ο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων «δείχνει» στην πρώην Γενική Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, Κατερίνα Σαββαΐδου, η εισαγγελέας εφετών Μαρία Γκανέ.
Η υπόθεση έφτασε στη δικαιοσύνη μετά από ερώτηση για τα «έργα και τις ημέρες» της επίμαχης εταιρίας που κατέθεσαν τον Αύγουστο του 2015 στη βουλή, οι τότε βουλευτές Ραχήλ Μακρή και Γιάννης Σταθάς. Παράλληλα, την κοινοποίησαν και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τον Οικονομικό Εισαγγελέα και τον Εισαγγελέα Διαφθοράς.
Στην ερώτησή τους επικαλούνταν δημοσιεύματα και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για υπόθεση τοκογλυφίας που εμπλεκόταν η εταιρία. Σύμφωνα με τα εν λόγω δημοσιεύματα, η είσπραξη του προστίμου των 78 εκ. Ευρώ είχε «κολλήσει» μετά από παρέμβαση της Γενικής Γραμματείας Εσόδων Κατερίνας Σαββαΐδου τον Δεκέμβρη του 2015.
Κατόπιν αυτών η τότε προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένη Ράικου έδωσε εντολή για τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας στους επίκουρούς της Γιάννη Δραγάτση και Αγγελική Τριανταφύλλου η οποίοι κατέληξαν στην άσκηση κακουργηματικής ποινικής δίωξης κατά της κ.Σαββαΐδου.
Η ΠΟΡΕΙΑ
Η αρχή του νήματος αυτής της υπόθεσης εντοπίζεται στις 22 Μαρτίου του 2013 όταν οι υπεύθυνοι της GENNET υποβάλουν αίτημα προς την Επιτροπή του άρθρου 70Α του Υπουργείου Οικονομικών για τη διοικητική επίλυση της φορολογικής τους διαφοράς που αφορούσε το πρόστιμο των 78 εκ. Ευρώ για έκδοση εικονικών τιμολογίων.
Η Επιτροπή, αφού εξέτασε το αίτημα , εξέδωσε στις 27 Νοεμβρίου 2013 τέσσερις αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες τα αποτελέσματα του επανελέγχου που είχε διενεργήσει το Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο(ΔΕΚ) Αθηνών ήταν βάσιμα ενώ έδινε το «πράσινο φως» για να υπαχθεί η εταιρία σε διοικητική επίλυση της διαφοράς όπως είχε αιτηθεί. Η GENNET όμως αρνήθηκε τελικώς να υπαχθεί .
Κατά των εν λόγω αποφάσεων άσκησε προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια στις 24-12-2013 ισχυριζόμενη ότι όλες οι συναλλαγές της που σχετίζονταν με αγοραπωλησίες καπνών, ήταν πραγματικές. Δέκα ημέρες πριν, στις 10-12-2013, είχε υποβάλλει αίτηση έκδοσης απόφασης για διενέργεια επανελέγχου προς τον τότε ΓΓΔΕ Χάρη Θεοχάρη αλλά και προς τον γενικό διευθυντή οικονομικής επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών επικαλούμενη σωρεία νέων αποδεικτικών στοιχείων και ελαττώματα του προηγούμενου ελέγχου .
Στις 6-2- 2014 η προϊσταμένη της διεύθυνσης εσόδων εισηγείται απόρριψη της αιτήσεως κρίνοντας ότι τα στοιχεία που επικαλείτο η εταιρία είχαν ήδη ληφθεί υπόψη . Την εισήγηση έκανε αποδεκτή η αναπληρώτρια γενική διευθύντρια της υπηρεσίας και στις 11-2-2014 η διεύθυνση ελέγχων γνωστοποίησε στην αιτούσα ότι η αίτηση απορρίφθηκε .
Κι ενώ είχαν προηγηθεί αυτά, το δεύτερο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 2014 δόθηκε σε υπάλληλο της διεύθυνσης ελέγχου από τον προϊστάμενο της ένα απλό αντίγραφο της αιτήσεως επανελέγχου με ημερομηνία 9-12-2013 το οποίο ήταν ανυπόγραφο και χωρίς καμία υπηρεσιακή σημείωση. Δηλαδή δεν είχε ούτε αριθμό πρωτοκόλλου ούτε ημερομηνία κατάθεσης. Όπως διαπιστώθηκε ήταν ίδια με αυτή που είχε καταθέσει η εταιρία ένα χρόνο πριν…
Για τους λόγους αυτούς συντάσσεται εισήγηση στις 12-12-2014 με την οποία ζητείται και πάλι απόρριψη του επανελέγχου. Με αυτή την εισήγηση συμφωνούν όλα τα μέλη της γενικής διεύθυνσης φορολογικής διοίκησης.
Παρόλα αυτά στις 30-12-2014 η κ.Σαββαΐδου έδωσε τη σχετική εντολή.
Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
Από την πλευρά της πάντως η κ.Σαββαΐδου είχε αρνηθεί τα όσα της αποδίδονται υπεραμυνόμενη του δικαιώματός της να διατάσσει επανελέγχους, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Μάλιστα είχε υποστηρίξει ότι ο επανέλεγχος δεν σημαίνει «πάγωμα» του προστίμου και ευνοϊκή μεταχείριση μίας εταιρίας, αλλά το αντίθετο καθώς μπορεί να οδηγήσει σε καταλογισμό μεγαλύτερων φόρων και προστίμων.
Κατά την πρώην Γενική Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων δε, ο επανέλεγχος δεν ακυρώνει τον καταλογισμό του προστίμου αλλά συνεκτιμάται από το δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που μπορεί να ακυρώσει ή να τροποποιήσει το πρόστιμο.