Πόσο κοντά αλήθεια μπορεί να βρίσκεται η Δερβιτσάνη της Δρόπολης με τη Μεδίνα της Σαουδικής Αραβίας; Πολύ μακριά θα ήταν μια απάντηση λογική σε ότι αφορά τόσο στη φυσική απόσταση όσο και την σύνθεση του πληθυσμού κ.α. Αυτό που λένε μακριά όσο η Δύση απ’ την Ανατολή. Έλα όμως που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Αλβανίας απέδειξε ότι δεν είναι και τόσο μακριά. Με ένα τρόπο έντονο νεοθωμανικό πήγε στη Δερβιτσάνη να επιβάλει με το δικό του πρωτόκολλο νέα ήθη και έθιμα στο πως γιορτάζουν οι Χριστιανοί και αμέσως μετά από τρεις μέρες κατέφυγε σε «ασφαλή» πνευματικό καταφύγιο. Προσευχή στο μεγάλο τέμενος της Μεδίνα, ο Ιμάμης του οποίου, απ’ τους πλέον μισαλλόδοξους, είχε προεδρεύσει των τελετών γιορτασμού του Μπαϊράμ στη λεωφόρο των Τιράνων το περασμένο καλοκαίρι…
Οι συμβολισμοί είναι ξεκάθαροι και όσα το Σαββατοκύριακο που πέρασε διαδραματίστηκαν στη Χιμάρα κάνουν πιο ολοφάνερο το «ξαφνικό ενδιαφέρον» της ανώτερης πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της Αλβανίας για το Νότο ή το βόρειο τμήμα της Ηπείρου όπου κατά πλειονότητα ζουν γηγενείς Ορθόδοξοι και ελληνικοί πληθυσμοί.
Και ο Πρωθυπουργός επίσης θυμήθηκε και προσπαθεί επίσης νεοθωμανικά να μοιράζει χαρτιά πολεοδομικής ένταξης των λατρευτικών κτισμάτων. Κάπως έτσι και οι Οθωμανοί ανά τακτά διαστήματα ανανέωναν διάφορους τίτλους ιδιοκτησίας εξαναγκάζοντας τους Χριστιανούς να γεμίζουν τα ταμεία του κράτους. Επιδιώκει και τις ανάλογες φωτογραφίσεις και κατά παραγγελία ρεπορτάζ με ιερείς ώστε να επιδίδεται το μήνυμα ότι η κυβέρνηση «φροντίζει» και διαφεντεύει και χωράφια που δεν της ανήκουν.
Απ’ τη μια μαθήματα ισχύος όπως εκείνα του Αγίου Αθανασίου στους Δρυμάδες και της Πρεμετής μη εξαιρουμένης και απ’ την άλλη το έλεος του πασά.
Τα πράγματα είναι ακόμη πιο δόλια στον τομέα της αποκαλούμενης πολιτιστικής κληρονομιάς. Η Υπουργός Πολιτισμού έχει μετατραπεί τελευταία σε συντηρητή αρχιτεκτονικών μνημείων της Ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς. Επιδιώκει με αστείες επεμβάσεις που ωστόσο ανακυκλώνονται διαρκώς σε ρεπορτάζ των ελεγχόμενων ΜΜΕ να κρύψει την αδικία που τρεις δεκαετίες σχεδόν μετά την πτώση του κομουνισμού η αλβανική πολιτεία διαιωνίζει. Ο λόγος στο γεγονός ότι ακόμη οι λατρευτικοί χώροι, ειδικά αυτοί που έχουν χαρακτηριστεί μονομερώς απ’ το κράτος ως πολιτιστικά μνημεία δεν έχουν νομίμως και με τίτλους αποδοθεί στην Ορθόδοξη κοινότητα. Με τη συμπεριφορά του κράτους (κυβερνητικών πολιτιστικών και αρχαιολογικών υπηρεσιών) σε Μουζακιά, Χιμάρα, Πρεμετή, Αργυρόκαστρο κ.α. μάλλον εμμένουν στη θέση τους που μάλιστα θέλουν να εμπεδωθεί και στην κοινή γνώμη και δη στους ίδιους του Ορθοδόξους, ότι δλδ θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει ως κρατική και δημόσια περιουσία. Απ’ την άλλη έρχεται σε πλήρη αντίφαση και αντίθεση με την τάξη των πραγμάτων και την ισχύουσα νομοθεσία που όλους του λατρευτικούς χώρους τους έχει χαρακτηρίσει τίτλους της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια της Συμφωνίας μεταξύ αυτής και του Υπουργικού Συμβουλίου. Νομική εκτροπή που μάλλον φαίνεται να μην απασχολεί όπως και πολλά άλλα την αλαζονική κυβέρνηση Ράμα. Επιδιώκουν επί το πλείστον τη δημιουργία εσωτερικών ερίδων μέσα στην Ορθόδοξη κοινότητα και επίσης στοχεύουν να μειώσουν τη θεσμική της λειτουργία και σχέση με την πνευματική της ηγεσία. Πρόκειται για σχέδιο που κατά το ελάχιστο επιδιώκει εκλογική χειρραγώγηση και κατά το μέγιστο έλεγχο των αντιδράσεων αυτής της κοινότητας έναντι αναβρασμών που αφορούν στη συνένωση μουσουλμανικών αλβανικών πληθυσμών στη Βαλκανική.
