Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι παράγει λιγότερο από τις παραγωγικές δυνατότητές της. Για το 2016 το αρνητικό παραγωγικό κενό υπολογίζεται από το ΔΝΤ και τη Eurostat αντιστοίχως στο 4,8% και 9,8% του δυνητικού ΑΕΠ. Το δεύτερο είναι ότι οι παραγωγικές δυνατότητές της είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσον όρο της Ευρωζώνης, με τη διαφορά να βρίσκεται στην περιοχή του ενός τρίτου, σύμφωνα με σχετικά στοιχεία του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ.
Το αρνητικό παραγωγικό κενό είναι πρόβλημα ζήτησης, ενώ η χαμηλή παραγωγική ικανότητα είναι πρόβλημα προσφοράς. Για την ταυτόχρονη αντιμετώπισή τους, η σύγχρονη οικονομική θεωρία προβλέπει ότι η μακροοικονομική πολιτική πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες. Πρώτον, για την εξάλειψη του παραγωγικού κενού, πρέπει να επιδιώξει αύξηση ρευστότητας, βελτίωση οικονομικών προσδοκιών/εμπιστοσύνης, αξιοποίηση διαθέσιμης εξωτερικής χρηματοδότησης και άριστη χρήση όποιου δημοσιονομικού χώρου είναι διαθέσιμος στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου προγράμματος οικονομικής βοήθειας (τρίτο μνημόνιο). Δεύτερον, για την αναβάθμιση της προσφοράς, απαιτούνται παρεμβάσεις προς αύξηση της μακροχρόνιας απασχόλησης, της παραγωγικότητας και της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας, κομβικό ρόλο στην επίτευξη των οποίων έχουν η προσέλκυση επενδύσεων και η αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντος και υπηρεσιών.
Η ελληνική μακροοικονομική πολιτική δεν είναι συμβατή με την παραπάνω στρατηγική. Ξεκινώντας από την προσφορά, η αύξηση της φορολογίας εισοδημάτων από εργασία και των ασφαλιστικών εισφορών μειώνει τα κίνητρα προς εργασία και μακροχρόνια απασχόληση. Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών και εργοδοτικών εισφορών, η εξαιρετικά αργή απόδοση Δικαιοσύνης και η στασιμότητα/οπισθοδρόμηση που παρατηρείται σε κρίσιμους τομείς της θεσμικής λειτουργίας του κράτους δεν ευνοούν την πραγματοποίηση του θετικού επενδυτικού σοκ που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία για την αύξηση παραγωγικότητας.
Βεβαίως, μια χώρα όπως η Ελλάδα, με λόγο δημοσίου χρέους ως προς ΑΕΠ 180%, πρέπει να επιδιώκει πρωτογενή πλεονάσματα προς δημιουργία εμπιστοσύνης αναφορικά με τις μελλοντικές δημοσιονομικές της προοπτικές. Ομως, δύο σημαντικά ερωτήματα είναι το ενδεδειγμένο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος και ο τρόπος επίτευξής του.
Σε ό,τι αφορά το ύψος, πρέπει να αναζητηθεί η χρυσή τομή μεταξύ των κερδών εμπιστοσύνης που δημιουργεί η υπεραπόδοση έναντι των στόχων του προγράμματος και των απωλειών ζήτησης που δημιουργεί η υπεραπόδοση. Με δεδομένο ότι ο στόχος που είχε τεθεί για το 2016 ήταν 0,5% του ΑΕΠ, το σχεδόν οκταπλάσιο πλεόνασμα (3,9%) κρίνεται υπερβολικό και αποτελεί σημαντική συνιστώσα διατήρησης του αρνητικού παραγωγικού κενού.
Συνοψίζοντας, οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να τηρούν το «όριο ταχύτητας» που θέτει το πρόγραμμα για τη δημοσιονομική πολιτική και να επιταχύνουν όσο μπορούν στους τομείς της ρευστότητας, της εμπιστοσύνης και των μεταρρυθμίσεων. Αντ’ αυτού, τρέχουν με πολλαπλάσια του ορίου ταχύτητα στη δημοσιονομική πολιτική, οδηγώντας μάλιστα (λόγω υπερφορολόγησης) στη λάθος πλευρά του δρόμου, και κινούνται πολύ αργά στους τομείς που πρέπει να επιταχύνουν. Η οικονομία πληρώνει σημαντικά μεγαλύτερο από το απαραίτητο κόστος σταθεροποίησης, με αντάλλαγμα σημαντικά χαμηλότερο από το εφικτό όφελος μελλοντικής ανάπτυξης. Οι μόνοι ίσως που βλέπουν θετικά τα σημερινά ελληνικά οικονομικά δεδομένα είναι όσοι υποστηρίζουν ότι μετά τον εκτροχιασμό του 2015 η Ελλάδα δεν χρειάζεται ελάφρυνση χρέους.
* Ο κ. Μιχάλης Γ. Αργυρός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Cardiff Business School.
Έντυπη