προβλέπεται για την επίδικη περίπτωση επιτόκιο 6% είναι απορριπτέος ως. νομικά αβάσιμος, όπως έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τα ίδια, και απορρίπτοντας κατόπιν αυτών, ως αβάσιμο τον σχετικό όγδοο λόγο της έφεσης των καθ’ ών, με τον οποίο επαναφέρθηκε ο περί αντισυνταγματικότητας της άνω διάταξης ισχυρισμός τους. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ήτοι εφαρμόζοντας την, μη εφαρμοστέα κατά τα ανωτέρω, ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 489/1976 (ήδη π.δ. 237/1986), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2837/2000, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559. Κ.Πολ.Δ., όπως βάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον παραπεμφθέντα δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, ο οποίος συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 5.038/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του Αρεοπαγίτη Πιπιλίγκα Νικολάου, είναι αβάσιμος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ παραπεμφθείς στην πλήρη Ολομέλεια δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στη προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η πλημμέλεια ότι εσφαλμένως εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 εδ. β του Ν. 489/1976 (Π.Δ/μα), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ.3 του Ν. 2837/2000, με την οποία ορίσθηκε για το αναιρεσίβλητο ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ποσοστό επιτοκίου 6% για τους πάσης φύσεως τόκους που υποχρεούται να καταβάλει στους δανειστές του, αν και δεν έπρεπε να την εφαρμόσει, ως αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 2 και 20 παρ.1 του Συντάγματος, του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ για τη προστασία της περιουσίας, του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και προς την αρχή της αναλογικότητας που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι λαμβανομένου υπόψη του επικουρικού χαρακτήρα της παρέμβασης του “Επικουρικού Κεφαλαίου” με την έννοια ότι το τελευταίο αποτελεί οργανισμό που προεχόντως ιδρύθηκε από τον νόμο χάριν του ζημιωθέντος τρίτου στις προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, στις οποίες οι αξιώσεις του παθόντος δεν είναι αρκούντως εξασφαλισμένες στην ικανοποίηση τους κατά του υπόχρεου ή υπευθύνου για το τροχαίο ατύχημα και συνακόλουθα εξυπηρετούντος σκοπού γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, της φύσης αυτού ως μηχανισμού “διόρθωσης” της αγοράς, ο οποίος οφείλει ως εκ τούτου να περιορίζει την παρέμβαση του στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, ενώ η διεκδίκηση αποζημίωσης από αυτό δεν στερεί τον δικαιούχο από την δυνατότητα να στραφεί αυτοτελώς χωρίς όριο κατά του υπαιτίου ή οποιουδήποτε άλλου ευθυνόμενου, του ότι η αξίωση καταβολής τόκων δεν καταργείται ολοσχερώς, αλλά απλώς τίθεται ένα σταθερό όριο του ποσοστού αυτού και κατά συνέπεια δεν επέρχεται στέρηση, αλλά περιορισμός της αξίωσης καταβολής τόκων, του επιδιωκομένου με την πιο πάνω ρύθμιση σκοπού της διασφάλισης της βιωσιμότητας του “Επικουρικού Κεφαλαίου” και της ορθολογικής διαχείρισης των πόρων του με την κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των αξιώσεων των ίδιων των θυμάτων, σε συνδυασμό με την πραγματική διαπίστωση ότι οι αξιώσεις αυτές είναι απρόβλεπτες, εξαρτώμενες από τον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων για τα οποία δεν υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη και τη σοβαρότητα αυτών, του μεγάλου αριθμού των κυκλοφορούντων ανασφάλιστων για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη οχημάτων ιδίως κατά την παρούσα περίοδο της οικονομικής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα και των μεγάλων καθυστερήσεων που παρατηρούνται για τη τελεσίδικη εκδίκαση των σχετικών διαφορών, ο από το νόμο προβλεπόμενος περιορισμός του ύψους του επιτοκίου στο σταθερό ποσοστό του 6%, περιορισμός που επιτρέπει στο “Επικουρικό Κεφάλαιο” να προσδιορίσει στους προϋπολογισμούς του, έστω και κατά προσέγγιση, το ύψος των υποχρεώσεων αυτού για την καταβολή τόκων και συνακόλουθα να προβαίνει στην ορθολογική διαχείριση των πόρων του χωρίς να βαρύνεται υπερβολικά με υποχρεώσεις προς καταβολή τόκων και χωρίς να δημιουργούνται κίνδυνοι για την σε βάθος χρόνου βιωσιμότητα αυτού, συνιστούν επαρκείς λόγους γενικότερου κοινωνικού, αλλά και δημοσίου συμφέροντος, που καθιστούν την κατά άνω διαφοροποίηση συνταγματικώς ανεκτή, με συνέπεια