Δεν γίνεται λόγος ότι η μόνη ουσιαστικά ελεύθερη κοινότητα στην Αλβανία, με συγκροτημένη συνείδηση περί δημοκρατίας και κριτήριο στην εκλογική της συμπεριφορά είναι οι Ορθόδοξη. Η νοοτροπία της έχει διαμορφωθεί τόσο μέσα απ’ τη διδασκαλία της Εκκλησίας όσο και σε συγκεκριμένα πολιτιστικά και ιστορικά πλαίσια επηρεασμένη έντονα από τον ελληνικό πολιτισμό και πνεύμα περί ελευθερίας. Η συμπεριφορά της ως μειονότητα με την ίδρυση του αλβανικού κράτους της έχει εμπεδώσει εν πολλοίς χαρακτηριστικά κοινοτικής αντίδρασης με στόχο την προστασία της συνοχής και της ελευθερίας της. Προφανώς η πολιτεία έχει παρατηρήσει την ώριμη κοινοτική και πολιτική της συμπεριφορά. Παραδείγματα ειδικά όπως εκείνο της απόρριψης του Σχεδίου Συντάγματος το 1994 που στόχευε της διάλυση της δια της απομάκρυνσης του πνευματικού της ηγέτη είναι απ’ τα πιο ενδεικτικά. Αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις της πρόσφατης μετακομμουνιστικής πολιτικής ιστορίας της Αλβανίας δείχνουν αυτή την αυθόρμητη αλλά ακέραιη συμπεριφορά.
Ως εκ τούτου έχοντας συναίσθηση των όσων αδικιών εις βάρος της έχει επωμιστεί η συγκεκριμένη διακυβέρνηση αντί βελτίωσης των πολιτικών διεισδύει στο εσωτερικό των Ορθόδοξων κοινοτήτων του Νότου προκειμένου να τις χειραγώγηση. Πρόκειται ουσιαστικά για εκβιασμό και μάλιστα διαδραστικό.
Οι Ορθόδοξοι πληθυσμοί έχουν τα δικά τους κριτήρια πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς και αντίδρασης. Τους μουσουλμάνους προφανώς του ελέγχουν δια του δικτύου των ιμάμηδων και εκεί η γραμμή φαίνεται να έχει πέσει.
Με περικάλυμμα την εκλογική ανάγκη όμως ο εκβιασμός των Ορθοδόξων στοχεύει και αλλού. Υπάρχει συνείδηση, προφανώς και γνώση, ότι αργά ή γρήγορα αλλά εντελώς φυσιολογικά, όλοι αυτοί οι πληθυσμοί και κοινότητες, γύρω απ’ τα σύνορα με την Ελλάδα, θα ζητήσουν κάποιες εγγυήσεις και κάποιο καθεστώς επιπλέον προστασίας, υπό τις δυσμενείς γι αυτούς εξελίξεις στο πεδίο της ενοποίησης των αλβανικών πληθυσμών της Χερσονήσου. Οι οποίοι επί το πλείστον απ’ τη συμπεριφορά τους έχουν δείξει ότι είναι πιο ριζοσπαστικοί μουσουλμάνοι και ως εκ τούτου δυσκολότεροι στη συμβίωση με τους Χριστιανούς. Τα αντανακλαστικά άμυνας θα δημιουργήσουν ενδεχομένως, τάσεις πολύ συγκεκριμένες μέσα στους Ορθόδοξους. Δεν είναι το θέμα μόνο της εγγύησης της λατρευτικής τους ελευθερίας ή αυτό της προστασίας της περιουσίας τους. Είναι ουσιαστικά ο ρόλος που θα έχουν μέσα σε ένα κράτος που θα τους γίνεται όλο και πιο ξένο πνευματικά.
Για όλα αυτά γίνονται σταθμοί στο Νότο (Βόρεια Ήπειρο) της ηγεσίας της Αλβανίας πριν τα ταξίδια της στην Άγκυρα ή τη Μεδίνα…