Σε συμβιβασμό με το Ελληνικό Δημόσιο, στο πλαίσιο φιλικού διακανονισμού, ήλθε μόλις πρόσφατα μια Ροδίτισσα, οδοντίατρος, θύμα αδιαφορίας του ανάλγητου ελληνικού κράτους, της γραφειοκρατίας και της παραβίασης των δικαιωμάτων του πολίτη, που καταδίκασε τη χώρα, μετά από προσφυγή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αφού προηγήθηκε σχετική αλληλογραφία, με τον συνήγορο της προσφεύγουσας, δικηγόρο κ. Χάρη Διακοσάββα, παρήγγειλε συγκεκριμένα στο Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης της Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων την εκτέλεση της από 21 Φεβρουαρίου 2017 απόφασης του ΕΔΔΑ, που δικαίωσε την Ροδίτισσα ιατρό.
Η οδοντίατρος προσπαθεί επί σειράν ετών να πείσει το Δευτεροβάθμιο ΣΚΕΙΟΠΝΙ του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας να τηρήσει τους νόμους αλλά και τις τελεσίδικες αποφάσεις Eλληνικών Δικαστηρίων αλλά και του Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου!.
Το αρμόδιο Συμβούλιο Επιλογής Ιατρικού και Οδοντιατρικού Προσωπικού Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων (17ο ΣΚΕΙΟΠΝΙ), μετά από αίτησή της και με την προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία, επέλεξε την ιατρό με την υπ’ αριθμόν 14/10-5-1990 απόφασή του ως Επιμελήτρια Α’ Οδοντιατρικού στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου.
Διορίσθηκε με την Δ2β/18757/30-5-1990 απόφαση του υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ορκίσθηκε δε και ανέλαβε καθήκοντα στο Νοσοκομείο της Ρόδου, την 3 Iουλίου 1990.
Κατά της απόφασης επιλογής της υπέβαλε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συμβουλίου Επιλογής Ιατρικού και Οδοντιατρικού Προσωπικού Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων (άρθρου 7 Ν.1278/82) συνυποψήφιά της.
Το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Κρίσης με την από 21-12-1990 απόφασή του έκανε δεκτή τη εν λόγω ένσταση και επέλεξε την συνυποψήφιά της.
Κατά της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου προσέφυγε με την με αριθμό 665/2-4-1991 αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με οριστική απόφασή του (151/1992) απέρριψε την εν λόγω αίτηση ακυρώσεως αποδεχόμενο και την ασκηθείσα παρέμβαση.
Την παραπάνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου προσέβαλε ακολούθως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την από 30-7-1992 έφεσή της και επί της οποίας εκδόθηκε τελικώς η με αριθμό 4782/1995 απόφαση.
Η απόφαση αυτή εξαφάνισε την εφετειακή απόφαση, ακύρωσε την από 21-12-1990 απόφαση του Β’ Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου Επιλογής Ιατρικού και Οδοντιατρικού Προσωπικού Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.
Το Β’ Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Επιλογής Ιατρικού και Οδοντιατρικού Προσωπικού Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων μετά την απόφαση του ΣτΕ συνεδρίασε στις 22-10-1996 και εξέδωσε νέα απόφαση με την οποία επέλεξε πάλι την συνυποψήφιά της!!.
Κατά της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου προσέφυγε εκ νέου και με την με αριθμό 1986/1999 απόφασή του δικαστηρίου η υπόθεση παραπέμφθηκε λόγω αρμοδιότητας στο Διοικητικό Εφετείο Χανίων.
Το Διοικητικό Εφετείο Χανίων με την με αριθμό 17/2001 οριστική απόφασή του δέχθηκε την αίτησή της ιατρού, απέρριψε την ασκηθείσα από την συνυποψήφιά της παρέμβαση και ανέπεμψε την υπόθεση στη Δικαιοσύνη για νέα νόμιμη κρίση.
Το Δικαστήριο με πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία έκρινε ότι λανθασμένα το Β/θμο ΣΚΕΙΟΠΝΙ υπολόγισε τα εξάμηνα της προϋπηρεσίας βαθμολογώντας την με 18,8% και την συνυποψήφια της με 35%, αφού και οι δύο είχαν περισσότερα από 14 εξάμηνα προϋπηρεσίας και έπρεπε να βαθμολογηθούν με 35% και οι δύο.
Παρά την σαφέστατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, η Ειδική Επιτροπή Εκδίκασης Ενστάσεων θέσεως κλάδου γιατρών ΕΣΥ, για την ειδικότητα της Οδοντιατρικής του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, με την από 4-6-2002 απόφασή της, επέλεξε και πάλι την συνυποψήφιά της αφού υπολόγισε και πάλι την ποσοτική προϋπηρεσία αντίθετα από τον νόμο και την δικαστική απόφαση, σχολιάζοντας μάλιστα κατά παράβαση του δεδικασμένου αλλά και κάθε έννοια σεβασμού των θεσμών, ότι η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων δεν είναι σωστή.
Για την ίδια υπόθεση επιλήφθηκε το Eυρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που καταδίκασε την χώρα για την τακτική που ακολουθεί στην περίπτωση της Ροδίτισσας ιατρού.
H πρώτη απόφαση του Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου εκδόθηκε την 9-6-2005. Η εξέταση της υπόθεσης ξεκίνησε με την αριθμ. 73837/02 ατομική προσφυγή, που κατέθεσε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 2-12-2002 η ιατρός κατά της Ελλάδας και με την οποία διαμαρτυρόταν, μεταξύ άλλων, για παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) (δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δικαίωμα εκδικάσεως της υποθέσεως εντός ευλόγου χρόνου).
Το 1ο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) με την από 9-6-2005 απόφασή του έκρινε ότι συντελέσθηκε η επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Δ.Δ.Α., το οποίο εγγυάται την προστασία του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και επιβάλλει την συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, επειδή η ελληνική διοίκηση (Ειδική Επιτροπή Εκδικάσεως Ενστάσεων θέσεων κλάδου ιατρών Ε.Σ.Υ. για την ειδικότητα της Οδοντιατρικής του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης) παρέλειψε να τοποθετήσει την προσφεύγουσα στη θέση της Επιμελήτριας Α’ στο Νοσοκομείο της Ρόδου, όπου αυτή υπηρετούσε από το έτος 1986, καθόσον δεν συμμορφώθηκε προς την υπ’ αριθμόν 17/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ρόδου, με την οποία αναγνωρίσθηκε ρητώς το δικαίωμα της προσφεύγουσας να λάβει το βαθμό της Επιμελήτριας Α’. Με την ίδια απόφασή του η Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι έλαβε χώρα η επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α), λόγω υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως της προσφεύγουσας από τα εθνικά δικαστήρια. Λόγω των διαπιστωθεισών παραβιάσεων το Ε.Δ.Δ.Α. με την ανωτέρω απόφαση επιδίκασε στην προσφεύγουσα χρηματική αποζημίωση.