να μην παραβιάζεται η από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος αρχή της ισότητας, ούτε η διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού ο περιορισμός αυτός δεν επιφέρει στέρηση ή κατάργηση περιουσιακών δικαιωμάτων, αλλά προβλεπόμενο με διάταξη νόμου θεμιτό κατά τα ήδη προαναφερθέντα περιορισμό αυτών, ούτε η σχετική ρύθμιση να αντίκειται στην από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το μέτρο αυτό υπό τις προμνησθείσες περιστάσεις που επέβαλαν τη θέσπισή του, τυγχάνει πρόσφορο (κατάλληλο) για τη πραγμάτωση του προαναφερθέντος σκοπού, αναγκαίο αφού επάγεται ελάχιστο περιορισμό επί της παρεπομένης αξίωσης του δικαιούχου προς καταβολή τόκων και δεν θίγει την αξίωση αυτού κατά κεφάλαιο και αναλογικό, αφού τελεί σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από το ότι έχει δοθεί αντίθετη νομολογιακά λύση σε άλλους φορείς του δημοσίου τομέα, όπως η ΕΡΤ ή ο ΟΛΠ, λόγω του κατά τα άνω διαφορετικού αντικειμένου της δραστηριότητας του “Επικουρικού Κεφαλαίου” ως οργανισμού επικουρικής ασφάλισης για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από τη πρόκληση τροχαίων ατυχημάτων, του οποίου το ύψος των οφειλών είναι απρόβλεπτο σε σχέση με τα εν λόγω νομικά πρόσωπα που έχουν συγκεκριμένες δραστηριότητες, ενώ η διαφοροποίηση αυτή δεν επηρεάζεται από το εάν πρόκειται για φορείς που ανήκουν ή όχι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Τέλος δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, διότι η ρύθμιση αυτή που προσδιορίζει το ποσοστό του τόκου σε ορισμένο ύψος δεν αποκλείει τη πρόσβαση των θιγομένων από αυτήν στα Δικαστήρια. Από τη διάταξη του άρθρου 580§3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4139/2013, προκύπτει ότι αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκαση της, ιδίως αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση .Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον έγινε δεκτός ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, που δεν είχε απορριφθεί και παραπέμφθηκε, δεν υπάρχει στάδιο περαιτέρω εκδίκασης της υπόθεσης.
Συνεπώς, επιβάλλεται, αφού κρατηθεί η υπόθεση, να γίνει δεκτή η έφεση της αναιρεσείουσας, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη υπ’ αρ. 3317/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εσφαλμένως είχε κάνει δεκτούς τους προδιαληφθέντες λόγους των ανακοπών και να απορριφθούν οι κρινόμενες ανακοπές. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179,183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 5038/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση
Δέχεται κατ’ ουσίαν την υπ’ αρ. εκθ.καταθ. …/2009 έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 3317/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει τις υπ’ αριθ. 98246/5967/2006 και 98271/5971/2006 ανακοπές.
Απορρίπτει τις ανακοπές.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2017.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Απριλίου 2017. Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ TAKTIKH ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α’ Σύνθεσης: Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Μαρία Νικολακέα – Εισηγήτρια, Ιωάννη Φιοράκη, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Παπασωτηρίου και Γεώργιο Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (κωλυομένης της Εισαγγελέως Ξένης Δημητρίου – Βασιλοπούλου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος – καθού η κλήση: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού εκ του νόμου διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕ”, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανεκλήθη οριστικώς από την κατά νόμο Ανεξάρτητη Αρχή με την επωνυμία “Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης” (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αργυρώ Γρατσία – Πλατή, Βασίλειο Κούρτη και Γεώργιο Μανουσάκη, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων – καλούντων: 1)Ε. χας Θ. Ν., το γένος Δ. Σ., 2)Σ. Ν. του Ε., 3)Σ. Ν. του Ε., 4)Μ. Ν. του Ε., όλων κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Βρεττό και οι 1η και 2η εκπροσωπήθηκαν επίσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Κλάππα, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Του προσθέτως υπέρ του αναιρεσείοντος παρεμβαίνοντος: Σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ”, που εδρεύει στην… και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ρόκα, που κατέθεσε προτάσεις.
