Η απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε αντισυνταγματικές τις παρατάσεις και κατ’ επέκταση τις μονιμοποιήσεις συμβασιούχων στους ΟΤΑ, πέραν των πολιτικών αντιδράσεων που προκάλεσε, έφερε στο προσκήνιο την πολιτική πρακτική που ακολουθείται συχνά τα τελευταία χρόνια, με τις κυβερνήσεις να προχωρούν, αβασάνιστα, σε αντισυνταγματικές νομοθετικές επιλογές, με κόστος για την κοινωνία, τους θεσμούς, τους πολίτες και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Η απόφαση της Ολομέλειας, ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας, ήρθε αμέσως μετά τη γνωμοδότηση του ίδιου δικαστικού σχηματισμού (Ολομέλεια Ελεγκτικού Συνεδρίου) για τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις για μετά το 2019, απόφαση που όμως δεν δεσμεύει την κυβέρνηση, κρούει όμως το καμπανάκι επικείμενης αντισυνταγματικής κρίσης για το θέμα αυτό, όταν σχετικές προσφυγές, θα κριθούν από αυτό το ανώτατο δικαστήριο.
Οι αντισυνταγματικές νομοθετικές επιλογές των κυβερνήσεων –και της παρούσης μη εξαιρουμένης– τα τελευταία χρόνια, εκτιμάται από ανώτατες δικαστικές πηγές, ως πρακτική που έχει πλήξει σημαντικά την ουσία του κράτους δικαίου, συμβάλλοντας, καθοριστικά, όπως λένε, στην επαύξηση του φαινομένου της ανομίας και βεβαίως της κακονομίας. Τι πραγματικά όμως συμβαίνει με το «τσουνάμι» των αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων που κρίνουν αντισυνταγματικούς νόμους και βασικές κυβερνητικές επιλογές; Φταίνε τα δικαστήρια, όπως πολλές φορές αντιτείνουν κυβερνητικά στελέχη, επιλογές των οποίων ακυρώνονται δικαστικά, θέλουν να «κυβερνούν» τα δικαστήρια ή μήπως οι κυβερνώντες για πολλά και κρίσιμα θέματα επιλέγουν την παράκαμψη του Συντάγματος;
Οι πολλές αποφάσεις τελευταία, τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταδεικνύουν πως νομοθετικές επιλογές για σοβαρά θέματα έχουν αποφασιστεί δίχως το Σύνταγμα να έχει αποτελέσει τον βασικό πυλώνα τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις, αρμόδιοι υπουργοί προχωρούν σε αυτές τις αντισυνταγματικές νομοθετήσεις, εν γνώσει τους, ότι θα καταπέσουν στα δικαστήρια. Η απόφαση, άλλωστε, της Ολομέλειας του ΣτΕ για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, που αποτέλεσε και την κορωνίδα της ακύρωσης σημαντικής κυβερνητικής επιλογής, επιβεβαιώνει ότι πράγματι ψηφίζονται νόμοι που είναι σίγουρο πως δεν μπορεί να έχουν τύχη όταν θα κριθούν δικαστικά.
Οι δικαστικές κρίσεις για αντισυνταγματικότητα νόμων που ακυρώνουν βασικές νομοθετικές επιλογές, που έχουν γίνει κατά παράκαμψη του Συντάγματος, πέραν των βαρύτατων συνεπειών που παράγουν, διαθέτουν και μία ακόμη σοβαρή πτυχή. Οι θεσμοί έχουν αξιώσει στο επικαιροποιημένο μνημόνιο πως τα μέτρα που συμφωνούνται και ψηφίζονται από την ελληνική κυβέρνηση, πρέπει να διαθέτουν την «εγγύησή» της, ότι δεν θα καταπέσουν αργότερα στα δικαστήρια, όπως έγινε με τις μειώσεις ενστόλων, στρατιωτικών και λοιπών, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το ΣτΕ.
Για τον λόγο αυτό, η γνωμοδότηση-απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις για το 2019 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, μπορεί να μην δεσμεύει την κυβέρνηση, προκαλεί όμως ενστάσεις και αμφιβολίες στους θεσμούς για την εφαρμογή των μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές επιλογές και πρακτικές ψήφισης αντισυνταγματικών ρυθμίσεων, εκθέτουν τη χώρα…