Των προσθέτως υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβαινόντων: 1)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”, που εδρεύει στην… και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε ο πρόεδρός του δικηγόρος Νικόλαος Παπάκος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, 2)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – (ΔΣΘ)”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε ο πρόεδρός του δικηγόρος Νικόλαος Βελεγράκης, ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Ιωάννη Κοτζαμανίδη, που κατάθεσε προτάσεις, 3) α)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, και β) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ιωάννη Δρόσο και Αλέξανδρο Λεοντόπουλο – Βαμβέτσο, που κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-1-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας και συνεκδικάστηκε με την από 4-6-2009 παρεμπίπτουσα αγωγή της “… ΑΑΕ”, στη θέση της οποίας ήδη έχει υπεισέλθει το αναιρεσείον. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 74/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 345/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 7/1/2014 αίτησή του, καθώς και το σωματείο με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ” με την από 2-1-2015 πρόσθετη παρέμβασή του.
Οι ως άνω προσθέτως παρεμβαίνοντες Δικηγορικοί Σύλλογοι με τις από 12/12/2014, 10/12/2014 και 16/12/2014 πρόσθετες παρεμβάσεις τους αντίστοιχα ζήτησαν όσα αναφέρονται σε αυτές.
Εκδόθηκε η 1025/2015 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος που παρέπεμψε το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των αναφερομένων στο σκεπτικό διατάξεων του Ν. 4092/2012 και τους αντίστοιχους από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. δεύτερο και τρίτο κατά σειρά λόγους της αναίρεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Mε την από 24/12/2015 κλήση των αναιρεσιβλήτων – καλούντων, η υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν κατά σειρά το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους.
Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος κατέθεσαν έγγραφο με το οποίο ζήτησαν να αναβληθεί η έκδοση απόφασης, να παραπεμφθούν τα ανακύπτοντα ζητήματα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μαζί με τον πληρεξούσιο του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνοντος την παραδοχή της αίτησης και της πρόσθετης παρέμβασης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων και των προσθέτων υπέρ αυτών παρεμβαινόντων την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την παραδοχή των προσθέτων παρεμβάσεων τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης.
Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Kατά την 16η Μαρτίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν παρόντες όλοι οι συμμετασχόντες στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008 και συνεπώς το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθ. 1025/2015 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ.5 του Συντάγματος, 563 παρ.2 εδ.β’ του ΚΠολΔ και 23 παρ.2 εδ.γ’ και δ’ του Ν.1756/1988 οι από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της από 7-1-2014 αίτησης του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ” για αναίρεση της υπ’ αριθ.345/2013 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων, εκδοθείσας κατά την διαδικασία για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του(681 Α ΚΠολΔ), αφού απερρίφθησαν οι πρώτος και πέμπτος λόγοι του αναιρετηρίου, διότι το ανωτέρω Τμήμα του Αρείου Πάγου αρνείται κατά πλειοψηφία (τέσσερα προς ένα) να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 4 εδ.γ’ του Ν.4092/2012 ως αντισυνταγματικές, επιφυλασσόμενο να αποφασίσει για τον εναπομείναντα προς έρευνα τέταρτο κατά σειρά λόγο της αναίρεσης. Η υπόθεση νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 24-12-2015 κλήση των αναιρεσιβλήτων.
Στην προκειμένη περίπτωση επί της από 5-1-2009 (αριθ.εκθ.καταθ…./2009) αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων κατά των Ν. Μ., Ε. Μ., οι οποίοι δεν είναι πλέον διάδικοι στην αναιρετική δίκη και της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… AAE”, στην δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε, ως εκ του νόμου διάδοχος αυτής (αρθ.25 παρ.4 Ν.489/1976), το ήδη αναιρεσείον, εξεδόθη η υπ’ αριθ.74/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η ανωτέρω αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα) των ήδη αναιρεσιβλήτων και επιδικάσθηκαν σ’ αυτές ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο συγγενούς τους (συζύγου και αδελφού) ποσά 40.000 ευρώ για την πρώτη (σύζυγο του θανόντος), 25.000 ευρώ για την δεύτερη και 15.000 ευρώ για κάθε μία των λοιπών (αδελφές του θανόντος). Κατά της αποφάσεως αυτής του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκε η από 31-5-2010 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …/2010) έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ “Επικουρικό Κεφάλαιο” και η δια των προτάσεων αντέφεση των εναγουσών, επ’ αυτών δε εξεδόθη η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ.345/2013 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, η οποία αφού απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση, δέχθηκε την αντέφεση και επεδίκασε στις ενάγουσες για την προαναφερθείσα αιτία τα ποσά των 100.000 ευρώ για την πρώτη, 60.000 ευρώ για την δεύτερη και 40.000 ευρώ για κάθε μία από τις τρίτη και τέταρτη των εναγουσών-αντεκκαλουσών, αρνήθηκε δε το ανωτέρω δικαστήριο να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 4 εδ.γ’ του Ν.4092/2012 ως αντίθετες στο Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ΕΣΔΑ.
Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, παραπέμφθηκαν ενώπιον της παρούσης Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την ως άνω απόφαση του Δ’ Τμήματος αυτού προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, συνισταμένη στην από το Εφετείο εσφαλμένη, κατά το αναιρεσείον “Επικουρικό Κεφάλαιο”, ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 εδάφ. γ’ του Ν.4092/2012, με το οποίο αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ΠΔ/τος 237/1986 και με το οποίο τέταρτο άρθρο εισάγονται ποσοτικοί περιορισμοί α)ως προς το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης το οποίο οφείλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο υπεισέρχεται στη δικονομική θέση της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία πτώχευσε ή της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, περιορισμός ο οποίος ισχύει και για τις γεγενημένες ήδη μέχρι του χρόνου ισχύος του ως άνω νόμου αξιώσεις, πλην αυτών για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση (2ος λόγος) και β)ως προς το ποσοστό του οφειλόμενου τόκου, τόσο για το πιο πάνω ποσό, όσο και γενικότερα για την οφειλόμενη από αυτό (Επικουρικό Κεφάλαιο) αποζημίωση (3ος λόγος).
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στην δικάσιμο της 16-1-2015 εμφανίσθηκαν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι α)Αθηνών και Πειραιώς, με το από 16-12-2014 κοινό δικόγραφό τους, β)Πατρών με το από 12-12-2014 δικόγραφο και γ)Θεσσαλονίκης, με το από 10.12.2014 δικόγραφο, οι οποίοι άσκησαν πρόσθετες υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρεμβάσεις, με τις οποίες α) επικαλούμενοι την διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ’ του Κώδικα Δικηγόρων και β) ισχυριζόμενοι ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη και συνακόλουθα του εύρους της εφαρμογής των διατάξεων του. γ” εδαφίου του άρθρου τέταρτου του Ν. 4092/2012, με το οποίο αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ΠΔ/τος 237/1986 και με το οποίο τέταρτο άρθρο εισάγονται ποσοτικοί περιορισμοί α) ως προς το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης το οποίο οφείλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο, που υπεισέρχεται στη δικονομική θέση της ασφαλιστικής εταιρίας η οποία πτώχευσε ή της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, και β) ως προς το ποσοστό του οφειλομένου τόκου, τόσο για το πιο πάνω ποσό όσο και γενικότερα για την οφειλόμενη υπ’ αυτού (Επικουρικού Κεφαλαίου) αποζημίωση, είναι ζητήματα γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν την προστασία κάθε θύματος τροχαίου ατυχήματος, αλλά και των συγγενών αυτού, ζητούν την απόρριψη των δεύτερου και τρίτου κατά σειρά λόγων της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, συνισταμένη στην από το Εφετείο εσφαλμένη – κατά το αναιρεσείον “Επικουρικό Κεφάλαιο” – ερμηνεία και εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων του ως άνω άρθρου 4, εδάφ. γ’ , του Ν. 4092/ 2012.
Επίσης, το μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματείο με την επωνυμία “Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος”, με το από 2.1.2015 δικόγραφο, άσκησε πρόσθετη υπέρ του αναιρεσείοντος Επικουρικού Κεφαλαίου παρέμβαση, με την οποία επικαλούμενο α) ότι μέλη του (παρεμβαίνοντος σωματείου) είναι υποχρεωτικά όλες οι ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν εργασίες ασφάλισης αυτοκινήτων, οι οποίες και επιβαρύνονται δυνάμει του νόμου (άρθρα 18 § 1, 20 § 1 του Ν. 489/1976) με χρηματική εισφορά για την λειτουργία του αναιρεσείοντος και ότι η κατάφαση της συνταγματικότητας και εντεύθεν της εφαρμογής των προαναφερομένων επίμαχων διατάξεων του άρθρου τέταρτου, εδάφ.γ’ , του Ν. 4092/2012 εμφανίζεται ως απολύτως αναγκαία, όχι μόνο για τη σωστή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου αλλά και για την ίδια την επιβίωση αυτού και β) ότι ως εκ τούτου η έκβαση της ανοιγείσας δίκης αφορά τα συμφέροντα του συνόλου των ασφαλιστικών εταιριών – μελών του που ασκούν εργασίες ασφάλισης από ατυχήματα αυτοκινήτων, ζητεί την αποδοχή της αίτησης αναίρεσης. Οι ανωτέρω πρόσθετες παρεμβάσεις κρίθηκαν παραδεκτές και συνεκδικάσθηκαν με την αναίρεση. Ήδη δε όλοι οι προαναφερθέντες προσθέτως παρεμβάντες παρενέβησαν προσθέτως υπέρ των αυτών ως άνω διαδίκων παραδεκτά και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου.
Στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 “περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής” προβλέπεται, ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει… όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση”. Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση του κυρίου ή κατόχου του αυτοκινήτου της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρ. 2 επ. Ν. 489/1976), καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης των προαναφερομένων κυρίου ή κατόχου σε περίπτωση κυκλοφορίας ανασφάλιστου αυτοκινήτου (άρθρ. 12 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983 “Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων” ορίζεται ότι “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1”. Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων” και συντετμημένα “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ”, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου.
Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (άρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Από την νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.ΙΑ για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ.2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ. 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος .
Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012, ο οποίος, σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού, ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας, δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί κατ’ ανώτατο όριο το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση “καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση” και ότι “οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.” Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1” καλύπτεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (Ολ. Α.Π. 9/1993, ΔΕΕ, C-277/12 της 24-10-2013 στην υπόθεση … κατά … AAS). Περαιτέρω, το άρθρο 9 παρ.1 της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ ορίζει επακριβώς ποια είναι τα ελάχιστα αυτά ποσά ασφαλιστικής κάλυψης τα οποία θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση (ΔΕΚ C-348/98 Fereira thw 14-11-2000. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγμα στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Τέλος, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, ορίσθηκε ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς διασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Υπό τα δεδομένα αυτά οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν.4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους. O καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην παρ.4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1”, διάταξη η οποία καλύπτει και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, τo επιβληθέν ανώτατο όριο των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότηση του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών. Εξ ετέρου, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγενημένων αξιώσεων είναι ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 6/2007, Ολ. ΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012 με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου. Ακολούθως, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (Ολ. Α.Π. 12/2013, Ολ. Α.Π. 4/2012). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση 1) με τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτές αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος και 2)με την διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την ανωτέρω ευνοϊκή υπέρ αυτού ρύθμιση επέρχεται βλάβη της περιουσίας του δανειστή το Επικουρικού Κεφαλαίου (στην προκειμένη περίπτωση των αναιρεσιβλήτων) χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλλουν οι ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015). Τέλος, η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (Ολ. Α.Π. 3/2017, Ολ. ΑΠ 4/2012). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δικάζοντας επί της από 31.5.2010 έφεσης (αριθμ. κατ. …/2010) του εκκαλούντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο” και της αντέφεσης που άσκησαν με τις προτάσεις τους οι εφεσίβλητες και ήδη αναιρεσίβλητες κατά της 74/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η από 5.1.2009 (με αριθμ. κατ. …/2009) αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα) των αναιρεσιβλήτων και επιδίκασε σε αυτές χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο συγγενούς τους (συζύγου και αδελφού) ποσά 40.000 ευρώ για την πρώτη, 25.000 ευρώ για τη δεύτερη και 15.000 ευρώ για καθεμία των λοιπών, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση και δέχτηκε την αντέφεση, επιδικάζοντας, αντίστοιχα, 100.000, 60.000, 40.000 και 40.000 ευρώ για την ίδια αιτία. Αρνήθηκε δε να εφαρμόσει τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4092/2012 “ως αντίθετες στο Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ΕΣΔΑ” Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο δεν παραβίασε το νόμο και πρέπει οι από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. αντίθετοι δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της αναίρεσης να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, επί του δια των προτάσεων της παρούσης συζητήσεως υποβληθέντος εκ μέρους του αναιρεσείοντος αιτήματος περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή, κατά τους ισχυρισμούς του, ανακύπτει εν προκειμένω ζήτημα ερμηνείας του πρωτογενούς και του παραγώγου ενωσιακού δικαίου και συγκεκριμένα ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 1 παρ.4 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ σε σχέση με το άρθρο 4 παρ.1 του Ν.4092/1912, κρίνεται ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος και συγκεκριμένα δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς την ερμηνεία του ανωτέρω κανόνα του ενωσιακού δικαίου και αναγκαιότητα της απόφασης του ΔΕΕ και συνεπώς το σχετικό αίτημα είναι απορριπτέο. Τέλος, απορριπτέο είναι και το επίσης εκ μέρους του αναιρεσείοντος υποβληθέν αίτημα περί παραπομπής προς εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, διότι κρίνεται ότι δεν συντρέχουν, εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από την διάταξη του άρθρου 563 παρ.2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 23 παρ.2 εδάφ.γ και δ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν.1756/1995), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ.1 του Ν.2331/1995.
Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αίτησης αναίρεσης του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ” κατά της υπ’ αριθ.345/2013 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων, που παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και αναπέμπει την υπόθεση στο Δ’ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κριθούν και οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης για τους οποίους το Τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την παραπεμπτική απόφασή του.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2017.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Απριλίου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ TAKTIKH ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α’ Σύνθεσης: Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Μαρία Νικολακέα – Εισηγήτρια, Ιωάννη Φιοράκη, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Παπασωτηρίου και Γεώργιο Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (κωλυομένης της Εισαγγελέως Ξένης Δημητρίου – Βασιλοπούλου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος – καθού η κλήση: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕ”, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Αργυρώ Γρατσία – Πλατή, Γεώργιο Μανουσάκη και Βασίλειο Κούρτη, που κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων – καλούντων: 1)E. B. του F., 2)M. B. του H., 3)F. B. του K., 4)T. B. του R., 5)H. B. του T. και 6)L. B. του P., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Ρουπακιώτη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-2-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας και συνεκδικάστηκε με την από 12-10-2009 αγωγή των Γ. Χ. και Μ. συζ. Β. Χ., οι οποίοι επίσης δεν είναι διάδικοι στην δίκη αυτή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 99/2010 μη οριστική, 98/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 106/2014 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 16-6-2014 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1297/2015 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος που παρέπεμψε το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των αναφερομένων στο σκεπτικό διατάξεων του Ν. 4092/2012 και τους αντίστοιχους από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. δεύτερο και τρίτο κατά σειρά λόγους της αναίρεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Mε την από 8/2/2016 κλήση των αναιρεσιβλήτων, η προκειμένη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν κατά σειρά το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους, οι πληρεξούσιοι δε του αναιρεσείοντος κατέθεσαν έγγραφο με το οποίο ζήτησαν να αναβληθεί η έκδοση απόφασης και να παραπεμφθούν τα ανακύπτοντα ζητήματα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ενώ ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης. Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Kατά την 16η Μαρτίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν παρόντες όλοι οι συμμετασχόντες στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008 και συνεπώς το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’αριθ.1297/2015 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ.5 του Συντάγματος, 563 παρ.2 εδ.β’ του ΚΠολΔ και 23 παρ.2 εδ.γ’ και δ’ του Ν.1756/1988 οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της από 16-6-2014 αίτησης του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ” για αναίρεση της υπ’αριθ. 106/2014 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων, εκδοθείσας κατά την διαδικασία για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (681 Α ΚΠολΔ), αφού απερρίφθησαν οι πρώτος και τέταρτος λόγοι του αναιρετηρίου, διότι το ανωτέρω Τμήμα του Αρείου Πάγου αρνείται να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 4 εδ.γ’ του Ν.4092/2012 ως αντισυνταγματικές. Η υπόθεση νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 8-2-2016 κλήση των αναιρεσιβλήτων.
Στην προκειμένη περίπτωση επί της από 9-2-2009 (αριθ.εκθ.καταθ.223/10-2-2009) αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων κατά των Γ. Χ., Μ. Χ., οι οποίοι δεν είναι πλέον διάδικοι στην αναιρετική δίκη και της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “Ασπίς Πρόνοια ΑΑΕ”, στην δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε ως εκ του νόμου διάδοχος αυτής (αρθ.25 παρ.4 Ν.489/1976) το ήδη αναιρεσείον, εξεδόθη η υπ’αριθ.98/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η ανωτέρω αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα) των ήδη αναιρεσιβλήτων και επιδικάσθηκαν σ’ αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο συγγενούς τους (ανήλικου τέκνου και εγγονού) ποσά 120.000 ευρώ για κάθε ένα από τους πρώτο και δεύτερη (γονείς του ανηλίκου τέκνου) και 30.000 ευρώ για κάθε ένα από τους λοιπούς, τρίτο, τέταρτη, πέμπτο και έκτη (παππούδες και γιαγιάδες από πατρική και μητρική γραμμή αυτού). Κατά της αποφάσεως αυτής του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκε η από 6-6-2013 έφεση των ανωτέρω εναγόντων, η από 12-6-2013 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ “Επικουρικό Κεφάλαιο” και οι δια των προτάσεων αντεφέσεις των διαδίκων, επ’αυτών δε εξεδόθη η προσβαλλόμενη υπ’αριθ.106/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, η οποία αφού απέρριψε κατ’ουσίαν την έφεση των ήδη αναιρεσιβλήτων και τις ασκηθείσες αντεφέσεις δέχθηκε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την εκκαλουμένη κατά το μέρος που αναφέρεται στους δύο πρώτους ενάγοντες της από 9-2-2009 αγωγής και ήδη δύο πρώτους αναιρεσίβλητους και επεδίκασε σ’ αυτούς για την προαναφερθείσα αιτία τα ποσά των 100.000 ευρώ για κάθε ένα εξ αυτών, αρνήθηκε δε το ανωτέρω δικαστήριο να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 4 εδ.γ’ του Ν.4092/2012 ως αντίθετες στο Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ΕΣΔΑ.
Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, παραπέμφθηκαν ενώπιον της παρούσης Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την ως άνω απόφαση του Δ’ Τμήματος αυτού προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, συνισταμένη στην από το Εφετείο εσφαλμένη, κατά το αναιρεσείον “Επικουρικό Κεφάλαιο”, ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 εδαφ.γ’ του Ν.4092/2012, με το οποίο αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ΠΔ/τος 237/1986 και με το οποίο τέταρτο άρθρο εισάγονται ποσοτικοί περιορισμοί α)ως προς το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης το οποίο οφείλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο υπεισέρχεται στη δικονομική θέση της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία πτώχευσε η της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, περιορισμός ο οποίος ισχύει και για τις γεγενημένες ήδη μέχρι του χρόνου ισχύος του ως άνω νόμου αξιώσεις, πλην αυτών για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση (2ος λόγος) και β)ως προς το ποσοστό του οφειλόμενου τόκου, τόσο για το πιο πάνω ποσό, όσο και γενικότερα για την οφειλόμενη από αυτό (Επικουρικό Κεφάλαιο) αποζημίωση (3ος λόγος).
Στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 “περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής” προβλέπεται, ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει…όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση”. Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση του κυρίου ή κατόχου του αυτοκινήτου της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (αρθρ. 2 επ. Ν. 489/1976), καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης των προαναφερομένων κυρίου ή κατόχου σε περίπτωση κυκλοφορίας ανασφάλιστου αυτοκινήτου (αρθρ. 12 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983 “Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων”, ορίζεται ότι “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1”. Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων” και συντετμημένα “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ”, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου.
Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (αρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (αρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Από την νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.ΙΑ για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ.2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ.5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος .
Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012 , ο οποίος σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α 78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί, κατ’ ανώτατο όριο, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση “καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση” και ότι “οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.” Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1” καλύπτεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (Oλ. Α.Π. 9/1993, ΔΕΕ, C-277/12 της 24-10-2013 στην υπόθεση Vitalijs Drozdovs κατά Baltikums AAS). Περαιτέρω, το άρθρο 9 παρ.1 της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ ορίζει επακριβώς ποια είναι τα ελάχιστα αυτά ποσά ασφαλιστικής κάλυψης, τα οποία θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση (ΔΕΚ C-348/98 Fereira thw 14-11-2000.
Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγμα στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Τέλος, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων ορίσθηκε ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς διασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Υπό τα δεδομένα αυτά οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν.4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους. Ο καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην παρ.4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1”, διάταξη η οποία καλύπτει και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, το επιβληθέν ανώτατο όριο των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότηση του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών. Εξ ετέρου, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγενημένων αξιώσεων είναι ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 6/2007, Ολ. ΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου.
Ακολούθως, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008).
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον Των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (Ολ. Α.Π. 12/2013, Ολ. Α.Π. 4/2012). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση 1) με τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτές αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος και 2)με την διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την ανωτέρω ευνοϊκή υπέρ αυτού ρύθμιση επέρχεται βλάβη της περιουσίας του δανειστή του Επικουρικού Κεφαλαίου (στην προκειμένη περίπτωση των αναιρεσιβλήτων) χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015), Τέλος, η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (Ολ.Α.Π. 3/2017, Ολ.ΑΠ 4/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δικάζοντας επί της από 12-6-2013 έφεσης του εκκαλούντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο”, της από 6-6-2013 έφεσης των εναγόντων, ήδη αναιρεσιβλήτων και των αντεφέσεων που άσκησαν με τις προτάσεις τους οι διάδικοι κατά της υπ’αριθ.98/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η από 9-2- 2009 αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία (τροχαίο ατύχημα) των αναιρεσιβλήτων και επιδικάσθηκαν σε αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο συγγενούς τους (τέκνου και εγγονού) ποσά 120.000 ευρώ για κάθε ένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες (γονείς του ανηλίκου) και 30.000 ευρώ για κάθε ένα από τους λοιπούς, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση των ως άνω εναγόντων και τις ασκηθείσες αντεφέσεις, δέχτηκε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε την από 9-2-2009 αγωγή και μόνον ως προς τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους και το τρίτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον και αναγνώρισε την υποχρέωση του αναιρεσείοντος να καταβάλει σε κάθε ένα από τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους το ποσό των 100.000 ευρώ για την ίδια αιτία. Αρνήθηκε δε να εφαρμόσει τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4092/2012 ως αντίθετες στο Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ΕΣΔΑ”. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο δεν παραβίασε το νόμο και πρέπει οι από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. αντίθετοι δεύτερος και τρίτος κατά σειρά λόγοι της αναίρεσης να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, επί του δια των προτάσεων της παρούσης συζητήσεως υποβληθέντος εκ μέρους του αναιρεσείοντος αιτήματος περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή, κατά τους ισχυρισμούς του, ανακύπτει εν προκειμένω ζήτημα ερμηνείας του πρωτογενούς και του παραγώγου ενωσιακού δικαίου και συγκεκριμένα ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 1 παρ.4 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ σε σχέση με το άρθρο 4 παρ.1 του Ν.4092/1912, κρίνεται ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος και συγκεκριμένα αμφιβολία ως προς την ερμηνεία του ανωτέρω κανόνα του ενωσιακού δικαίου και αναγκαιότητα της απόφασης του ΔΕΕ και συνεπώς το σχετικό αίτημα είναι απορριπτέο. Τέλος, απορριπτέο είναι και το επίσης εκ μέρους του αναιρεσείοντος υποβληθέν αίτημα περί παραπομπής προς εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, διότι κρίνεται ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από την διάταξη του άρθρου 563 παρ.2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 23 παρ.2 εδάφ.γ και δ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν.1756/1995 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ.1 του Ν.2331/1995). Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αίτησης αναίρεσης του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ” κατά της υπ’αριθ.106/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2017.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Απριλίου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